1

“Focus Jerusalem- its Holy Places”, ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΗΣ κ.ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΥ, ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ

«Ἡ Ἱερουσαλήμ κι οἱ ἅγιοι τόποι της»  ἀποτελοῦν ἐδῶ καί αἰῶνες τό σημεῖο ἀναφορᾶς, τόν πόλο ἕλξεως, τόν τόπο συναντήσεως πολλῶν γενεῶν διαφόρων λαῶν καί θρησκειῶν. Ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἔζησαν τή ζωή τους μέ τή δύναμη, πού ἄντλησαν ἀπό τήν ἐπίσκεψη στήν Ἱερουσαλήμ ἤ ἀπό τό ὄνειρο τῆς ἐπίσκεψης σ᾿ αὐτήν, ἔστω κι ἄν αὐτή δέν πραγματοποιήθηκε. Τή νοσταλγία τῆς Ἰουδαϊκῆς ἀλλά καί κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς γιά τά Ἱεροσόλυμα ἐκφράζει καλλίτερα ἀπό κάθε ἄλλο κείμενο ὁ ψαλμός τοῦ Δαβίδ, «ἐάν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου» (137, 5-6).

Τί εἶναι ἄραγες ἐκεῖνο, πού προκαλεῖ τή γοητεία καί τή νοσταλγία γιά τήν Ἱερουσαλήμ; Τί εἶναι ἐκεῖνο πού ἑλκύει τούς πολυάριθμους προσκυνητές, παρά τό ὅτι ἀκούγονται σ᾿ αὐτή καί φόνοι καί μάχες καί κλοπές καί μοιχεῖες, ὅπως ἔχει πεῖ κι ὅ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης τόν 4 μ.Χ. αἰ. στό ἔργο του «Περί τῶν ἀπιόντων εἰς Ἱεροσόλυμα»  κι ὅπως ἐμεῖς σήμερα γινόμαστε μάρτυρες;

Σύμφωνα μέ τό βλέμμα ἑνός χριστιανοῦ καί δή ὀρθοδόξου, ἐκεῖνο πού προκαλεῖ τήν ἕλξη εἶναι ὅτι ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ἀνθρώπινες αὐτές ἀδυναμίες καί παρανομίες ἡ Ἱερουσαλήμ εἶναι ἅγια, γιατί σ᾿ αὐτή ἔλαβαν χώρα θεῖα γεγονότα κινούμενα ἀπό τό Θεό γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Στήν Ἱερουσαλήμ γράφτηκε ἀπό τό Θεό μεγάλο μέρος τῆς ἱερᾶς ἱστορίας. Τῆς ἱστορίας, πού εἶχε ὡς σκοπό τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Στήν Ἱερουσαλήμ ὁ Σολομών ἔκτισε τό Ναό τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτό λάτρευσαν τόν ἕνα Θεό γιά μία χιλιετία οἱ Ἰουδαῖοι. Σ᾿ αὐτόν κήρυξαν οἱ προφῆτες καί προετοίμασαν τό λαό τοῦ Θεοῦ γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Χριστοῦ. Στό ναό αὐτό κήρυξαν καί προσευχήθηκαν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός κι οἱ ἀπόστολοι.

Στήν Ἱερουσαλήμ τέλεσε τό Μυστικό Δεῖπνο κι ἱερούργησε τή Νέα Διαθήκη μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρωπότητας, σταυρώθηκε κι ἀναστήθηκε ὁ ἱδρυτής τῆς χριστιανικῆς θρησκείας κι ἐκκλησίας. Ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στάλθηκαν οἱ ἀπόστολοι «νά κηρύξουν τό εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μάρκ.16,15). Στήν Ἱερουσαλήμ προετράπησαν νά παραμείνουν μέχρις νά ἐνδυθοῦν δύναμιν ἐξ ὕψους. (Λουκ. 24, 49). Στήν Ἱερουσαλήμ κατῆλθε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. 2), γενέθλια ἡμέρα τῆς ἐκκλησίας κι ἀπαρχή τῆς ἐξόδου της πρός τόν κόσμο. Στήν Ἱερουσαλήμ σχηματίστηκε ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα καί βιώθηκε ἔμπρακτα ἡ ἀγάπη κι ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν ἀγαθῶν. Στήν Ἱερουσαλήμ συγκλήθηκε ὑπό τόν πρῶτο ἐπίσκοπό της Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο τό 49 μ.Χ. ἡ πρώτη Ἀποστολική Σύνοδος, πού ἀποτέλεσε τό πρότυπο συγκλήσεως ὅλων τῶν τοπικῶν καί οἰκουμενικῶν συνόδων τῆς ἐκκλησίας.

Τά γεγονότα αὐτά σημάδεψαν μιά γιά πάντα τήν Ἱερουσαλήμ στή χριστιανική συνείδηση καί τήν ἀνέδειξαν σέ μητέρα, μητρόπολη τοῦ χριστιανισμοῦ.

Ἐφόσον τά γεγονότα αὐτά εἶναι ἅγια, ἑπόμενο εἶναι νά θεωροῦνται ἅγιοι κι οἱ τόποι, στούς ὁποίους αὐτά ἔλαβαν χώρα, γιατί ἔγιναν δεκτικοί τῆς ἐνεργείας ἤ τῆς ἐμφανείας τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο εἶναι σύμφωνο μέ τή Βίβλο κατά τό, «Μωϋσῆ, Μωϋσῆ, λῦσαι τό ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου, ὁ γάρ τόπος ἐν ᾦ σύ ἔστηκας, γῆ ἁγία ἐστί» (Ἐξ. 3, 6).

Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἡ ἐκκλησία ἐλευθερώθηκε ἀπό τή βία τῶν διωγμῶν καί βγῆκε ἀπό τά ὑπόγεια στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, θέλησε νά διατηρήσει στή μνήμη της τούς τόπους αὐτούς ὡς τό περιέχον, τό γεωγραφικό περιβάλλον τῶν θείων καί σωτηριωδῶν γεγονότων. Γιά τή διατήρησή τους ἀνήγειρε ναούς, μεγαλοπρεπεῖς, ὅπως τό Ναό τῆς Ἀναστάσεως, τόν πρῶτο μεγάλο ἱστορικό ναό τῆς χριστιανοσύνης. Ἡ οἰκοδομική αὐτή δραστηριότητα ἐπεκτάθηκε στή Βηθλεέμ, Ναζαρέτ καί σ᾿ ἄλλους τόπους, πού συνδέονταν μέ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό τά συγκεκριμένα θεῖα καί ἱστορικά γεγονότα βιώνονταν στόν τόπο, στόν ὁποῖο ἅπαξ συνέβηκαν, καθιστάμενα ζωηρότερα στή συνείδηση τῶν πιστῶν. Μέ τήν ἀνέγερση ναοῦ ὁ χῶρος καθίστατο λειτουργικός, προσκύνημα, τόπος λατρείας. Ὁ πιστός ἁγιαζόταν ἀπό τήν ἁγιότητα τῶν τόπων ἀλλά κι ἀπό τήν ἁγιαστική δύναμη κι ἐνέργεια τῶν τελουμένων μυστηρίων καί τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν πράξεων.

Οἱ τόποι ὡς τοιοῦτοι ἀπαιτοῦσαν τή φυλακή, τή διαφύλαξη καί γιά τό λόγο τοῦτο ἱδρύθηκε στήν Ἱερουσαλήμ ἕνα ἀπό τά πρῶτα τάγματα τῆς χριστιανοσύνης, τό τάγμα στό ὁποῖο ἀνήκει κι ὁ ὁμιλῶν, τό τάγμα τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Τάφου ἀπό τά μέσα τοῦ 4ου μ.Χ. αἰ. μέχρι σήμερα. Τό τάγμα τοῦτο ὑπαγόμενο στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἔχει τήν εὐθύνη τῆς διαφυλάξεως τῶν ἁγίων τόπων καί τῆς ὑποδοχῆς καί τῆς ξεναγήσεως τῶν προσκυνητῶν σ᾿ αὐτούς. Χάριν τῶν ἁγίων τόπων κι ἡ ἐκκλησία Ἱεροσολύμων ἀνυψώθηκε σέ Πατριαρχεῖο ἀπό τήν 4η Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος τό 451 μ.Χ. μέ πρῶτο Πατριάρχη τόν ἅγιο Ἰουβενάλιο.

Ἀπό μία τέτοια ἀντίληψη γιά τούς ἁγίους τόπους, σύμφωνα δηλαδή μέ τήν ὁποία αὐτοί εἶναι ἅγιοι καί μέσα σ᾿ αὐτούς οἱ πιστοί μετέχουν σέ ἁγιαστικά γεγονότα, ξεπροβάλλει τό αἴτημα τῆς ἐπισκέψεως σ᾿ αὐτούς, γιά τή θέαση, τή θεωρία, τήν προσκύνηση τῶν θείων πράξεων, τή μετοχή σ᾿ αὐτές καί τόν ἁγιασμό. Γι᾿ αὐτό ἀπό τόν 4ο μ.Χ. αἰ. καί ἔπειτα παρατηρεῖται ἀθρόα ἡ προσέλευση προσκυνητῶν στούς ἁγίους τόπους. Τό ἐνδιαφέρον τῶν πιστῶν δέν περιορίζεται μόνο στούς τόπους, στούς ὁποίους ἔχουν συμβεῖ σωτήρια γεγονότα, ἀλλ᾿ ἐπεκτείνεται καί πρός τά μοναστήρια τῆς ἐρήμου γιά τή συνάντηση ἁγίων ἀνδρῶν καί τήν ἐξαίτηση τῶν προσευχῶν του καί τῶν συμβουλῶν τους Ἡ προσκύνηση αὐτή τῶν ἁγίων τόπων γιά ἕνα ὀρθόδοξο χριστιανό συνιστᾶται ὡς ἐνισχυτική, βοηθητική  κι ἐμπεδωτική τῆς πίστεως, ὄχι ὅμως κι ὡς ἕνας ἀπό τούς ὅρους γιά τή σωτηρία, ὅπως θεωρήθηκε ἀργότερα στό Ρωμαιοκαθολικισμό οὔτε πάλι ὡς ἀπορριπτέα, ὅπως στόν Προτεσταντισμό.

Χαρακτηριστικά πατερικά κείμενα, πού ἀπηχοῦν τή συνείδηση τῆς ἐκκλησίας γιά τούς ἁγίους τόπους ἀποτελοῦν τά κάτωθι ἀποσπάσματα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων στίς Κατηχήσεις του οἱ ἅγιοι τόποι εἶναι οἱ μάρτυρες τῆς ἱστορικότητας τῶν θείων γεγονότων: «Μαρτυρεῖ ὁ μακάριος τῆς φάτνης τόπος….. Μαρτυρεῖ ὁ Ἰορδάνης ἐν ποταμοῖς…… Μαρτυρεῖ θάλασσα Τιβεριάδος ἐν θαλάσσαις…… Τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν μαρτυρεῖ το Ἅγιον» ( Ἁγ. Κυρίλλ. Ἱεροσ., Κατηχ. Φωτιζ. Ί, 19).

Παρόμοια στούς «ἐν Ἱεροσολύμοις τόπους» βλέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τά «σύμβολα τῆς διά σαρκός ἐπιδημίας τοῦ Κυρίου (Περί τῶν ἀπιόντων εἰς Ἱεροσόλυμα, Ἔκδ. Jaeger, VIΙ, Ι, ΙΙ, σ. 14, στ. 12), βλέπει «τά γνωρίσματα καί τά ὑπομνήματα τῆς τοῦ δεσπότου ὑπέρ ἡμῶν φιλανθρωπίας» (Ταῖς κοσμιωτάταις, ἔκδ. Jaeger, τόμ. VIΙ, ΙΙ, σ. 20, στ. 1 καί στ. 22-23). Ἡ χαρά του ἐκ τούτου εἶναι μεγάλη. Ἀκόμη ὅμως μεγαλύτερη εἶναι ἡ χαρά του, ὅταν βλέπει «ἐναργῆ τά σημεῖα» τῶν ἁγίων τόπων στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, γιατί πιστεύει ὅτι « ἡ Βηθλεέμ, ὁ Γολγοθᾶς, ὁ Ἐλαιών, ἡ Ἀνάστασις εἶναι ἀληθῶς ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ τόν Θεόν ἔχοντος.» (Ἔνθ. ἀνωτ., στ. 8-9). Ἡ γεωγραφική θέση καί γλωσσική σημασία καί γνώση τῶν ἁγίων τόπων χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ὡς βάθρο γιά τή μετάβαση στήν πνευματική-ἀλληγορική ἑρμηνεία τους. Ἔτσι π.χ. στήν Ζ́ ὁμιλία του στόν Ἐκκλησιαστή μᾶς πληροφορεῖ γιά τό Ὄρος Σιών ὅτι εἶναι «ὄρος τῆς τῶν Ἱεροσολύμων Ἄκρας ὑπερφαινόμενον» ( Ἔκδ. Jaeger, τόμ. V, σ. 398, στ. 12-13 ), τό ὁποῖο μᾶς «προτρέπει νά φθάσωμεν εἰς τήν ἀκρόπολιν τῶν ἀρετῶν, ἥν τῷ ὀνόματι Σιών παραδηλοῖ δι᾿ αἰνίγματος» (ἔνθ. ἀνωτ., στ. 14-16). Πάλι τά ὄρη Βαιθήλ, πού σημαίνουν στήν Ἑβραϊκή διάλεκτο τόν οἶκο Θεοῦ, δηλώνουν κατά τόν αὐτό πατέρα «τόν ὑψηλόν καί οὐράνιον βίον» (Λόγ. έ, ἔκδ. Jaeger, τόμ. VI, σ. 143, στ. 13-16). Οἱ δύο πηγές τοῦ Ἰορδάνη Σενίρ καί Ἑρμών «ὑποφαίνουν τό μυστήριο τῆς ἀναγεννήσεως, ἐπειδή τό ἐκ τῶν πηγῶν τούτων ρεῖθρον ἀρχή γέγονε τῆς πρός τό θεῖον ἡμῶν μεταποιήσεως.» (Λόγ. ζ́, Jaeger, τόμ.VI, σ. 250, στ. 10).

Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τό Δαμασκηνό οἱ ἅγιοι τόποι θεωροῦνται καί τόποι Θεοῦ, ἐπειδή σ᾿ αὐτούς «ἔκδηλος ἡμῖν γέγονε ἡ αὐτοῦ ἐνέργεια εἴτε διά σαρκός εἴτε ἄνευ σώματος» (Ἔκδ. Ὀρθοδ. πίστεως, 13, 24-26).

Ἐφόσον οἱ ἅγιοι τόποι ἔχουν αὐτή τή θεολογική σημασία στή συνείδηση τῆς ἐκκλησίας, εἶναι ἑπόμενο νά ἔχουν ἀποτελέσει διά μέσου τῶν αἰώνων τό ἀντικείμενο τῆς εὐσεβείας, ἐπισκέψεως, προστασίας καί βοηθείας τῶν ἁπλῶν χριστιανῶν ἀλλά καί πατριαρχῶν, βασιλέων, αὐτοκρατόρων καί κρατῶν. Πολλές φορές ἔγιναν καί τό πεδίον διαμαχῶν καί διαπληκτισμῶν τῶν διαφόρων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν μεταξύ τους. Σήμερα μπορεῖ κανείς, νομίζω, νά πεῖ ὅτι εἶναι ἁρμονικότερη ἡ συμβίωση σ᾿ αὐτούς μέ γνώμονα τήν προσπάθεια τήρησης τοῦ στατυσ ρυο.

Οἱ ἄνθρωποι στό ροῦ τῆς ἱστορίας τους ἄλλοτε μεγαλούργησαν κι ἄλλοτε ἐγκλημάτησαν στούς ἁγίους τόπους καί γιά χάριν τῶν ἁγίων τόπων. Ἀνεξάρτητα ἀπό τή συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων τό βέβαιο εἶναι ὅτι τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο στούς ἁγίους τόπους εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κι ἡ συγκατάβασή του γιά τόν ἄνθρωπο, ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρός τό συνάνθρωπο κι ἡ ἀνεκτικότητα πρός τόν πλησίον. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἱερουσαλήμ κι οἱ ἅγιοι τόποι της ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τούς ὀπαδούς τῆς κάθε θρησκείας καί τούς χριστιανούς τῶν περισσσοτέρων ὁμολογιῶν, ἀλλ᾿ ἐξ ἴσου εἶναι ἀλήθεια ὅτι «πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. 4, 24) καί ὅτι «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23(24), 1).

Ἱεροσόλυμα, 7.7.01

Τhe Israel Interfaith Association. Focus Jerusalem- its Holy Places.