1

Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ: Η ΠΡOΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι ἡ Χριστιανορθόδοξη χρονική περίοδος τῆς νηστείας καί τῆς πνευματικῆς, ψυχικῆς καί σωματικῆς προετοιμασίας τῶν πιστῶν γιά τό Ἅγιο Πάσχα. Ὀνομάστηκε Τεσσαρακοστή, σέ ἀνάμνηση τῆς νηστείας τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν ἔρημο, ἡ ὁποία εἶχε διαρκέσει σαράντα ἡμέρες. Εἶναι ἡ ἀρχαιότερη ἀπό ὅλες τίς μεγάλες νηστεῖες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καθιερώθηκε τόν 4ο μ.Χ. αἰῶνα. Ἀρχικά διαρκοῦσε ἕξι ἑβδομάδες, ἐνῶ ἀργότερα προστέθηκε καί ἄλλη μία ἑβδομάδα. Διαρκεῖ συνολικά 48 ἡμέρες, μαζί μέ τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ξεκινᾶ τήν Καθαρά Δευτέρα καί τελειώνει τό Μεγάλο Σάββατο.

Βέβαια, ἡ ὀνομασία Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἤ Μεγάλη Σαρακοστή, δέν ὀφείλεται στή μεγάλη διάρκειά της, ἀλλά στήν μεγάλη σημασία τοῦ κοσμοσωτηρίου γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, καί σέ ἀνάμνηση τῶν παθῶν Του. Μέσα σέ αὐτό τό στάδιο τῶν ἀγώνων, μέ τή νηστεία, τήν ἐξομολόγηση, τήν προσευχή, τήν ἐλεημοσύνη, τίς συχνές ἀκολουθίες, καί ὅλα τα πνευματικά παλέματα προετοιμάζεται ὁ κάθε Χριστιανός γιά νά ἀναστηθεῖ κι αὐτός ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες του.

Καί, με τη βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ξεκινᾶ αὐτό τό πνευματικό μας ὁδοιπορικό πρός τό Ἅγιο Πάσχα. Ἐγκαινιάζεται ἡ προετοιμασία μας μέ τό τριήμερο, πού εἶναι οἱ τρεῖς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Τρεῖς ἡμέρες ἀπόλυτης νηστείας, ἀσιτίας, χωρίς καθόλου φαγητό καί νερό, κυρίως στή λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, στό γυναικεῖο κοινόβιο στή Βηθανία, ἀλλά καί σέ ἄλλα μοναστήρια τῶν Ἁγίων Τόπων. Εἶναι δύσκολό το τριήμερο αὐτό. Δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση, ἀλλά βοηθᾶ μέ τόν καλύτερο τρόπο στήν ἔναρξη τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα. Μοιάζει μέ πένθος, μιάς καί κόβονται ἐντελῶς οἱ σωματικές μας δυνάμεις καί τό μυαλό μας περιορίζεται μόνον στά πνευματικά. Οὔτε διακονίες, οὔτε διακονήματα τίς τρεῖς αὐτές πρῶτες ἡμέρες, παρά μόνον προσευχή καί ἀκολουθίες.

Ἔτσι λοιπόν, ἡ Καθαρά Ἑβδομάδα, ἤ ἡ Καθαροβδομάδα ὅπως ἐπίσης λέγεται -ἐπειδή οἱ πιστοί «καθαίρονται διά τῆς νηστείας»- εἶναι ἡ ἀρχή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Μᾶς εἰσάγει σέ μιά περίοδο μετανοίας καί ἀποτοξίνωσης -σωματικῆς καί ψυχικῆς- μέ μοναδικό προσανατολισμό τόν Θεό καί τό Ἅγιο Πάσχα.

«Μετανοίας καιρός καί δεήσεως ὥρα», ὅπως λέει καί τό τροπάριο.

Ὅσοι, ἐδῶ στήν Ἁγία Γῆ, ζήσαμε καί προλάβαμε τούς παλαιούς ἁγιοταφίτες πατέρες, τόν γέροντα Σεραφείμ τόν Σαββαϊτη, τόν γέροντα Θεοδόσιο τῆς Βηθανίας, τόν π. Σωφρόνιο τόν τυπικάρη τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ἀλλά καί πολλούς ἄλλους, διαπιστώσαμε πόσο πιστοί τηρητές ἦταν τῶν ἱερῶν κανόνων, τῆς νηστείας καί τοῦ ἱεροῦ πηδαλίου.

Ὁ π. Σεραφείμ νήστευε μέχρι τά 102 τοῦ χρόνια, ὁ μοναχός π. Φιλάρετος ὁ Κύπριος μέχρι τά 89 τοῦ χρόνια, ὁ π. Δαμασκηνός στόν Ἅγιο Σάββα μέχρι τά 90 του χρόνια, ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλά καί πόσοι ἄλλοι διακριτικοί πατέρες τῶν Ἱεροσολύμων…

Ἴσως σέ πολλούς φανεῖ ὡς ὑπερβολή, ὅμως ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν ἁγιοταφίτες πατέρες πού νήστευαν καί νηστεύουν μέ πλήρη ἀποχή ἀπό τροφή καί νερό ὅλη τήν πρώτη ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί κοινωνοῦσαν καί κοινωνοῦν τό πρῶτο Σάββατο τῶν Νηστειῶν.

Ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ὡς ἀμαθεῖς καί ἀρχάριοι τους ρωτούσαμε: «Γιατί ἄραγε τόση ὑπερβολή στή νηστεία;».

Καί ἐκεῖνοι μᾶς ἀπαντοῦσαν τόσο σοφά καί πατερικά: «Διότι, ὅσο ὁ ἔξω ἄνθρωπος φθείρεται, τόσο ὁ ἔσω ἄνθρωπος -τουτέστιν ἡ ψυχή- ζωογονεῖται καί τρέφεται! Ὅσο παιδεύουμε τή σάρκα καί τήν κοιλία, τόσο ὠφελεῖται τό πνεῦμα». «Καλύτερα», ἔλεγαν, «νά φονεύσω ἐγώ τή σάρκα, παρά ἡ σάρκα νά φθείρει τήν ψυχή μου πού εἶναι ἀθάνατη!».

«Νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή οὐράνια χαρίσματα λαβών». Καθώς καί «ἐγκράτεια, ἐκγύμνασις καί τῆς τροφῆς λιτότης καί ἔγερσις ἑωθινή ἐστι μακροβιότης».

Ἦταν θυμάμαι Καθαροβδομάδα τοῦ 1995. Ἕνα μικρό γκρούπ Ἑλλήνων προσκυνητῶν εἶχε ἐπισκεφθεῖ, στή Μονή τῶν Ποιμένων, τόν γέροντα Σεραφείμ. Τούς ἔλεγε λοιπόν, μεταξύ ἄλλων: «…μήν εἶστε παιδιά μου πλεονέκτες, γιατί ἡ πλεονεξία θά φέρει κακό, θά ἐπιφέρει κρίση! Γιατί; Διότι αὐτό πού περισσεύει δέν εἶναι δικό σου, δέν εἶναι δικό μου, ἀλλά εἶναι τοῦ πτωχοῦ, εἶναι τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ ἀρρώστου, τοῦ φυλακισμένου ἤ ὅποιου ἄλλου ἔχει ἀνάγκη. Δέν εἶναι γιά τίς τράπεζες τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά γιά ἀποταμίευση μέσω ἐλεημοσυνῶν στίς τράπεζες τῶν οὐρανῶν!». Πόσο ἐπίκαιρα εἶναι στίς ἡμέρες μας τά λόγια τοῦ γέροντα Σεραφείμ,; Πόσο ἀληθινά ἀκούγονται τά λόγια του, ἐδῶ πού ἔχουμε φθάσει παγκοσμίως;

Μόλις ἔμπαινε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή μᾶς προέτρεπαν οἱ πατέρες σέ ἀκόμα περισσότερη προσευχή. Μᾶς προέτρεπαν σέ ἐντονότερη ἀνάγνωση καί μελέτη τῶν θείων γραφῶν, τῶν συναξαρίων, τῶν βίων τῶν ἁγίων μας. «Εἶναι σπουδαία τροφή», μᾶς ἔλεγαν, «τροφή θρεπτική-βιταμινούχα τῆς ψυχῆς».

Εὐλογημένοι μας ἀδελφοί,

δί’ εὐχῶν ὅλων των ἁγίων, εἴθε αὐτή ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή πού ξεκινᾶ νά εἶναι σαρακοστή νέας ἀρχῆς, κάθαρσης, ἁγιασμοῦ, μετανοίας εἰλικρινοῦς, θέωσης καί ψυχοσωματικῆς μας ἀνάτασης καί ἀνάστασης ἀπό τήν κάτω Ἱερουσαλήμ πρός τήν ἄνω.

Ἀμήν, γένοιτο.

Συγγραφεύς: Ἀρχιμανδρίτης Ἰγνάτιος, Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ποιμένων, Βηθλεέμ




Η ΣΕΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΑΠΟ ΑΡΧΑΙΟΤΑΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ.

Ιστορικά στοιχεία σχετικά με την σεισμικότητα της περιοχής των Ιεροσολύμων και η καταγραφή των σημαντικοτέρων σεισμών μέχρι τον 20ο αι.

 Υπό του Δρ. Αρχιτέκτονος του ΥΠ.ΠΟ., κ. Μητροπούλου Θεοδοσίου,

Διευθυντού του Τεχνικού Γραφείου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.

«…Η ιστορία διετήρησεν ημίν την ανάμνησιν πολλών σεισμών, καταστρεψάντων ολοκλήρους πόλεις εν τε τη Συρία και Παλαιστίνη. Ο προφήτης Ζαχαρίας (Ζαχ. Ιδ’,5.) αναφέρει μέγαν τινά σεισμόν, όστις εγένετο επί της βασιλείας Οζία βασιλέως Ιούδα. Ο σεισμός ούτος διεσώθη 250 έτη  εν τη μνήμη των ανθρώπων, και επ΄αυτού έλαβεν αρχήν νέα χρονολογία, όπερ αποδεικνύει ότι ήν μέγιστος. Ο Ιώσηπος ιστορεί ότι επί Ηρώδου, εν καιρώ της εν Ακτίω μάχης, συνέβη σεισμός, υφ’ ού απώλοντο δέκα χιλιάδες ανθρώπων…», (Βενιαμίν Ιωαννίδου, Προσκ. Κεφ. Α’, § 5).

Από άλλες ιστορικές πηγές μαθαίνουμε ότι κατά την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.) οι περιοχές της Παλαιστίνης πολύ συχνά, έφεραν σεισμούς σχεδόν κάθε χρόνο με ανυπολόγιστες καταστροφές (Gibbon hist. VII. Ritter Erdkunde II. P.338).  Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα πολλοί συγγραφείς έγιναν μάρτυρες τέτοιων σεισμών. Από τον Γουλιέλμο Τύρου έχουμε την πληροφορία ότι μετά τον σεισμό του 1169 έχουμε επανάληψη σεισμικών δονήσεων και καταστροφών σχεδόν ανά τετραετία. Από τις ιστορικές πληροφορίες του Άραβα ιατρού Αβδουλλατίφ (Ιστορία της Αιγύπτου – Μετάφρ.του Silv. de Sacy, σελ. 415), μαθαίνουμε ότι ο σεισμός του 1202 κατέστρεψε όλες τις πόλεις των παραλίων της Γαλιλαίας. Από τον καταστροφικό σεισμό του 1759 έχασαν την ζωή τους 20.000 κάτοικοι της περιοχής αυτής, ενώ από τους σεισμούς του 1836 τρομερές καταστροφές υπέστησαν οι πόλεις της Τιβεριάδος και γενικά της Γαλιλαίας. Το πλέον επικίνδυνο σεισμικό κέντρο είναι η Νεκρά θάλασσα, που από αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα μας έχει δώσει σημαντικούς σεισμούς.

Επίσης σπουδαία στοιχεία σχετικά με την ιστορία των σεισμών στην περιοχή αυτή μπορεί να εξαγάγει κανείς από την ιστορική μελέτη των καταστροφών, λόγω σεισμών, που έχει υποστεί διαχρονικά η Ι. Μονή του Αββά Γερασίμου. Το μνημείο αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο της πλέον σεισμογόνου περιοχής της Παλαιστίνης, που είναι ο κόλπος της Άκαμπα και ο πυθμένας της λίμνης της Νεκράς Θαλάσσης. Οι διαδοχικές ζημίες που αυτό έχει υποστεί οικοδομικά, βρίσκονται σήμερα καταγεγραμμένες στους κώδικες της Μονής και αποτελούν άριστο υλικό ιστορικής έρευνας. Τα τελευταία χρόνια τα σεισμικά αυτά κέντρα, μας έχουν δώσει σημαντικές σεισμικές δονήσεις, όπως αυτή του 2004.

Από τη διαχρονική περιγραφή των ιστορικών στοιχείων που αναφέρονται σχετικά για το συγκεκριμένο αυτό μνημείο της Ιεράς Μονής του Αββά Γερασίμου, έχει παρατηρηθεί επανειλημμένα κατά χρονικά διαστήματα ξαφνική ερήμωση και εγκατάλειψη της Μονής, ενώ στην συνέχεια ακολουθούν ανακαινιστικές εργασίες. Από την παρατήρηση και ερμηνεία του φαινομένου αυτού μπορεί να εξαγάγει κανείς θετικά και ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την κατ΄ επανάληψη καταστροφική επίδραση της σεισμογενούς αυτής περιοχής πάνω στο μνημείο. Καταλήγουμε λοιπόν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η Μονή είχε ανακαινισθεί πολλές φορές, ειδικά τα τελευταία 200 χρόνια, λόγω των σοβαρών ζημιών που προκαλούσαν οι εκάστοτε σεισμοί, εάν μάλιστα λάβει κανείς υπ’ όψη ότι μόνο το 1800 έχουν καταγραφεί επίσημα 150 σεισμοί, που όλοι προέρχονται από την ίδια σεισμογόνο περιοχή. Από τους σεισμούς αυτούς οι σπουδαιότεροι είχαν προκληθεί το 1545 (Πτώση του κωδωνοστασίου του Ι.Ν. της Αναστάσεως), το 1834, το 1836, (Ζημίες στην περιοχή της Γαλιλαίας,Τιβεριάδος, Σαφάδ) και το 1927.

Σημαντική είναι η συμβολή στην μελέτη των σεισμών αυτών από τον Έλληνα Μαθηματικό καθ. Γ. Λ. Αρβανιτάκη  (1899), του οποίου η έρευνα (Συμβολή εις την μελέτην των σεισμών Συρίας και Παλαιστίνης) είναι βασισμένη στις μελέτες διακεκριμένων επιστημόνων της εποχής του όπως οι Dr Max Blanckenhorn, Kitto, Stanley, Sauley, Lortet, Chichester Ηart κ.ά.

Από την σημαντική αυτή μελέτη έχουμε πληροφορίες σχετικά με τους σεισμούς που πραγματοποιήθηκαν διαχρονικά στις περιοχές της Συρίας και Παλαιστίνης από τους βιβλικούς χρόνους μέχρι τα τέλη του 19ου αι.

Ας δούμε πώς έχει εξελιχθεί διαχρονικά η ιστορία η σχετική με την καταγραφή και περιγραφή των σεισμών στην ευπαθή αυτή περιοχή της Παλαιστίνης μέχρι σήμερα.

Στο δεύτερο μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα έχουμε ισχυρότατους σεισμούς με ανυπολόγιστες καταστροφές και συγκεκριμένα το 365, 394, 396 και το 447 με επίκεντρα την Κωνσταντινούπολη, Συρία και Αλεξάνδρεια. Το 457, 458, 500, 525 (επί Ιουστίνου), 526, 528- 565, 583 (επί Ιουστινιανού) καταστρέφονται πολλές πόλεις και συγκεκριμένα οι: Αχαΐα, Βοιωτία, Αντιόχεια, Λαοδίκεια, Σιδώνα, Βηρυτός, Τρίπολις, το βόρειο τμήμα της Παλαιστίνης, Αραβία, Μεσοποταμία, Φοινίκη, Λίβανος και Νικομήδεια. Το 748 (Κωνσταντίνος Κοπρώνυμος) και την περίοδο 758-775 με επίκεντρο  τα Ιεροσόλυμα θα καταγραφούν ζημίες στο τέμενος του Ελ-Άκσα (Ναός της Θεοτόκου επί Ιουστινιανού), όπου τα πολύτιμα διακοσμητικά μέταλλα του μνημείου αυτού θα χρησιμοποιηθούν για την κοπή νομισμάτων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δαπάνες για την επισκευή του. Οι ζημίες που είχε υποστεί το μνημείο αυτό ήταν τόσο εκτεταμένες, ώστε χρειάστηκε να ανακατασκευαστεί σε νέο σχέδιο μεγαλυτέρων διαστάσεων.

Άλλη επίσης σημαντική περίοδο σεισμών για τα Ιεροσόλυμα έχουμε το 846 και το 1034, οπότε τα τείχη των Ιεροσολύμων σε πολλά σημεία θα καταρρεύσουν «….κατ΄ αυτόν η μάλλον παθούσα ήν η Αγία πόλις ιδούσα εν πολλοίς τα τείχη της πίπτοντα….εν Ασκάλονι ο φάρος έπεσεν….» (Ημερολ.των Ιεροσολύμων, σ.167). Θα πρέπει την περίοδο αυτή να είχε υποστεί σοβαρές ζημίες και ο Ι.Ναός της Αναστάσεως. Το 1060 από νέο σεισμό θα καταστραφεί εκ νέου η στέγη του Ελ-Άκσα  στα Ιεροσόλυμα, οπότε και θα ανακαινισθεί.

Το 1098 και το 1113 νέοι σεισμοί θα μεταβάλουν σε ερείπια την Παλαιστίνη και την Συρία, δεδομένου ότι η διάρκεια των σεισμών ήταν πολύ μεγάλη (5 μήνες). Το 1160 νέος σεισμός με επίκεντρο τα Ιεροσόλυμα θα προκαλέσει σοβαρές ζημίες στην Ι.Μ. του προφήτη Ηλία μεταξύ Βηθλεέμ και Ιεροσολύμων και θα χρειαστεί η γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ του Κομνηνού για την ανοικοδόμηση της Μονής. Οι σεισμοί του 1166,1168,1170, όπως αναφέρει ο Γουλιέλμος ο Τύρου, θα προκαλέσουν μεγάλες καταστροφές, όπως την ερείπωση της Ι. Μονής του Προδρόμου στον Ιορδάνη, η οποία στην συνέχεια θα ανοικοδομηθεί εκ βάθρων από τον Μανουήλ τον Πορφυρογέννητο, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ιωάννη Φωκά. Ο σεισμός της 21ης  Μαΐου του 1202 (περίοδος κατά την οποία η 5η Σταυροφορία βρίσκεται σε εξέλιξη), θα πρέπει να ήταν από τους πλέον σημαντικούς, ένεκα της μεγάλης έκτασής του (σε Αίγυπτο, Συρία και Παλαιστίνη) και του μεγάλου μεγέθους ζημιών. Στον σεισμό αυτό έχουν αναφερθεί πολλοί συγγραφείς της εποχής, όπως ο Βερώνιος, ο Άγιος Αντωνίνος κ.ά.

Στην συνέχεια παρατίθεται ένα απόσπασμα από την περιγραφή που μας έχει αφήσει ο Άραβας ιστορικός Αβδουλατίφ στο σύγγραμμά του «Έρευναι εν Αιγύπτω» (μετφ.από τον Silvestre de Sacy 1810 και αναφ.του Gauthier du Chancelier, Biblioth.des Crois.t.III 258) «Το τελευταίον έτος του αιώνος τούτου προηγγέλθη ωσεί τέρας ερχόμενον το παν να καταβροχθίση. Όταν η πείνα ήρξατο γινομένη ισχυρώς αισθητή ο λαός κατεδικάσθη να τρέφηται από χόρτα των αγρών ξηρά και κόπρους ζώων. Οι μάλλον πτωχοί ανέσκαπτον τους νεοσκαφείς τάφους και τα κοιμητήρια, αρπάζοντες από των σκωλήκων το στόμα τα πτώματα. Γενικευθείσης δε της μάστιγος οι πληθυσμοί των τε πόλεων και εξοχών, οιονεί διωκόμενοι υπ’ αοράτου εχθρού, έφευγον εν άταξία πλανώμενοι πανταχού εν ταις γωνίαις νεκροί ή θνήσκοντες. Η ανθρωποφαγία κατέστη συνήθης…..αι δονήσεις ωμοίαζον κινήσεις κοσκίνου ή πτηνού υψούντος και ταπεινούντος ταχέως τας πτέρυγας έν πτήσει. Η ύψωσις της θαλάσσης και η ταραχή των κυμάτων παρείχον παράξενον θέαμα. Τα πλοία και πληθύς ιχθύων ευρίσκοντο αιφνιδίως εις τήν ξηράν». Οι σεισμοί θα συνεχιστούν με αμείωτη ένταση το 1204,1236,1254 και 1287 με μεγάλες απώλειες έμψυχου και άψυχου υλικού, «…τάς ζημίας και τα θύματα μόνον ο θεός γιγνώσκει…».

 Οι σεισμοί του 1290, 1355 (7-9 δονήσεις καθ’ εκάστη) και του 1374 ήταν σχετικά ελαφρότεροι σε ζημίες, αλλά με υψηλή συχνότητα δονήσεων. Τον 15ο αι. σημειώθηκαν δύο σημαντικοί σεισμοί, ένας το 1457 και ένας το 1481 με χιλιάδες νεκρούς (32.000 και 30.000 αντίστοιχα).

Τον 16οαι. έχουν αναφερθεί σημαντικοί σεισμοί, όπως εκείνοι του 1577, 1582 (με 15.000 νεκροί) και 1598 με επίκεντρο τη λίμνη Βάν, Αρμενία, Συρία , Παλαιστίνη και περιοχή του Ευφράτη ποταμού. Φαίνεται ότι ο σεισμός του 1545 που προκάλεσε την πτώση του τρούλλου του κωδωνοστασίου του Ι. Ναού της Αναστάσεως ήταν μικρής εντάσεως, δεν έγινε αισθητός στη μείζονα περιοχή, διότι είναι πολύ πιθανό να προερχόταν από το σύνηθες επίκεντρο της Νεκράς Θαλάσσης. Η πτώση όμως του τρούλλου του κωδωνοστασίου πρέπει να προήλθε όχι από την ένταση του σεισμού αυτού, αλλά από το γεγονός ότι ο οικοδομικός οργανισμός του κτιρίου ήταν ήδη ρηγματωμένος σοβαρά από προγενέστερους σεισμούς μεγάλης έντασης και διάρκειας, στους οποίους έχω ήδη αναφερθεί παραπάνω. Οι πρόσφατες έρευνες στον οικοδομικό οργανισμό του μνημείου αυτού, έχουν φέρει στο φώς πολύ παλαιότερες ρηγματώσεις, που είχαν σφραγιστεί επιφανειακά κατά τη διάρκεια στερεωτικών επεμβάσεων. Πολλές από τις ρηγματώσεις αυτές που είναι διαμπερείς, έχουν εύρος που κυμαίνεται μεταξύ 1-20 εκ. και εκτείνονται κατακόρυφα κατά μήκος του κατακόρυφου άξονα του κωδωνοστασίου.

Τον 17ο αι. έχουμε δύο σημαντικούς σεισμούς, ένα το 1641 και άλλον το 1648 στις ίδιες πάντοτε περιοχές .Οι σεισμοί αυτοί προκάλεσαν πολλά θύματα και υλικές ζημίες, είχαν μεγάλη διάρκεια δονήσεων και επανάληψης των σεισμικών φαινομένων που είχαν διάρκεια ακόμη και 5 μήνες. «Οι διαφυγόντες τον θάνατον έθαπτον τούς νεκρούς τών περί αύτούς ανά δεκάδας εντός κοινών λάκκων…ο δε σεισμός διήρκησεν επί 8 ημέρας, καθ΄ άς εσείετο ή γη ώς πλοίον εν τρικυμία θαλάσσης.. παρά δέ τινί μονήν γήπεδον εκτάσεως αγρού εβυθίσθη καί κατεπόθη εν οπή απυθμένω, εξ ής ανέβλυσε μέλαν ύδωρ και εσχημάτισε λίμνην…μία Εκκλησία εξετοπίσθη επί πολλά μέτρα, άλλη δε δόνησις τήν κατέρριψε»,  (Ημερολ. Ιεροσολ.σ.175).

Τον 18ο αι. επίσης στις περιοχές της βόρειας Παλαιστίνης και Συρίας (Χαλέπι, Τρίπολις, Δαμασκός, Άκκρη, Σιδώνα και Γαλιλαία) θα προκληθούν σεισμικές δονήσεις, εκ των οποίων θα καταγραφεί αυτή της 10ης Ιουνίου του 1759, διαρκείας 1 λεπτού και άλλη ασθενεστέρα, διαρκείας 15 δευτερολέπτων (περιγρ. από τους Volney,Patrick Russel, με θύματα 20.000 νεκρούς). Στην συνέχεια οι σεισμοί του 1769 και 1783 κατέστρεψαν περιοχές της Άνω Γαλιλαίας, όπως την Σαφέτ «…..κινήσασα τούς κώδωνας  (τρούλλους) των οικιών…», ενώ ο σεισμός του 1802 που είχε μεγάλη ένταση, έγινε αισθητός και προκάλεσε ζημίες στην Ιουδαία.

Τον 19ο αι. σχεδόν όλοι οι σεισμοί πλήττουν την Παλαιστίνη και ειδικά τη Γαλιλαία, με εξαίρεση αυτόν του 1822, που θα καταστρέψει το 75% των κατοικιών και θα φονεύσει το 33% των κατοίκων στο Χαλέπι .  Το 1830 και 1837-8,  οι σεισμοί θα πλήξουν ολόκληρη την Παλαιστίνη και τα Ιεροσόλυμα, θα προξενήσουν δε ζημίες στον Ι. Ναό της Αναστάσεως «Εν Ίεροσολύμοις τό ημέτερον Πατριαρχείον επισκευάζει τόν εκ σεισμού τότε παθόντα τρούλον τού ναού τής Αναστάσεως. Τότε δέ κατέρρευσε καί ο εν Αγίω Σάββα υπό τό σπήλαιον του Δαμασκηνού Ίωάννου ομώνυμος αυτώ πύργος» …..όπ.παρ.σ.177).

Στην πόλη Σαφέτ θα σκοτωθούν 5.000 κάτοικοι από τους 9.000, θα καταστραφεί το φρούριο της Τιβεριάδας, «…τότε ενέδυσε εν τή Νεκρά Θαλάσση νησίς εξ ασφάλτου, ήν εμπορεύσαντο οι Βεδουΐνοι» και θα καταστραφεί ολοσχερώς η πόλη της Γιάφφας (αρχαία Ιόππη) .

Ο σεισμός του 1927 προκάλεσε στον Ι. Ναό της Αναστάσεως σοβαρές ζημίες, με τη δημιουργία σοβαρών ρηγμάτων στη λιθοδομή του μνημείου και ειδικά στον τρούλλο του Καθολικού και στο κωδωνοστάσιο. Έτσι χρειάστηκε η επέμβαση της τότε Αγγλικής Αρμοστείας, η οποία προέβη σε υποστηλωτικές και στερεωτικές επεμβάσεις σε ολόκληρο το μνημείο.  Επίσης καταστράφηκε ολοσχερώς και ο τρούλλος του Αγίου Κωνσταντίνου.  Το  1937  θα ανακατασκευαστεί ο τρούλλος του Καθολικού με την τότε συνδρομή του Ελληνικού  Έθνους.

Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Αραβο-Ισραηλινής διενέξεως, το 1955 θα συσταθεί το κοινό Τεχνικό Γραφείο μεταξύ των τριών δικαιούχων θρησκευτικών Κοινοτήτων, ήτοι κατά σειρά προτεραιότητας, με το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο, την Λατινική Κουστωδία της Αγίας Γης και το Αρμενικό Πατριαρχείο. Το Γραφείο αυτό υφίσταται μέχρι σήμερα, με σκοπό την αντιμετώπιση των εργασιών αποκατάστασης του μνημείου του Ιερού Ναού της Αναστάσεως.

Το 2008 έγινε κατανοητό από τις  δικαιούχες Θρησκευτικές Κοινότητες ότι ο Ι. Ναός της Αναστάσεως θα πρέπει να θωρακιστεί έναντι των καταστροφικών σεισμών που πλήτουν περιοδικά την Αγία Γή.  Έτσι, με κοινή συμφωνία ανατέθηκε η συγκεκριμένη διαγνωστική μελέτη κατά πρώτον στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, σε συνεργασία με τον αντίστοιχο Ελληνικό φορέα (Ε.Μ.Π.), ο οποίος για λόγους γραφειοκρατικούς ενεργοποιήθηκε πρόσφατα.  Η μελέτη των Ιταλών έχει σήμερα ολοκληρωθεί και κατατέθηκε στις τρεις Κοινότητες, ενώ η επιστημονική ομάδα του Ε.Μ.Π., που απαρτίζεται από τους καθηγητές κ. Αντωνία Μοροπούλου, κ. Κωνσταντίνο Σπυράκο και πολυμελή ομάδα ειδικών μηχανικών και σεισμολόγων, με τον απαραίτητο εξοπλισμό, προέβη πρόσφατα στη λήψη επιστημονικών μετρήσεων στο μνημείο, προκειμένου αυτή να εκπονήσει σχετική διαγνωστική μελέτη και έρευνα σεισμικής τρωτότητας του μνημείου. Μετά την ολοκλήρωση των μελετών αυτών, οι επιστήμονες και των δύο πλευρών θα καταλήξουν σε επιστημονικά συμπεράσματα, που θα εξασφαλίσουν στο μνημείο το σωστό τρόπο αντιμετώπισης των ζημιών (συντήρηση-προστασία)  και την αντισεισμική θωράκισή του.

Υπό του Δρ. Αρχιτέκτονος του ΥΠ.ΠΟ., κ. Μητροπούλου Θεοδοσίου,

Διευθυντού του Τεχνικού Γραφείου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων .

ngg_shortcode_0_placeholder

 




Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΙΩΝ ΕΙΣ ΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ.

Η Αγιοταφιτική Αδελφότητα από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού έχει τη μεγάλη ευλογία και τιμή, μέσω μυρίων αντιξοοτήτων, να δίδει την Ορθόδοξη μαρτυρία της χριστιανικής Πίστεως στους Αγίους Τόπους, η οποία συνδέεται άμεσα με το κοσμοσωτήριο γεγονός της παρουσίας του Κυρίου μας. Ανέκαθεν στην πολύπαθη αυτή περιοχή διεξαγόταν αγώνας διατηρήσεως και ενισχύσεως του σταθερού θεμελίου της Πίστεώς μας με συνεχή επαγρύπνηση, θάρρος και μαχητικότητα. Στον αγώνα αυτόν, πρωταρχικό ρόλο έπαιξαν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του Πατριαρχείου μας.

Η Αγιοταφιτική Αδελφότητα ανέκαθεν συντηρεί Σχολές διαφόρων βαθμίδων για τη μόρφωση κληρικών, ικανών να ανταποκριθούν στην υψηλή πνευματική αποστολή της. Από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ου, η Εκκλησία των Ιεροσολύμων διέθετε την περίφημη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, η οποία ανέδειξε πληθώρα διακεκριμένων θεολόγων, μεταξύ αυτών και καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η Αδελφότητα σήμερα διαθέτει την Πατριαρχική Σχολή, η οποία είναι Γυμνάσιο και Λύκειο καθ’ όλα ισότιμη προς τα δημόσια σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης της Ελληνικής Επικράτειας, αναγνωρισμένη από το Κράτος το έτος 1911. Η Πατριαρχική Σχολή ακολουθεί το πλήρες πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας, εμπλουτισμένο με ειδικά μαθήματα, τα οποία καλύπτουν τον ειδικό ρόλο της. Το διδακτικό προσωπικό αποτελούν καθηγητές αποσπασμένοι από την Ελλάδα και την Κύπρο, καθώς και πτυχιούχοι κληρικοί του Πατριαρχείου. Η Σχολή, η οποία διαθέτει και οικοτροφείο, στεγάζεται σε κτίριο του Πατριαρχείου στο λόφο της Αγίας Σιών, λίγα μέτρα από το «Υπερώον», όπου πραγματοποιήθηκε ο Μυστικός Δείπνος και η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.

Το Πατριαρχείο έχει όλη τη φροντίδα των μαθητών και αναλαμβάνει όλες τις δαπάνες τους για τη φοίτησή τους, τη διαβίωσή τους, και, γενικότερα, οποιαδήποτε ανάγκη τους κατά τη διαμονή τους στη Σχολή.

Οι μαθητές, εκτός των ωρών διδασκαλίας, οι οποίες διεξάγονται τις πρωϊνές ώρες, έχουν προγραμματισμένη απογευματινή μελέτη και συμμετέχουν στις μεγαλοπρεπείς τελετές της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Η Σχολή αποτελεί το φυτώριο της Αδελφότητος, από το οποίο θα προέλθουν οι αυριανοί Αγιοταφίτες Πατέρες. Στόχος της είναι η προετοιμασία νέων, ικανών να ανταποκριθούν στην υψηλή αποστολή της εθνικής και πνευματικής κληρονομιάς της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας.

Οι απόφοιτοι της Σχολής, μετά από ελεύθερη προσωπική τους επιλογή, μπορούν να ενταχθούν στην Αδελφότητα και με τη φροντίδα του Πατριαρχείου να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε Ελληνικά ή ξένα Πανεπιστήμια. Μπορούν να λάβουν μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις ή, εφόσον έχουν συμπληρώσει τετραετή τουλάχιστον φοίτηση στη Σχολή, μπορούν να λάβουν μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις των Ομογενών με ευνοϊκούς όρους βαθμολόγησης.

Η Σχολή δέχεται με ιδιαίτερη χαρά οποιονδήποτε μαθητή με ήθος και χριστιανικές αρχές, ο οποίος θα ήθελε να αρχίσει ή να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αγία Πόλη της Ιερουσαλήμ από την Ελλάδα, την Κύπρο ή την ομογένεια του Εξωτερικού.

Αποτελεί ηθικό χρέος όλων μας η με κάθε μέσο στήριξη του θεάρεστου έργου του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, το οποίο έχει βαθειά συναίσθηση ότι η Παιδεία, και μάλιστα η Εκκλησιαστική, συντελεί στην ηθικοπνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου, καθιστώντας αυτόν ελεύθερο και ικανό να αντισταθεί στις σύγχρονες προκλήσεις. Ομοίως, έχει συναίσθηση ότι αυτή καλλιεργεί τον ανθρωπισμό, την αγάπη, την ειλικρίνεια, το σεβασμό προς το συνάνθρωπο, επιτυγχάνοντας το μετασχηματισμό των συνειδήσεων και οδηγώντας τον άνθρωπο στον ορθό δρόμο του Θεού. Για το Πατριαρχείο, η Παιδεία αποτελεί αιώνιο αγαθό, ανώτερο από τον πλούτο, τη δόξα, την ομορφιά, την ευγενική καταγωγή και τη σωματική ρώμη. Παραμένει και συνοδεύει τον άνθρωπο σε ολόκληρη την πνευματική και ηθική ζωή του, παρακινώντας τον σε έργα άφθαρτα και αθάνατα.

Ιεροσόλυμα, 10 Ιανουαρίου 2012

Εκ της Πατριαρχικής Σχολής.

ngg_shortcode_1_placeholder




Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΩΝ ΠΑΝΑΓΙΩΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΑΦΙΤΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ

«Χαῖρε Σιών, Ἁγία Μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν, Θεοῦ κατοικητήριον!»

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σιῶν, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων ἀποτελοῦσε καί συνεχίζει, μέχρι σήμερα, νά ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς παγκόσμιας Ὀρθοδοξίας, τήν Ἱερά Κιβωτό ὅλου του Χριστιανισμοῦ. Εἶναι «ἡ Μήτηρ πασῶν των Ἐκκλησιῶν», εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία διαφύλαξε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ καί διατήρησε στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ρωμηοσύνης τά Πανάγια προσκυνήματα στήν Ἁγία Γῆ, μέ πολλούς δύσκολους καί ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες, διά μέσου των αἰώνων.

Ἡ περίοδος ἀκμῆς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων ἀρχίζει τον 4ο μ.Χ. αἰῶνα, μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης θρησκείας τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους. Ὁ Χριστιανισμός θεμελιώνεται τό 313 μ.Χ. μέ τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (=Μιλάνο) τό ὁποῖο ἐξέδωσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Τότε σταματοῦν οἱ διωγμοί κατά τῶν Χριστιανῶν καί ἡ βασιλομήτωρ αὐτοκράτειρα Ἁγία Ἑλένη ξεκινᾶ, τό 326 μ.Χ., τήν ἀποκατάσταση τῆς Χριστιανικῆς λατρείας στήν Ἁγία Γῆ καί τήν ἀνάδειξη καί καθαγίαση τῶν προσκυνημάτων, μέ τήν ἀνέγερση μεγαλοπρεπῶν ναῶν πάνω σε Ἱερούς Τόπους, στίς πιό σημαντικές τοποθεσίες τίς ὁποίες ἁγίασε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν, ἐπί τῆς γῆς, παρουσία Του. Ἡ Θεοφάνεια (=ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ μέσω τῆς ἐνανθρωπήσεως) εἶναι βασισμένη πάνω σε μία τοπογραφική καί ἱστορική πραγματικότητα, τήν ὁποία κανείς καί ποτέ δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει.

Μέ τά ἐγκαίνια τῶν νεόδμητων βασιλικῶν, στήν Ἱερουσαλήμ (τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως), στή Βηθλεέμ (τῆς Γεννήσεως) καί σέ ἄλλα μέρη (στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, στή Χεβρῶνα κ.α.), ἄρχισαν νά συρρέουν πλήθη πιστῶν ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, μέ σκοπό νά δοῦν καί νά προσκυνήσουν μέ εὐλάβεια καί δέος τούς Θεοτίμητους τόπους, τά Θεοβάδιστα μέρη.

Παράλληλα ὅμως καί τό μοναχικό ἰδεῶδες βρῆκε μεγάλη ἀπήχηση καί ρίζωσε στίς καρδιές πολλῶν εὐσεβῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τέλεια αὐταπάρνηση ἔρχονταν γιά νά ἀφιερωθοῦν θυσιαστικά στή διακονία καί φύλαξη τῶν πανίερων προσκυνημάτων καί καθιδρυμάτων τῆς Ἁγίας Γῆς, ἀλλά καί νά ἀσκητέψουν στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας. Κι ἔτσι ἀπό τόν 4ο μ.Χ. αἰῶνα, ἄρχισε νά ἀναπτύσσεται ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμός πού στόν 6ο μ.Χ. αἰῶνα ἔφθασε στή μεγαλύτερη ἀκμή του.

Ἀπό τό 326 μέχρι τό 630 μ.Χ., στά χρόνια της Βυζαντινῆς κυριαρχίας, κτίστηκαν στήν Ἁγία Γῆ ἀναρίθμητοι ναοί-προσκυνήματα καί μοναστήρια (ὅλων των εἰδῶν), στούς περισσότερους ἱερούς τόπους πού ἦταν συνδεδεμένοι μέ πρόσωπα καί γεγονότα τά ὁποῖα ἀναφέρονταν στήν Ἁγία Γραφή (Παλαιά & Καινή Διαθήκη). Τό παράδειγμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀκολούθησαν καί οἱ διάδοχοί του, οἱ Χριστιανοί αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου, συμβάλλοντας ὄχι μόνο μέ μεγάλες οἰκονομικές ἐνισχύσεις, ἀλλά καί μέ εἰδικά νομοθετικά μέτρα.

Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας τό 451 μ.Χ., ἀναγνωρίζοντας τή θρησκευτική καί προσκυνηματική σπουδαιότητα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, εἶχε ἀναδείξει τήν Ἐπισκοπή Ἱεροσολύμων σέ Πατριαρχεῖο. Ὁ Πατριάρχης ἀναγνωρίστηκε ὡς ἡ ἀνώτερη ἐκκλησιαστική ἀρχή στήν Ἁγία Γῆ. Στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων δόθηκαν τά κυριαρχικά δικαιώματα ὅλων των Παναγίων προσκυνημάτων, καί ἐκεῖνο, στήν προσπάθειά του νά τά διατηρήσει ὡς κανονικός καί νόμιμος διάδοχός των Βυζαντινῶν στήν Ἁγία Γῆ, διαδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στή ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας καί, διατηρώντας τήν ἑλληνική ταυτότητα καί τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, διαμόρφωσε τόν Ἑλληνορθόδοξο χαρακτήρα του.

Τόν Ἑλληνορθόδοξο χαρακτῆρα τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί, κατά συνέπεια, τήν Ἑλληνορθόδοξη μορφή τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων ἀναγνώρισαν καί σεβάστηκαν ὅλοι οἱ μετέπειτα κατακτητές τῆς Ἁγίας Γῆς.

Πολύ σωστά ἔχει λεχθεῖ ὅτι «τά κεκτημένα δίκαια τοῦ Βυζαντίου ἐπί τῶν Ἁγίων Τόπων, διά τῆς ἱδρύσεως ἐπ’ αὐτῶν τῶν Παναγίων προσκυνημάτων, εἶναι δίκαια καί προνόμια τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἄνευ ὑπερβολῆς κληρονομηθέντα ἀπό τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς … ἅτινα οὐχί μόνον ὁ πρῶτος Ἄραψ κατακτητής ἐσεβάσθη καί κατοχύρωσε διά συνθήκης (ἀχτιναμέ), ἀλλά καί οἱ μετέπειτα κατακτηταί τῆς Παλαιστίνης ἐσεβάσθησαν, μέχρι τῶν ἡμερῶν ἡμῶν».

Εἶναι γνωστό ὅτι τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, μέ βάση ἐπίσημα διατάγματα χαλίφηδων καί φιρμάνια σουλτάνων, ἀπολάμβανε ἑνός εἰδικοῦ συστήματος προστασίας καί ἀναγνώρισης τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἐπί τῶν Παναγίων προσκυνημάτων. Ὅπως εἶναι, ὁ περίφημος «Ἀχτιναμές» (=ἰδιόγραφη ὑποχρέωση, διαθήκη) ὁ ὁποῖος ἀναγνώριζε στό «Βασίλειον Γένος τῶν Ἑλλήνων» τή διατήρηση τῶν κυριαρχικῶν δικαιωμάτων του στά ἱερά προσκυνήματα τῶν Ἁγίων Τόπων καί εἶχε δοθεῖ ἀπό τόν χαλίφη Ὀμάρ ἰμπν ἔλ Χαττάμπ (Omar ebn–el–Khattab), το 638 μ.Χ., στόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Σωφρόνιο. Ἤ, πολύ ἀργότερα, τό «Χάτι σερίφ» (=αὐτοκρατορικό διάταγμα) τό ὁποῖο διασφάλιζε τά προνόμια τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καί εἶχε δοθεῖ ἀπό τόν Μωάμεθ Β΄ τόν Πορθητή, τό 1453, στόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἀθανάσιο Δ΄.

Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι ὅλα κυλοῦσαν μέ τίς ἰδανικότερες τῶν συνθηκῶν. Ὅλοι οἱ κατακτητές (Πέρσες, Ἄραβες μουσουλμάνοι, Σταυροφόροι, Ἁγιουπῆδες, Μαμελοῦκοι, Ὀθωμανοί Τοῦρκοι κ.ἄ.), οἱ ὁποῖοι κατέκτησαν τήν Ἁγία Γῆ, μετά τό τέλος τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τήν πλήγωσαν βαριά, ἄφησαν τά ἴχνη τους, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά κάμψουν τό φρόνημα τῶν λιγοστῶν ἡρώων μοναχῶν του Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, πού μέ νύχια καί μέ δόντια διατήρησαν τήν Ἑλληνικότητα καί τήν Χριστιανικότητα τῶν Ἱερῶν προσκυνημάτων τῆς Ἁγίας Γῆς καί δέν ὑπέκυψαν ποτέ καί σέ κανέναν, παρά τίς καταστροφές καί τίς ταπεινώσεις πού ὑπέστησαν.

Μετά τούς Βυζαντινούς χρόνους καί μέχρι τίς ἡμέρες μας, κάτω ἀπό ἀντίξοες συνθῆκες, γίνονταν καί γίνονται συνεχεῖς ἀγῶνες γιά τή φυσική ὑπόσταση καί προστασία τῶν Παναγίων προσκυνημάτων, γιατί κατά καιρούς ξεσποῦσαν φανατικές διενέξεις καί διαμάχες γιά τήν κηδεμονία τῶν προσκυνημάτων, γιά τήν ἀπόκτηση δικαιωμάτων πάνω στά προσκυνήματα ἀπό διάφορες χριστιανικές κοινότητες. Μιά μαύρη σελίδα γιά τόν Χριστιανισμό.

Οἱ τσάροι τῆς Ρωσίας, οἱ Ἕλληνες τῆς Ρουμανίας, καθώς καί κάποιες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, στήριξαν ἠθικά καί ὑλικά το Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ἀναγνωρίζοντας τή νομιμότητα καί τή δικαιοδοσία του στά Πανάγια προσκυνήματα.

Ὅμως ὑπάρχουν στήν Ἁγία Γῆ καί προσκυνήματα τά ὁποῖα ἀποκτήθηκαν ἤ δημιουργήθηκαν μέ νόμιμους καί μή νόμιμους τρόπους καί κάτω ἀπό εἰδικές καταστάσεις καί συνθῆκες, ἀπό ἐκκλησίες μή ὀρθόδοξες, ὅπως ἀπό τά Πατριαρχεῖα τῶν Ἀρμενίων καί τῶν Λατίνων (=Ρωμαιοκαθολικῶν), καθώς καί ἀπό τίς ἀρχιεπισκοπές τῶν Κοπτῶν (=Αἰγυπτίων), τῶν Ἀβησσυνίων (=Αἰθιόπων) καί τῶν Σύρων.

Πῶς μπορεῖ ὅμως κανείς νά ἀμφισβητήσει τό αὐτονόητο; Πῶς μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τήν Ἑλληνικότητα, τόν Ἑλληνικό χαρακτήρα, τῶν Ὀρθοδόξων προσκυνημάτων; Πῶς μπορεῖ νά τό κάνει, ὅταν γνωρίζει ὅτι ὁ πολιτισμός τῶν Βυζαντινῶν χρόνων, ὁ λαμπρότερος ὅλων τῶν πολιτισμῶν, τόν ὁποῖο μας χάρισε ἡ ἐκχριστιανισμένη ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, στήν πραγματικότητα εἶναι ὁ ἐκχριστιανισμένος Ἑλληνικός πολιτισμός; Ὁ ἑλληνισμός πού λειτούργησε πάντοτε, ὡς τό ἅρμα τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Αὐτήν τήν ἀδιάρρηκτη καί ἁρμονική σχέση μεταξύ Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ διέβλεψε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν πληροφορήθηκε ἀπό τούς μαθητές Του Ἀνδρέα καί Φίλιππο ὅτι κάποιοι Ἕλληνες ζητοῦν νά Τόν συναντήσουν, τούς ἀπάντησε: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθεῖ ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου» (Ἰω.12: 20-23). Ὁ ἐρχομός τῶν Ἑλλήνων δηλαδή σήμανε τήν ὥρα γιά νά δοξασθεῖ καί μέσω ἐκείνων. Βέβαια ἡ Δόξα τοῦ Κυρίου μας θά ἐπέλθει πρώτιστα ἀπό τήν ἴδια τή σταυρική Του θυσία καί τήν Ἀνάστασή Του, ἀλλά αὐτό δέν ἀναιρεῖ καί τήν ταυτόχρονη δόξα πού θά Τοῦ προσφέρουν ἐκεῖνοι πού ζήτησαν νά Τόν συναντήσουν.

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, ἐρμηνεύοντας τόν ἀνωτέρω λόγο τοῦ Ἰησοῦ, στό «Περί τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ὡς παιδαγωγοῦ τῶν Ἑλλήνων πρός τόν Χριστιανισμόν» (17 Ἰουνίου 1896), ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Οἱ θεῖοι τοῦ Σωτῆρος λόγοι “νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου”, ὄτε ἀνηγγέλθη Αὐτῷ, ὅτι Ἕλληνες ἤθελον ἰδεῖν Αὐτόν, ἐνεῖχον βαθεῖαν ἔννοιαν. Ἡ ρῆσις ἦν προφητεία, πρόρρησις τῶν μελλόντων. Οἱ ἐκεῖ ἐμφανισθέντες Ἕλληνες ἦσαν οἱ ἀντιπρόσωποι ὅλου τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους. Ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτῶν διεῖδεν ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς τό ἔθνος ἐκεῖνο, εἰς ὅ ἔμελλε νά παραδώσῃ τήν ἱεράν παρακαταθήκην, ἵνα διαφυλαχθῆ τῇ ἀνθρωπότητι.

Τό ἔργον τοῦτο ἀληθῶς ἀνετέθη τῇ Ἑλληνικῇ φυλῇ. Τοῦτο μαρτυρεῖται ὑπό τῆς ἱστορίας. Ἕν μόνον βλέμμα ριπτόμενον εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπαρκεῖ ὅπως πιστώσῃ τήν ἀλήθειαν ταύτην. Ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τῆς πρώτης σελίδος αὐτῆς ἀναφαίνεται ἡ τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς ἐν τῷ Χριστιανισμῷ δρᾶσις, καί ἡ κλῆσις αὐτῆς, ἵνα ἀναλάβῃ τό μέγα τῆς ἀποστολῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔργον.

Ὁ Χριστιανισμός ὡς πρῶτον δῶρον αὐτοῦ ἐδωρήσατο αὐτῷ νέαν ζωήν, ὁ δέ Ἕλλην ὑπεστήριξεν αὐτόν διά τῶν ἀγώνων καί τῶν αἱμάτων του.»

Καί προσθέτει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος: «Ὁ Κλήμης (=ὁ Ἱερός Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς) ἐπί τοσούτον προβαίνει ἐν τῇ θεωρίᾳ αὐτοῦ ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ πᾶσα σοφία καί ὅτι ἡ θεία σοφία ἐφώτιζε καί ἐποδηγέτει τό ἑλληνικόν ἔθνος, ὥστε φρονεῖ, ὅτι τά ἱερά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μετεφράσθησαν κατά θείαν πρόνοιαν Ἑλληνιστί, καί τά τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐγράφησαν Ἑλληνιστί, ὅπως τό Ἑλληνικόν ἔθνος τό διά τῆς φυσικῆς θεογνωσίας εἰς τήν εὕρεσιν τῆς ἀληθείας προδηγετηθέν, γνωρίσῃ καί τήν δι’ ἀποκαλύψεως γνωσθεῖσαν τοῖς ἀνθρώποις ἀλήθειαν καί δι’ ἀμφοτέρων ὁδηγηθῆ πρός τήν ὑψίστην ἀλήθειαν.

Καί ἀληθῶς, δύναται τίς νά ἐρωτήση: Διατί Ἑλληνιστί νά γραφῶσιν αἱ Γραφαί καί οὐχί Ρωμαϊστί; ἤ ἐν ἄλλῃ τινί γλώσσῃ; Ἡ θεία πρόνοια ὑπέρ αὐτοῦ πάντως ἔσχε λόγον τήν ἐκλογήν τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους ἀπό τῆς ἐμφανίσεώς του διά τόν Χριστιανισμόν.».

Τί μποροῦμε νά προσθέσουμε ἤ τί νά σχολιάσουμε σέ αὐτό τό θεόπνευστο κείμενο; Καί ὅσον ἀφορᾶ στή βαθειά σχέση Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, εἶναι ὅλα γραμμένα τόσο ξεκάθαρα!

Ὁ μακαριστός γέροντας Πορφύριος ἔλεγε: «…Καθένας ἀπό ἐμᾶς εἶναι φορέας ὅλων τῶν προγόνων του. Ἔτσι ἔχουμε μέσα μας τά βιώματα ὅλων τῶν προγόνων μας. Ὡς ρωμηοί ἔχουμε στό γονιδίωμα (=γονίδια) μας τούς ἀρχαίους Ἕλληνες πού ἄγγιξαν τίς κορυφές τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ καί συνάμα ἔχουμε τούς ὀρθοδόξους ρωμηούς τούς ποτισμένους μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος περισσότερο, καί σέ μάκρος χρόνου, ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον ὀρθόδοξο λαό.»

Μέ τήν ἑλληνική γλῶσσα πού ἦταν τότε εὐρέως διαδεδομένη, μετά ἀπό τήν ἐκστρατεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, μέ ἕνα πλῆθος μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κ.α. ποῦ ἔγραψαν καί δίδαξαν στήν ἑλληνική καί μέ τή χρησιμοποιουμένη λειτουργική γλῶσσα πού καί αὐτή στήν ἑλληνική ἦταν. Οἱ μεγαλύτεροι θησαυροί τῆς ἱερᾶς μας παράδοσης εἶναι γραμμένοι στά ἑλληνικά.

Μετά τόν ἐξελληνισμό τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἡ ὀνομασία Ρωμαῖος ἤ Ρωμηός σήμαινε τόν ἑλληνόφωνο πολίτη τοῦ ἀνατολικοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καί, τελικά, ταυτίστηκε μέ τή λέξη Ἕλλην. Σέ αὐτή τήν ἐξέλιξη συνέβαλε ἡ ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα Ἡράκλειου νά καθιερώσει τήν ἑλληνική γλῶσσα ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τῆς ἀνατολικῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Καί μόνον ὅποιος γνωρίζει τήν ἑλληνική γλῶσσα κατανοεῖ κατά τόν καλύτερο καί αὐθεντικότερο τρόπο τήν ὀρθοδοξία.

Ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, ἄν καί Σέρβος, θεωροῦσε ἀπαραίτητη τή γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας γιά τούς ὀρθοδόξους. Ἔλεγε: «Χωρίς τήν ἑλληνική γλῶσσα, δέν μπορεῖτε νά γνωρίσετε τήν πατερική γραμματεία».

Ὁ μακαριστός γέροντας Παϊσιος ἔλεγε: «… Ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶναι μιά γλῶσσα ἀπό τίς πύρινες γλώσσες τῆς Πεντηκοστῆς! Τό δόγμα τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας καμία ἄλλη γλῶσσα δέν μπορεῖ νά τό ἀποδώσει. Γι’ αὐτό οἰκονόμησε ὁ Θεός, καί ἡ Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε ἀπό τούς ἑβδομήκοντα στήν ἑλληνική γλῶσσα καί τό Εὐαγγέλιο γράφτηκε στήν ἑλληνική γλῶσσα. Ἄν δέν ξέρει ἀρχαία ἑλληνικά κανείς, καί ἀσχολεῖται μέ τό δόγμα, μπορεῖ νά πλανηθεῖ!”

Οἱ Ἕλληνες εἶχαν τή μέγιστη καί μοναδική εὐλογία νά τούς δοθοῦν τά κυριαρχικά δικαιώματα ἐπί τῶν Παναγίων προσκυνημάτων. Οὔτε τά ζήτησαν, οὔτε τά διεκδίκησαν ἀπό κανέναν. Τούς ἐδόθησαν μέ σκοπό νά διατηροῦν, νά φυλάσσουν καί νά διακονοῦν τά Πανίερα προσκυνήματα. Καί αὐτό πού κάνουν μέχρι σήμερα καί θά συνεχίσουν νά κάνουν εἶναι νά τιμοῦν αὐτό τό νόμιμο προνόμιο τῆς διαδοχῆς πού εἶχαν, αὐτήν τή νόμιμη κληρονομιά πού τούς ἐδόθη καί νά τήν προστατεύουν μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις. Νά συνεχίζουν νά διατηροῦν τήν Ἑλληνορθόδοξη μορφή τῶν Παναγίων προσκυνημάτων, ἡ ὁποία συνδυάζει τήν Ἑλληνική ταυτότητα μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση.

Ἀλήθεια, ποιά φυλή θά ἦταν αὐτή πού θά της ἐμπιστεύονταν αὐτά τά δικαιώματα καί ἐκείνη θά τά ἀποποιεῖτο; Ποιό κράτος θά ἦταν αὐτό τό ὁποῖο θά ἀποποιεῖτο αὐτήν τή μέγιστη τιμή; Καί ἡ Ἁγία Ἑλένη τά ἐμπιστεύθηκε στά χέρια τῶν Ἑλλήνων, στά χέρια τῶν «Σπουδαίων» Ἑλλήνων μοναχῶν.

Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Διοκαισαρείας καί νῦν μητροπολίτης Σκυθοπόλεως, κ. Ἰάκωβος Καπενεκᾶς στό ἄρθρο του, μέ θέμα «Οἱ Ἅγιοι Τόποι τῆς Παλαιστίνης καί τό τάγμα τῶν Ἁγιοταφιτῶν» (τό ὁποῖο δημοσιεύτηκε τό 1978, στό περιοδικό Ἁγία Σιῶν) γράφει: «Οἱ “Σπουδαῖοι” μοναχοί ὡς ἐκπρόσωποι καί ἐντολοδόχοι τοῦ Βυζαντίου στήν Ἁγία Γή συνέχισαν καί κατά τούς μετέπειτα χρόνους, μετά τῶν σταυροφοριῶν, τό ἔργο τῆς περιφρουρήσεως καί τῆς ἱερᾶς διακονίας τῶν Ἁγίων Τόπων ὑπό τήν πνευματική χειραγωγία τῶν Ἑλλήνων Πατριαρχῶν, ἄχρι τῆς σήμερον, διότι διάδοχοι, κληρονόμοι καί συνεχιστές τοῦ ἔργου τῶν μοναχῶν ἐκείνων, τῶν “σπουδαίων”, εἶναι οἱ διαδεχθέντες αὐτούς Ἕλληνες, ὡς καί οἱ “σπουδαῖοι”, μοναχοί, οἱ ἀπαρτίζοντες τήν ἔνδοξη φάλαγγα τῆς ἁγιοταφιτικῆς ἀδελφότητας, τοῦ ἀκοιμήτου φρουροῦ τῶν Ἁγίων Τόπων τῆς Παλαιστίνης.»

Οἱ «Κατηχήσεις» τοῦ ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Κυρίλλου τοῦ Κατηχητοῦ (350-385) καί τό «Προσκυνηματικό Ὁδοιπορικό της Σύλβιας (Peregrinatio Silviae)» της προσκυνήτριας Σύλβιας (ἤ μοναχῆς Αἰθερίας) της Ἀκουϊτανίας (385-388) εἶναι οἱ παλαιότερες αὐθεντικές πηγές πού ἀναφέρονται στήν ἐκκλησιαστική ζωή τῶν Ἱεροσολύμων καί στούς «σπουδαίους» μοναχούς. Καί οἱ δύο πηγές ὁμιλοῦν γιά ἕνα ἰδιαίτερο μοναχικό τάγμα, τοῦ ὁποίου τά μέλη ξεχώριζαν γιά τήν ἐνάρετη, ἀσκητική τους ζωή καί γιά τήν ἰδιαίτερη «σπουδή», δηλαδή ἐπιμέλεια, σοβαρότητα, ζῆλο καί προθυμία, μέ τήν ὁποίαν τελοῦσαν τίς ἱερές ἀκολουθίες καί ἔψαλλαν κατ’ ἀντιφωνίαν στά ἑλληνικά «σπουδάζοντες περί τάς νυχθημερινάς ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἀναστάσεως τελετάς», διακονοῦσαν καί περιφρουροῦσαν τόν Πανίερο Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Λόγω τοῦ ἔργου τό ὁποῖο ἐπιτελοῦσαν οἱ μοναχοί αὐτοί, ὀνομάζονταν «οἱ Σπουδαῖοι τῆς Ἁγίας του Χριστοῦ Ἀναστάσεως» ἤ «τό Τάγμα τῶν Σπουδαίων». Τό «Τάγμα τῶν Σπουδαίων» το ἀποτελοῦσαν μοναχοί πού στήν καταγωγή ἦσαν Ἕλληνες.

Ἄν καί ἡ ἐμφάνιση τοῦ μοναχικοῦ αὐτοῦ τάγματος ἀνάγεται στόν 3ο μ.Χ. αἰῶνα, στά χρόνια τοῦ ἐπισκόπου Αἰλίας (=Ἱεροσολύμων) Ἀλεξάνδρου (213-251), ἡ ἵδρυσή του ἑδραιώνεται τον 4ο μ.Χ. αἰῶνα, τήν περίοδο τῆς μέγιστης ἀκμῆς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων.

Ὡς ἡ συνέχεια τοῦ μοναχικοῦ τάγματος τῶν «Σπουδαίων» τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως θεωρεῖται ἡ Ἁγιοταφιτική Ἀδελφότητα ἤ τό Ἱερόν Κοινόν τοῦ Παναγίου Τάφου (ὅπως διαφορετικά ὀνομάζεται).

Ἡ Ἁγιοταφιτική Ἀδελφότητα εἶναι ὀργανωμένη μέχρι σήμερα κατά τό μοναχικό σύστημα, ἔχει ἀναπτύξει μεγάλο καί πολύπλευρο πνευματικό, κοινωνικό, ἱεραποστολικό καί ἀναστηλωτικό ἔργο στήν Ἁγία Γῆ. Τελεῖ ὑπό τήν πνευματική ἀρχηγία καί καθοδήγηση τοῦ ἑκάστοτε Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε ἑλληνικῆς ἐθνικότητας.

Σκοπός της δέν εἶναι μόνον ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ἑλληνορθοδοξίας στήν Ἁγία Γῆ, ἀλλά καί ἡ προσευχή, οἱ τελετές, οἱ ἀκολουθίες, ἡ συντήρηση καί ἀνακαίνιση τῶν ἱερῶν καθιδρυμάτων, ἡ διαποίμανση τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν (ἑλληνοφώνων, ἀραβοφώνων, ρωσοφώνων, ρουμανοφώνων, μέχρι καί ἐβραιοφώνων) οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στό Πατριαρχεῖο, ἡ προσφορά παιδείας, ἡ λειτουργία σχολείων γιά τό ἀραβόφωνο ποίμνιό της (μέ τήν πληθῶρα τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων πού ἔχει στό Ἰσραήλ, στήν Παλαιστινιακή αὐτονομία καί τήν Ἰορδανία), καθώς καί ἡ ἐξυπηρέτηση καί ξενάγηση τῶν πολυπληθῶν προσκυνητῶν πού προσέρχονται στούς Ἅγιους Τόπους ἀπό διάφορες ὀρθόδοξες καί μή ἐκκλησίες.

Τό ἔμβλημά της εἶναι τό Φ καί τό Τ (=Φύλακες Τάφου) καί τά χρώματα τῆς σημαίας της, τό λευκό καί τό κόκκινο (λευκή σημαία μέ κόκκινο σταυρό). Εἶναι ἡ σημαία πού μαζί μέ τή γαλανόλευκη βλέπουμε νά κυματίζει σέ ὅλα τα Ἑλληνορθόδοξα Πανάγια προσκυνήματα καί τά μοναστήρια τῆς Ἁγίας Γῆς.

Τά μοναστήρια εἶναι οἱ προμαχῶνες, οἱ προφύλακες τῆς ὁδοιπορούσης ἐκκλησίας στήν πορεία της πρός τούς οὐρανούς. Γιατί ἡ ζωή στήν Ἁγία Γῆ εἶναι μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς, ὅπως ἔλεγε ἕνας ἅγιος γέροντας.

Καί ὅταν ταξιδεύεις ὡς προσκυνητής μέσα στήν ἔρημό της Ἰουδαίας καί ξαφνικά βλέπεις μπροστά σου μοναστήρια πού νά ἔχουν ὑψωμένη, ἐκτός ἀπό τήν Ἁγιοταφιτική σημαία, τή σημαία τῆς πατρίδας σου, τήν γαλανόλευκη ἑλληνική σημαία, αὐτό σε κάνει νά νιώθεις ρίγος, δέος. Καί ὅταν αἰσθάνεσαι ὅτι μέσα ἀπό τά τείχη αὐτῶν τῶν καστρομοναστηριῶν μιλοῦν, διαβάζουν καί γράφουν τήν ἑλληνική γλῶσσα, τότε συγκινεῖσαι καί δακρύζεις…

Μπαίνεις μέσα στά μοναστήρια, ἐπισκέπτεσαι τά προσκυνήματα καί ἀκοῦς νά μιλοῦν ἑλληνικά, βλέπεις κιονόκρανα κορινθιακοῦ ρυθμοῦ, βαπτιστήρια, ἐντοπίζεις ἑλληνικές ἐπιγραφές, μωσαϊκά, ψηφιδωτά ἑλληνικά, σημαντικότατες εἰκόνες καί τοιχογραφίες. Ἔχουμε ζωντανή παρουσία αἰώνων ἐδῶ στήν Ἁγία Γῆ, καί στή διάρκεια ὅλων αὐτῶν τῶν αἰώνων ἀκούγεται, ὁμιλεῖται, διαβάζεται, γράφεται καί διδάσκεται ἡ ἑλληνική γλῶσσα, ἀπό τότε μέχρι καί σήμερα. Ἔχουμε περιουσιακά στοιχεῖα, μνημεῖα, ἀρχαιότητες. Καί αὐτό δέν ἔχει μόνον οἰκονομικό χαρακτήρα, ἀλλά κυρίως ἔχει πολιτιστικό, ἰδεολογικό καί ἐθνικό χαρακτήρα.

Οἱ ἁγιοταφίτες πατέρες δέν εἶναι μόνον οἱ φρουροί τοῦ Παναγίου Τάφου καί τῶν ἱερῶν καθιδρυμάτων, ἀλλά εἶναι καί οἱ ἀκρίτες πού διαφυλάττουν τά ἀπαράγραπτα δικαιώματα τοῦ ἔθνους μας στό πιό ἱερό σημεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπάνω στή γῆ. Εἶναι οἱ ἔσχατοι ἀκρίτες τοῦ ἑλληνισμοῦ.

Ὅπως ἔλεγε καί ὁ μακαριστός γέροντας Σεραφείμ ὁ Σαββαϊτης, «…ἐμεῖς ἐδῶ στούς Ἁγίους Τόπους εἴμαστε φρουροί, εἴμαστε φύλακες τῶν Παναγίων προσκυνημάτων, ὄχι γιά χρήματα, ὄχι γιά ματαιοδοξία, ἀλλά πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ καί γιά νά φυλάξουμε αὐτά τά ἱερά χώματα, ὅσο ζοῦμε οἱ ἀνάξιοι!».

Τό Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο μας τῶν Ἱεροσολύμων, μέσα ἀπό πολλές ἀντίξοες συνθῆκες καί περιστάσεις, ἀλλά καί ὅλη ἡ Ἁγιοταφιτική Ἀδελφότητα, μέσα ἀπό τήν ἐνάσκηση τῆς ὑψηλῆς καί εὐθυνοφόρου ἀποστολῆς της, ὡς θυσιαστική ἀφιέρωση καί ἐμπροσθοφυλακή στή διακονία τῶν Ἁγίων προσκυνημάτων, κράτησαν ἄσβεστη τήν δάδα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας, γιά αἰῶνες τώρα, καί διαφύλαξαν τά ἀπαράγραπτα δίκαια τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν ἔθνους ἐπί τῶν ἱερῶν καθιδρυμάτων τῆς Ἁγίας Γῆς. Καί στίς ἡμέρες μας συνεχίζουν τό βαρύ αὐτό ἔργο καί τόν προορισμό τους, μέ πλήρη αὐτοθυσία καί αὐταπάρνηση.

Τά Πανάγια προσκυνήματα ἦταν καί πρέπει νά παραμείνουν σέ ἑλληνικά χέρια, σέ καθεστώς φύλαξης μέχρι συντέλειας τῶν αἰώνων, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ἑκάστοτε πολιτικές καί ἐθνολογικές ἐξελίξεις.

Οἱ Ἅγιοι Θεοφόροι Τόποι θά παραμείνουν ἡ ἱερά κιβωτός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά χρειάζεται ἡ ἐνίσχυση ὅλων ὅσων μποροῦν νά προσφέρουν, καί κυρίως χρειάζεται ἔμψυχο ὑλικό, νέοι πού θά ἔλθουν στήν Ἁγία Γῆ γιά νά στελεχώσουν τήν Πατριαρχική Σχολή τῆς Ἁγίας Σιῶν (ὡς μαθητές τῆς Δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης στό γυμνάσιο καί τό λύκειο), ἀλλά καί τό Πατριαρχεῖο καί τά μοναστήρια, νέοι πού θά παραλάβουν ἀπό τούς παλαιότερους τήν πνευματική σκυτάλη καί αὐτοί, μέ τή σειρά τους, θά διακονήσουν καί θά διατηρήσουν τήν Ἑλληνορθόδοξη μορφή τῶν Παναγίων προσκυνημάτων.

Ἡ ἀποστολή τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας εἶναι ἡ προάσπιση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας, ἡ φύλαξη καί συντήρηση τῶν ἱερῶν μονῶν καί τῶν προσκυνημάτων, ἡ λειτουργική ζωή καί προσευχή, ἠ εκπαίδευση καί διαποίμανση τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πού εὑρίσκονται στήν Ἁγία Γῆ, ἡ διατήρηση καί συνέχιση τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας καί τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης στό μέγιστο αὐτό πνευματικό κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας.

Εἴθε, στήν ἀποστολή της αὐτή, ἡ Ἁγιοταφιτική Ἀδελφότητα νά βρεῖ ἔνθερμους ὑποστηρικτές καί συνεχιστές, νέους “σπουδαίους” μοναχούς καί μοναχές, καί ζηλωτές ἁγιοταφίτες, φρουρούς καί διακονητές, στούς χώρους τῆς, ἐπί γῆς, ἱστορικῆς παρουσίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ μας. Ἀμήν.

Συγγραφεύς: Ἀρχιμανδρίτης Ἰγνάτιος, Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ποιμένων, Βηθλεέμ




Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ

«Ἄν δέν νικήσουμε τά πάθη μας, τότε ἀσκόπως καί ματαίως ἤρθαμε στόν κόσμο! Μᾶλλον δέ γιά τό κακό!» (ὁμιλ. ΠΔ.3 εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον)

Κατά τόν μεγάλο μας Ἱεράρχη τό πιό οὐσιῶδες πράγμα στήν ζωή μας εἶναι νά νικήσουμε τά πάθη μας, γιατί διαφορετικά θά εἴμαστε ὑποχείριοι τόσο τῶν ψυχικῶν παθῶν μας, τοῦ μίσους, τῆς κακίας κ.λπ., ὅσο καί τῶν σωματικῶν παθῶν μας, τῆς γαστριμαργίας, τῆς πορνείας κ.λπ. Ἄν δέν τά νικήσουμε, θά ζοῦμε γιά τό κακό μᾶλλον καί, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, θά κατεβαίνουμε στό ἐπίπεδο τῶν ζώων «παρεσυνεβλήθην τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καί ὁμοιώθην αὐτοῖς». Τή νίκη κατά τῶν παθῶν ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τήν ἐπιτύχει μόνο μετά ἀπό ἀγώνα. Μόνο μετά ἀπό ἄσκηση.

Καί πρίν ἀναλύσω τήν ἄσκηση σέ σχέση μέ τήν ἀνθρωπολογική της διάσταση, πού εἶναι καί τό θέμα τῆς ὁμιλίας μου, ἐπιθυμῶ νά κάνω σαφές ὅτι ἡ ἄσκηση πρέπει νά εἶναι πάντοτε Χριστοκεντρική. Κεντρικός ἄξονας τῆς ἀσκήσεως πρέπει νά εἶναι πάντοτε ὁ Κύριός μας. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καί κύριο μέλημά μας -ἐν παντί καιρῷ καί ἐν πάσῃ ὥρᾳ- νά Τόν εὐαρεστοῦμε καί νά τηροῦμε τό θέλημά Του.

Ὁ μοναχισμός εἶναι ἡ ἐπιδίωξη τῆς ψυχικῆς τελειότητος τοῦ ἀνθρώπου, διά τῆς ἀπονεκρώσεως τῶν σωματικῶν ἐπιθυμιῶν, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἄσκηση, μέ τήν συνεχῆ ἐγκράτεια, μέ τίς σωματικές -ἐν μέτρῳ- κακουχίες καί στερήσεις, χάριν εὐσεβείας. Δέν νοεῖται σέ καμία περίπτωση Χριστιανισμός-Ὀρθοδοξία ἄνευ ἀσκήσεως. Ἡ χριστιανική ἄσκηση ἔχει δύο πόδια.

Τό ἕνα πόδι, τό ἀδύνατο, εἶναι ἡ ἐξωτερική ἄσκηση, ἡ σωματική:

οἱ νηστεῖες, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ γονυκλισίες, ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ παρθενία.

Τό ἄλλο πόδι, τό ἰσχυρό, εἶναι ἡ ἐσωτερική ἄσκηση, ἡ πνευματική:

τό ταπεινό φρόνημα, ὁ αὐτοέλεγχος, ἡ νήψη, ἡ προσοχή, ἡ ἐγρήγορση.

Καί γιά νά περπατήσει πνευματικά ὁ ἄνθρωπος, θά πρέπει νά ἔχει ὑγιῆ καί τά δύο του τά πόδια, προπαντός ὅμως τό πόδι τό ἰσχυρό.

Τά δύο βασικά γνωρίσματα τῆς νήψεως, πού ἀποτελοῦν τή βάση τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή καί ἡ μνήμη θανάτου.

Ὁ μοναχισμός, ὡς ἀσκητισμός, ἀπαντᾶται ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη στό πρόσωπο τοῦ προφήτου Ἡλιοῦ, τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου, τοῦ Τιμίου Προδρόμου, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ὡς ἀσκητές ἀλλά, κυρίως, ἀπαντᾶται στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου οἱ μιμητές αὐτῶν ἐπόλισαν τίς ἐρήμους καί κατέστησαν μοναστήρια, λαῦρες, κοινόβια καί ἱερά φροντιστήρια. Ἐκεῖ ἠγωνίζοντο νά γίνουν ἐπίγειοι ἄγγελοι, νά προσεγγίσουν τήν ὕλη στήν ἀϋλία, νά ἐξαϋλώσουν δηλαδή τή σάρκα σέ πνεῦμα καί νά γίνουν ἄσαρκοι, ἰσάγγελοι, γιά νά φτάσουν στήν θέωση, στόν ἁγιασμό καί νά ἑνωθοῦν μέ τόν Θεό.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀσκητική καί τήν ἀσκητική της παράδοση τήν ὀφείλει κυρίως στόν μοναχισμό, ὁ ὁποῖος ἀπό νωρίς ἀναπτύχθηκε στούς κόλπους της. Βασικό στοιχεῖο τῆς μοναχικῆς πολιτείας εἶναι ἡ ἄσκηση, ἡ ὁποία γίνεται μέ βάση τούς κανόνες καί τά μέσα πού διαθέτει ἡ Ἐκκλησία μέσω τῆς συμμετοχῆς μας στή λατρευτική ζωή (προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία κ.λπ.).

Στά μοναστήρια οἱ μοναχοί (μοναχές) ἀσκοῦνται σύμφωνα μέ τόν κανονισμό τῆς μονῆς τους καί ὑπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ ἡγουμένου (ἡγουμένης), τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, τοῦ γέροντος πού τούς κατευθύνει στό δύσκολο δρόμο τῆς «ξενητείας» καί τῆς «φυγῆς» ἀπό τόν κόσμο.

Τά μοναστήρια ἔχουν ὡς σκοπό τήν ἄσκηση, γι΄αὐτό καί στήν κουρά τοῦ μοναχοῦ ἀκοῦμε τόν ὑποψήφιο μοναχό νά λέει «…ποθῶ τόν βίον τῆς ἀσκήσεως» καί ἐκεῖ μνημονεύονται οἱ ὅσιοι Πατέρες τῆς Ἐρήμου: ὁ Σάββας ὁ Ἠγιασμένος, ὁ Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Εὐθύμιος ὁ Μέγας, ὁ Ἀντώνιος ὁ Μέγας, ὁ Ἅγιος Ἰλαρίων ὁ Μέγας κ.ά.

Ἡ ἁγιότης τοῦ βίου δέν εἶναι κάτι τό παράδοξον καί ἀκατόρθωτον. Εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ Ἅγιος εἰμί» (Α΄ Πέτρου, α΄ 16). Ὅλοι αὐτοί οἱ ἅγιοι ἐπέβαλλαν στόν ἑαυτό τούς σκληρή ἄσκηση – σκληρά ἀγωνίσματα γιά νά πολεμήσουν τά πάθη, τούς λογισμούς καί κάθε ἁμαρτωλή φαντασία. Μέσα ἀπό αὐτά τά ἀγωνίσματα, στό τέλος, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπιτελοῦσαν θαύματα, ἐδέχοντο θεῖες ἐλλάμψεις καί καταυγάζονταν ἀπό τό «ἄκτιστον» φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Γιά τόν ἀγωνιστή μοναχό, τό κελί του εἶναι ἕνα εἶδος ἀρένας, ἕνα εἶδος παλαίστρας. Εἶναι ἕνας χῶρος ἄθλησης καί προσευχῆς, ἕνας ἰδιότυπος τρόπος ζωῆς, ἀλλά καί ἕνας χῶρος μαθητείας, διδασκαλίας, μελέτης, ἐργασίας καί συγγραφῆς.

Ἀπό τό μοναστήρι μας, πού εἶναι ἡ περιώνυμος Λαύρα τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου, ξεπήδησε ἕνα πλῆθος ἀσκητῶν ἀνά τούς αἰώνας, ἕνα πλῆθος Ἱεραρχῶν, μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας καί, μέχρι σήμερα, ἀποτελεῖ καθημερινό βίωμά μας ἡ ζωντανή καί χαριτωμένη παρουσία τῶν ἁγίων τῆς μονῆς μας, μέσω τῶν τιμίων λειψάνων τους καί τῶν πολλῶν θαυμάτων, τά ὁποῖα ἐπιτελοῦν ἐν Χριστῷ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μιλᾶ γιά τίς τρεῖς γεννήσεις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη γέννηση, λέει, εἶναι ἡ σαρκική πού γίνεται ἀπό τούς γονεῖς, ἡ δεύτερη εἶναι ἡ πνευματική πού γίνεται ἀπό τόν Θεό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα -μέσα ἀπό τό Ἅγιο Βάπτισμα- καί ἡ τρίτη γέννηση γίνεται ἀπό τόν ἴδιον τόν ἄνθρωπο, μέ δάκρυα, μέ ἱκεσίες καί δεήσεις. Μέσα λοιπόν ἀπό τήν ἄσκηση τῶν δακρύων, τῆς ἀγωνίας, τῶν ἱδρώτων, τῶν προσευχῶν καί τῶν στεναγμῶν ὁδηγήθηκαν οἱ ἅγιοί μας στή θέωση.

Ὁ καλός μοναχός ἀγωνίζεται γιά τό τριμερές της ψυχῆς, γιά τόν τριπλό πνευματικό ἀγῶνα. Κοπιάζει γιά νά καθαρίσει τό ἐπιθυμητικό, τό θυμικό καί τό λογιστικό. Μάχεται μέσω τοῦ ἐξωτερικοῦ σωματικοῦ ἀγῶνα, δηλαδή μέ νηστεῖες, ὁλονυκτίες, διακονίες, μετάνοιες (ἐδαφιαῖες-στρωτές), γονυκλισίες, ἀλλά καί μέσῳ τοῦ ἐσωτερικοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα, γιά νά ἀποκτήσει νήψη, ἀφύπνιση, συγχώρηση πού ὁδηγοῦν πάλι στήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί ἁγιασμό, πού εἶναι ἡ τρίτη γέννηση, τήν ὁποίαν ἀναφέρουν οἱ ἅγιοι «…νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβών». Ὁ Θεός εὐαρεστεῖται μέ τήν συντριβή τοῦ σώματος, μέ τόν σωματικό κόπο πού γίνεται γιά χάρη Του, καθώς ἐπίσης εὐαρεστεῖται πάρα πολύ μέ τήν μετάνοια καί τό ταπεινό φρόνημα (παράδειγμά μας εἶναι ὁ Τελώνης τῆς παραβολῆς).

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀναφέρουν ὅτι ἡ γνώση Χριστοῦ, δηλαδή ἡ ἐμπειρία τῆς Ζωῆς Του, τοῦ Φωτός Του, τοῦ Μεγαλείου Του, τῆς μακροθυμίας Του καί τῆς παντοδυναμίας Του ἀποκτᾶται μέσα ἀπό τήν ἄσκηση. Ἄλλο εἶναι ἡ πίστη στόν Χριστό καί ἄλλο εἶναι ἡ γνώση τοῦ Χριστοῦ. Πίστη στόν Χριστό μπορεῖ νά ἔχουμε, ὅμως δέν ἔχουμε γνώση τοῦ Χριστοῦ. Πίστη στόν Χριστό ἔχει καί ὁ διάβολος, καί τά δαιμόνια ἀκόμα πιστεύουν, ὅμως γνώση Χριστοῦ δέν ἔχουν, γι’ αὐτό καί παραμένουν δαιμόνια. Ἄν ἔχουμε γνώση Χριστοῦ τότε, μέσα ἀπό τά πνευματικά ἀγωνίσματα, πυρπολεῖται ἡ καρδιά μας ἀπό τόν πόθο καί τήν φλόγα τοῦ θείου ἔρωτος.

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ἠγιασμένος ἦταν πολύ ἐγκρατής καί ἀσκητικός. Ὅταν, σέ νεαρή ἡλικία, εὐρίσκετο στό μοναστήρι τῶν Φλαβιανῶν, πλησίον τῆς Μουταλάσκης τῆς Καππαδοκίας (προτοῦ ἔλθει στήν Ἁγία Γῆ), ἐργαζόταν στόν κῆπο τῆς μονῆς, ὅπου ἦταν τό διακόνημά του. Εἶδε λοιπόν πάνω σε ἕνα δένδρο μῆλα ὡραῖα στή ὄψη καί ἀφοῦ ἔκοψε ἕνα μῆλο, ἑτοιμαζόταν νά τό φάει πρό τῆς καθορισμένης ὥρας τοῦ φαγητοῦ. Ἀλλά ἀμέσως συνῆλθε καί ἐπετίμησε τόν ἐαυτόν του, ἀναλογιζόμενος ὅτι παρόμοια ἦταν ἡ πράξη πού ὁδήγησε τόν Ἀδάμ στήν ἁμαρτία.

Εἶπε δέ: «Ὡραῖος εἶναι, κατά τήν μορφήν, καί καλός, κατά τήν βρῶσιν, ὁ καρπός ὁ ὁποῖος διά τοῦ Ἀδάμ μέ ἐθανάτωσεν, ὅταν αὐτός προτίμησε ἀπό τό νοητόν κάλλος, αὐτό πού τοῦ ἐφάνη εὐχάριστον εἰς τούς ὀφθαλμούς καί ἔθεσε ὑπεράνω τῶν πνευματικῶν ἀπολαύσεων τόν χορτασμόν τῆς κοιλίας, τῆς σαρκός, ὁπότε καί ὁ θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον. Λοιπόν, …ἅς μήν ἀποκλίνω ἀπό τό ἀγαθόν τῆς ἐγκρατείας βαρυνόμενος ἀπό κάποιον ψυχικόν νυσταγμόν, διότι καθώς ἡ ἀνθοφορία προηγεῖται κάθε καρποφορίας, οὕτω καί ἡ ἐγκράτεια προηγεῖται τῶν ἀγαθῶν ἔργων».

Λέγοντας αὐτά τά λόγια ἔριψε τό μῆλο κάτω στή γῆ καί τό κατεπάτησε. Ἔβαλε δέ κανόνα στόν ἑαυτό του νά μήν φάει ποτέ μῆλο στή ζωή του, μέχρι τόν θάνατό του. Τήν νίκη του αὐτήν, κατά τῆς λαιμαργίας, ὁ Θεός τήν ἀντάμειψε διά τοῦ χαρίσματος τῆς ἐγκρατείας. Ἔγινε δέ θερμότερος στά ἔργα τῆς μετανοίας καί ὑπερέβη ὅλους τούς μοναχούς κατά τήν ταπεινοφροσύνη, τήν ὑπακοή καί τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως ὑπέρ τῆς εὐσεβείας, ἐκεῖ στήν μονή τῶν Φλαβιανῶν πού ἀριθμοῦσε 70 πατέρες.

Διά τοῦτον τόν λόγο, ὅσοι ὑπαγόμεθα στήν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἐκτός ἀπό τήν παντελῆ ἀποχή ἀπό τό κρέας, δέν τρῶμε ποτέ μῆλο.

Ὁ μακαριστός γέροντάς μας ὁ π.Σεραφείμ, ἡγούμενος τῆς Λαύρας, ἦταν τόσο αὐστηρός καί πιστός ποιητής τῶν κανόνων, ὥστε μία φορά πού μᾶς ἔφεραν δῶρο στό Μετόχι τῆς μονῆς, στούς Ποιμένες, ἕνα ὡραῖο σέτ φλυτζανιῶν τοῦ τσαγιοῦ, δέν δέχτηκε νά τά χρησιμοποιήσουμε, ἐπειδή ἐπάνω τους ἦταν ζωγραφισμένα …μῆλα!!!

Συνεχίζοντας λοιπόν γιά τήν ἄσκηση βλέπουμε ὅτι εἶναι ἕνα ἐκκλησιαστικό γεγονός. Εἶναι μιά μορφή χριστιανικοῦ ἀγῶνα γιά τήν τελείωση καί μέ μεγάλη ποικιλία στή μορφή καί στίς ἐκδηλώσεις της. Στήν Αἴγυπτο, τήν Καππαδοκία καί στόν Πόντο, οἱ ἀναχωρητές προτιμοῦσαν τόν κοινοβιακό τρόπο ζωῆς, στήν Παλαιστίνη τόν λαυρεωτικό, ἐνῶ στήν Συρία καί τήν Μεσοποταμία οἱ ἀναχωρητές προτιμοῦσαν τόν ἐρημιτικό βίο.

Τό κοινόβιο ἦταν ὁ χῶρος τῆς δοκιμασίας τῶν μοναχῶν γιά ἕνα μεγάλο ἤ μικρό χρονικό διάστημα, προτοῦ νά βγοῦν στήν ἔρημο -ὡς ἐλεύθερα πουλιά- γιά νά ἀκολουθήσουν τή δική τους μορφή πνευματικοῦ ἀγώνα, ὡς ἔγκλειστοι, στυλίτες, κιονίτες, δενδρίτες, διά Χριστόν σαλοί, βοσκοί κ.λπ.

Στόν Ὀρθόδοξο μοναχισμό τῆς Συρίας καί τῆς Παλαιστίνης, εἴχαμε ὄχι μόνον ὅλες αὐτές τίς αὐστηρές μορφές τοῦ ἐρημιτισμοῦ, ἀλλά καί τίς λεγόμενες ἀσκητικές «ἀκρότητες» τοῦ ἐρημιτισμοῦ. Πλῆθος ἀσκητῶν ἔζησαν, εἴτε ὡς ἔγκλειστοι σέ λάκκους, σέ ὀπές τῆς γῆς, σέ σπηλιές ἤ σέ μικρούς οἰκίσκους, σέ κουφάλες δένδρων ἤ καί σέ τάφους-μνήματα, στά βουνά, στά δάση ἤ στήν ἔρημο, εἴτε ὡς ἐρημίτες χωρίς στέγη ἤ χωρίς ἄλλη μορφή προφύλαξης, μέσα στό κρύο, στή βροχή, στόν παγετό, στό χιόνι ἤ μέσα στή ζέστη, στόν καύσωνα, στούς ἀνέμους, γυμνοί ἤ ντυμένοι μέ δέρματα ζώων ἤ μέ τρίχινα ἐνδύματα.

Σέ κάποια μέρη τῆς Συρίας κατοικοῦσαν γιά πολλά χρόνια στήν κορυφή στύλων, κιόνων ἤ δένδρων, μέ σκοπό μέσα ἀπό αὐτήν τή δύσκολη ἄσκηση νά ἀνυψωθεῖ ὁ μοναχός ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, ἀπό τά γήϊνα καί μάταια στά ἐπουράνια.

Στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα ἔζησε καί διακόνησε γιά δέκα χρόνια ὡς μοναχός μέ διακόνημα ἐκκλησιαστικοῦ (=κανδηλανάπτου) ὁ Ἅγιος Λάζαρος ὁ Γαλλησιώτης. Ἐπειδή τόν ἀνάγκασαν νά λάβει τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ἔφυγε καί βρῆκε τόπο κατάλληλο, ὡς ἐραστής τῆς ἡσυχίας καί ἀγωνιζόταν ἀνδρείως κατά τῶν δαιμόνων. Κατόπιν ἔφυγε καί πῆγε στό Γαλλήσιον Ὄρος τῆς Μ.Ἀσίας, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι καί πλησίον τοῦ Ναοῦ κατασκεύασε στύλο ὑψηλό, χωρίς στέγη καί διέμενε ἐκεῖ ἀγωνιζόμενος. Παρακολουθοῦσε δέ τίς ἀκολουθίες ἀπό ἕνα ἄνοιγμα πάνω ἀπό τό ψαλτήρι. Ἡ διαμονή πάνω σε ἕνα στύλο δυσκόλευε τή συμμετοχή τοῦ στυλίτη στή λειτουργική ζωή. Σέ πολλές περιπτώσεις ἡ Θεία Εὐχαριστία ἐτελεῖτο στή βάση τοῦ στύλου καί τή στιγμή τῆς Θείας Κοινωνίας κατέβαινε τό καλάθι τοῦ στυλίτη προσωρινά, γιά νά ἀνέβει καί πάλι μέ τόν ἁγιασμένο ἄρτο καί τό κύπελλο μέ τόν ἁγιασμένο οἶνο. Πιό συχνά ἀνέβαινε, μέσα στό καλάθι, στήν κορυφή τοῦ στύλου ὁ ἴδιος ὁ ἱερέας γιά νά κοινωνήσει ὁ ἴδιος τόν στυλίτη.

Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ὁ Γαλλησιώτης κατάφερε, μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἀσκητική ἀκρότητα, νά ἁγιάσει καί νά προσελκύσει γύρω του 900 μοναχούς. Κατά τήν κοίμησή του, ἐπειδή οἱ μοναχοί του θρηνοῦσαν τήν στέρησή του καί τό ὅτι δέν τούς ἄφησε γραπτή παρακαταθήκη μέ νουθεσίες, ἄν καί νεκρός, ἐσηκώθη καί ἐκβαλών χαρτίον ἐκ τοῦ κόλπου τοῦ, τό ἔδωσε στούς μοναχούς του καί πάλιν ἔπεσε καί ἐκοιμήθη. Μετέπειτα ὁ στύλος τοῦ ὁσίου θαυματουργοῦσε εἰς δόξαν Θεοῦ.

Ἕνας ἄλλος ὅσιος, ὁ ἅγιος Θαλέλαιος, πού τιμᾶται στίς 27 Φεβρουαρίου, ἀγάπησε πολύ τήν ἀσκητική ζωή. Καταγόταν ἀπό τήν Κιλικία, ὅμως ἦλθε στά Γάβαλα τῆς Συρίας καί δύο μίλια ἔξω ἀπό τήν πόλη ἀνέβηκε σέ ἕνα λόφο, ὅπου ὑπῆρχε ναός τῶν εἰδώλων καί ἔκτισε ἐκεῖ μία μικρή καλύβα. Ὅταν εἶδαν τά δαιμόνια τόν ἅγιο ἀσκητή, προσπάθησαν νά τόν τρομάξουν καί νά τόν διώξουν, ἀλλά ματαίως, διότι ἐκεῖνα ἀπελπίστηκαν καί ἀπομακρύνθηκαν στό τέλος. Ὁ ὅσιος κατόπιν σκέφτηκε ἄλλον τρόπο, πιό σκληρό, γιά νά συνεχίσει τήν ἄθλησή του. Κατασκεύασε δύο μεγάλους τροχούς καί τούς ἕνωσε μέ ἀραιά σανίδια καί, ἀφοῦ μπῆκε μέσα σέ αὐτό τό κλουβί, ἕνωσε τά μεταξύ τους σανίδια καί τά κάρφωσε. Κρέμασε δέ αὐτό τό κατασκεύασμα στή μέση μιᾶς σκαλωσιᾶς. Ἐκεῖ ἔμεινε κλεισμένος καί κρεμασμένος γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια. Ἐπειδή δέ ἦταν μεγαλόσωμος καί δέν ἔφτανε τό ὕψος τοῦ κλουβιοῦ γιά νά σηκώσει τό κεφάλι του, καθόταν πάντοτε σκυφτός καί μέ τό πρόσωπό του νά ἀκουμπᾶ στά γόνατά του, πάντοτε προσευχόμενος καί μελετῶντας τό Ἱερό Εὐαγγέλιο.

Ἡ τροφή αὐτῶν τῶν ἀσκητῶν ἦταν πάρα πολύ ἁπλοποιημένη, ὁ δέ ὕπνος τούς μειωμένος στό ἐλάχιστο. Ζοῦσαν σέ σκληρή ἄσκηση καί πολλές φορές ἐντελῶς ἄσιτοι (=χωρίς καθόλου τροφή) καί γιά νά μή σκανδαλίζονται οἱ ὑπόλοιποι ἀπό τήν ὑπερβολική τους αὐστηρότητα (δηλαδή οἱ ἀσθενέστεροι τῶν μοναχῶν) ἔφευγαν καί κρυβόντουσαν στά πιό ἐρημικά, ἀπομακρυσμένα καί δύσβατα μέρη.

Ἡ Ὁσία Μελάνη ἡ Ρωμαία εἶναι ἡ ἁγία πού ἵδρυσε τό Μοναστήρι τῆς Μεγάλης Παναγίας στά Ἱεροσόλυμα, πλησίον τοῦ Πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ ἁγία Μελάνη, ἄν καί ἦταν κόρη πλουσίων καί ἐπιφανῶν γονέων, ζοῦσε στή Ρώμη ζωή ἀσκητική, ἀποφεύγοντας ἀκόμα καί νά ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τό νερό. Ἡ ἄσκησή της, σωματική καί πνευματική, γινόταν μεγαλύτερη φορῶντας τρίχινα ροῦχα ἐξωτερικά, ἐνῶ ἤδη τήν εἶχαν παντρέψει οἱ γονεῖς της στά δεκατέσσερά της χρόνια καί ἦταν ἤδη μητέρα. Εἶχε ἐντελῶς παραμελήσει τήν ἐξωτερική της ἐμφάνιση. Ὁ νοῦς τῆς ἦταν μονίμως στά οὐράνια. Ἐνήστευε τρώγοντας σπάνια λίγο λάδι καί δέν ἔπινε καθόλου κρασί. Ἀρχικά, ἔτρωγε μία φορά τήν ἡμέρα καί ἀργότερα, κάθε δύο ἤ τρεῖς ἡμέρες.

Ἦταν καλλιγράφος καί ταχυγράφος καί ἔγραφε βιβλία πού, στή συνέχεια, τά προσέφερε γιά πνευματική ὠφέλεια. Κοιμόταν ἐλάχιστα. Διάβαζε ὁλόκληρη τήν Ἁγία Γραφή τρεῖς φορές τό ἔτος. Γνώριζε ἄπταιστα τόσο τήν ἑλληνική, ὅσο καί τήν ἰταλική γλώσσα.

Ἀφοῦ πέθανε ὁ ἄνδρας της, τά παιδιά της καί οἱ γονεῖς τῆς ἐπήγε στήν πόλη Θαλαστή τῆς Καρχηδόνας (ἀρχαία πόλη τῆς Ἀφρικῆς, στή σημερινή Τυνησία), ὅπου ἔκτισε δύο μοναστήρια, γιά ἄνδρες καί γυναῖκες. Μέ τήν ἠρεμία καί τήν πραότητά της προσέλκυε πολλές νέες στό μοναστήρι, γινόμενη ἔτσι ἁλιεύς ψυχῶν. Ἔφτιαξε δέ ἐκεῖ μία στενή ξύλινη κιβωτό, στήν ὁποία ἔμενε καί ἀπό μία μικρή θυρίδα ἄφηνε νά βγαίνουν οἱ λόγοι της.

Ὅταν ἔκτισε στά Ἱεροσόλυμα ἄλλη μία μονή, μέ τή φήμη πού εἶχε ἀποκτήσει πολλές γυναῖκες, ὄχι μόνον εὐσεβεῖς ἀλλά καί ἄνομες, θέλησαν νά φοιτήσουν στή μοναχική ζωή κοντά της. Ἐκεῖ, στό ὑπόγειο, ὑγρό κελί-ἀσκητήριό της πού σώζεται μέχρι σήμερα, ζοῦσε μέ σιδηροφορία (ζωνόταν δηλαδή μέ σίδερα-ἁλυσίδες) γιά ἄσκηση καί ζοῦσε σέ φοβερή κακουχία, ἐνῶ εἶχε συγκεντρώσει γύρω της ἑκατό μοναχές. Ποτέ της δέν θέλησε νά γίνει ἡγουμένη. Νουθετοῦσε τίς ἀδελφές νά φροντίζουν ὄχι μόνο το σῶμα, ἀλλά καί τήν ψυχή τους καί νά προσεύχονται χωρίς νά βιάζονται νά τελειώσουν καί νά ἔχουν θεῖο φόβο καί σεβασμό. Πέθανε ἐκεῖ, στό ὑγρό κελί της, ἀπό πλευρίτιδα. Ἀκριβῶς δίπλα εὑρίσκεται καί ὁ τάφος της.

Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος, ὁ ἐν τῷ Θαυμαστῶ Ὄρει (ὁ μετέπειτα πιό διάσημος στυλίτης τοῦ 6ου αἰῶνα), ὅταν ἔβλεπε κάποιον πτωχό χωρίς ροῦχο, ἀμέσως ἔβγαζε τό δικό του καί του τό ἔδινε καί «ἐκάθητο γυμνός τα πολλά τοῦ χειμῶνος, θείας ἄνωθεν χάριτος περιβολή σκεπόμενος».

Ὁ ἅγιος Ἀλύπιος ὁ Κιονίτης ἔζησε καί αὐτός 66 χρόνια πάνω σε ἕνα στύλο, μέ τό νά στέκει ὄρθιος πάντοτε «παλαίων μέ τήν φλόγα τοῦ ἡλίου, μέ τήν χειμέρειον ψύχρα, μέ βίαν ἀνέμων, μέ βροχῶν καί χιόνων δριμύτητα». Εἶχε μεγάλη ἀγάπη γιά τόν κόσμο, καταπράϋνε τίς φιλονικίες καί προσπαθοῦσε νά συμβιβάσει τούς ἐχθρούς. Ἔφθασε 100 ἐτῶν καί τά τελευταῖα 14 χρόνια τῆς ζωῆς του τά πέρασε ὡς ἡμιπληγικός, γυρισμένος πάντοτε ἀπό τή μία πλευρά.

Ἕνας ἄλλος ὅσιος, ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής, ὑπῆρξε φιλόπονος καί βαθύς μελετητής τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Ἔζησε μεταξύ του 4ου καί τοῦ 5ου αἰῶνος. Γιά τή ζωή του δέν ἔχουμε πολλές πληροφορίες. Ὅμως ἀπό διαφόρους ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς πληροφορούμεθα ὅτι διετέλεσε πρεσβύτερος καί προϊστάμενος μοναστικῆς ἀδελφότητας κοντά στήν Ἄγκυρα, λίγο μετά τό 400 μ.Χ. Ἀργότερα, ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο τῆς Γαλατίας (=Δυτικῆς Εὐρώπης) γιά μεγαλύτερη ἡσυχία. Ἄν μελετήσει κάποιος τά ἔργα του, βλέπει ἐκεῖ καθαρά πῶς ἀγωνίζεται ἕνας ἀσκητής μέσα στήν ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής γνωρίζει τό πνεῦμα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης καί διατυπώνει τήν ἐν Πνεύματι ἐμπειρία του μέ τόση σαφήνεια καί πειστικότητα, πού θά ἤθελες τόσο πολύ νά γίνει δάσκαλός σου στήν πνευματική ζωή! Χωρίς νά ἀφήσει τό κλίμα τῆς ἡσυχίας καί τόν χῶρο τῆς μοναστικῆς του βιωτῆς, διαβάζει, γράφει, νουθετεῖ, καθοδηγεῖ πνευματικά καί κηρύττει τόν Θεῖο λόγο. Νιώθεις ἔτσι ὅτι, κοντά στούς Ἁγίους μας, γνωρίζεις τόν Θεάνθρωπο Κύριο ὡς ἰατρό καί φωτισμό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Ὁ Ἅγιος Μάρκος προτρέπει στή γνώση τοῦ πνευματικοῦ νόμου. Ἡ μελέτη τοῦ πνευματικοῦ νόμου γίνεται μέ τήν ὑπομονή τῶν θλίψεων στή ζωή καί τήν ἀμετεώριστο προσευχή. Ἡ καθημερινότητα, πού γιά τούς πολλούς εἶναι ἀποπνικτική, γίνεται πηγή προσευχῆς καί τόπος ἀσκήσεως τῆς ὑπομονῆς μέ τίς ἀθέλητες θλίψεις.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος συμβουλεύει καί προτρέπει πώς πρέπει, καθημερινά, νά γυμνάζουμε τόν ἑαυτό μας μέ ἄσκηση, δηλαδή μέ νηστεῖες καί σκληραγωγίες, μέ ἁπλό φαγητό καί λιτό τραπέζι, ἀποφεύγοντας παντοῦ καί πάντοτε τήν πολυτέλεια. Διαφορετικά, λέει, εἶναι ἀδύνατον νά εὐαρεστήσουμε τόν Κύριο. Χαρακτηρίζει τήν «ἄνεση» στή ζωή μας χειρότερη καί ἀπό αὐτόν τόν φοβερό διωγμό. Γιατί, ἡ μέν ἄνεση ἀποχαυνώνει καί ναρκώνει τήν ψυχή, ὁ δέ διωγμός τήν ἀφυπνίζει καί τήν στρέφει στόν Θεό.

Ὅ,τι ἰσχύει γιά τήν ἄνεση, ἰσχύει καί γιά τήν γαστριμαργία. Δέν μπορεῖς, ἰσχυρίζεται, νά κάνεις τόν πνευματικό ἄνθρωπο καί τήν ἴδια στιγμή νά σκᾶς ἀπό τήν πολυφαγία καί τήν πολυποσία.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφοντας πρός τήν μοναχή Ξένη, τήν προτρέπει στήν ἄσκηση, λέγοντάς της «… μεῖνε μακριά ἀπό τήν ἄνεση, τήν ἀπόλαυση καί τήν καλοπέραση, διότι ὅλα αὐτά γεννοῦν τήν ἀναλγησία, τήν πώρωση καί τήν σκληρότητα τῆς καρδιᾶς».

Κανένας πνευματικός ἄνθρωπος δέν εἶναι φιλάργυρος, φιλήδονος καί φίλαρχος. Ὅλοι οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι ἤσαν καί εἶναι ἀφιλάργυροι, ἐλεήμονες, μεγάλοι νηστευτές καί ἀποφεύγουν τήν δόξα, τά ἀξιώματα καί τίς πρωτοκαθεδρίες. Γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς εὐσέβειας εἶναι ἡ προσπάθεια, ὁ ἀγώνας πού κάνει ὁ χριστιανός προκειμένου νά ἀποκοπεῖ ἀπό τά «τερπνά» του κόσμου τούτου. Ὅποιος ἀγαπᾶ καί κυνηγᾶ τήν ἀνάπαυση, στερεῖται ἀληθινῆς εὐσεβείας.

Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέγει: «…μήν θεωρεῖς ἀληθινά ἐνάρετον αὐτόν πού εἶναι ¨δεμένος¨ μέ τήν ἀγάπη τῆς παρούσης ζωῆς». Γί αὐτό καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀναφέρει ὅτι πρώτη ἀρετή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ περιφρόνηση τοῦ σώματος.

Ἡ νηστεία εἶναι τό πρῶτο καί μεγάλο ἅλμα πρός τήν καταφρόνηση τοῦ σώματος, τῆς γήϊνης, τῆς κοσμικῆς ζωῆς. Κανένας ἅγιος δέν ἦταν γαστρίμαργος καί λαίμαργος. Μέ ὅπλο τήν νηστεία καί τό κομποσχοίνι πολεμοῦσαν μέχρι θανάτου τήν φιληδονία. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος νήστευε αὐστηρά. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ζοῦσε μέ ἀκρίδες (=ἄκρες βοτάνων) καί ἄγριο μέλι. Ὁ ἀπ. Παῦλος «ἐν λιμῷ, ἐν δίψῃ, ἐν νηστείαις πολλάκις» (Β΄ Κορ. 11:27). Ὁ ἀπ. Πέτρος ζοῦσε μέ ἐλιές σέ ἅλμη καί λάχανα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ζοῦσε μέ χυλό ἀπό βρώμη (=δημητριακό). Μερικοί μάλιστα ἅγιοι ἀγωνίζονταν μέ ἀκραίους τρόπους, ὥστε προκαλοῦσαν «σκάνδαλο». Οὐδέποτε λ.χ. κατέλυσαν λάδι στή ζωή τους.

Ἡ σκληρότητα στή ζωή μας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φέρνει στήν καρδιά μας τήν τρυφεράδα τοῦ Ἰησοῦ. Οἱ θεῖες ἡδονές γεννιοῦνται ἀπό τίς σωματικές ὀδύνες. Οἱ Πατέρες ἔδωσαν αἷμα ψυχῆς καί ἔλαβαν πνεῦμα. Μέ ἱδρῶτα καί κόπο ἔλαβαν τήν Χάρη. Πέταξαν τόν ἑαυτό τους καί τόν βρῆκαν στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ὅσο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει. Ὅσο ἐργάζεται, τόσο δυναμώνει.

Στόν Ἄθωνα, στό Ἅγιον Ὅρος, ὑπάρχουν ἅγιοι γέροντες πού χαίρονται ἀπό τήν κακοπάθεια, καί μέσα ἀπό αὐτήν τήν σωματική κακοπάθεια ἔρχεται ἡ ψυχική καί πνευματική πρόοδος. Χρειάζεται αὐταπάρνηση. Δέν γίνεται χωρίς κόπο νά ἀποκτήσουμε ἁγιότητα.

Ἐπειδή ὑπάγομαι στήν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου ἔγινα μεγαλόσχημος μοναχός καί ἱεροδιάκονος, θά ἤθελα νά τελειώσω τήν ὁμιλία μου μέ λίγα λόγια γιά αὐτό τό μοναστήρι τῆς Παλαιστίνης, τῆς Ἰουδαϊκῆς ἐρήμου πού ἀποτελεῖ πρότυπο ἐφησυχασμοῦ καί ἀσκήσεως, σώματος καί ψυχῆς, γιά αἰῶνες τώρα. Ἡ Ἀδελφότητα τῶν Σαββαϊτῶν εἶναι τό «προκεχωρημένο φυλάκιο» τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας στούς Ἁγίους Τόπους καί στόν κόσμο ὁλόκληρο. Εἶναι πάντοτε ὑπό τήν ὑψηλήν ἐποπτείαν τοῦ ἑκάστοτε Πατριάρχου Ἱεροσολύμων πού τυπικά θεωρεῖται, τιμῆς ἕνεκεν, ἡγούμενος τῆς Λαύρας. Ἡ ἀδελφότητα τῶν Σαββαϊτῶν Πατέρων διάγει βίον αὐστηρότατον καί λειτουργεῖ στηριζομένη ἀπόλυτα στίς ἐντολές καί ὑποδείξεις τοῦ Ἁγίου Σάββα.

Μία μόνο φορά τήν ἡμέρα ὑπάρχει κοινή τράπεζα, ἐκτός Σαββάτου, Κυριακῆς καί μεγάλων δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, ὁπότε ὑπάρχει καί δευτέρα τράπεζα, μετά τόν Ἑσπερινόν. Οἱ νηστεῖες γίνονται μέ πᾶσαν ἀκρίβειαν.

Τό 24ωρο τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν ὑπολογίζεται σύμφωνα μέ τήν βυζαντινή ὥρα, ἡ ὁποία ρυθμίζεται ἔτσι ὥστε ἡ δύσις τοῦ ἡλίου νά συμπίπτει μέ τήν δωδεκάτην ὥραν καί ἡ ὁποία μεταβάλλεται ἀναλόγως τῆς πορείας τοῦ ἡλίου καί τῶν ἐποχῶν τοῦ χρόνου. Τό ἡμερονύκτιον χωρίζεται σέ 3 ὀκτάωρα πού εἶναι ἀφιερωμένα στήν προσευχή, στά διακονήματα καί στήν ἀνάπαυση.

Οἱ μοναχοί ὑποχρεοῦνται νά παρευρίσκονται σέ ὅλες τίς κοινές προσευχές-ἀκολουθίες. Οἱ μεγαλόσχημοι μοναχοί τελοῦν καθημερινῶς, στό κελί τούς 300 ἐδαφιαῖες μετάνοιες (ἤ κοινῶς στρωτές) καί 24 «κατοστάρια» κομβοσχοίνια.

Ὁ κανόνας τῶν μοναχῶν ρυθμίζεται ἀπό τόν πνευματικό τῆς Λαύρας καί εἶναι ἀνάλογος τῆς ἡλικίας καί τῶν διακονημάτων ἑκάστου. Τά διακονήματα, ἐργασίες καί ὑποχρεώσεις τῶν μοναχῶν, εἶναι ἐντός καί ἐκτός τοῦ μοναστηριοῦ, τῆς Λαύρας, ὅπως τοῦ Σκευοφύλακα, τοῦ Οἰκονόμου, τοῦ Τυπικάρη, τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ, τοῦ Βιβλιοφύλακα, τοῦ Ἀρχοντάρη, τοῦ Πορτάρη (=θυρωροῦ), τοῦ Τραπεζάρη, τοῦ Προσφοράρη, τοῦ Φούρναρη, τοῦ Μαγείρου, τοῦ Γραμματέως, τοῦ Παραηγουμένου, τοῦ Ὁδηγοῦ (τοῦ αὐτοκινήτου τῆς μονῆς) καί τῶν βοηθῶν αὐτῶν.

Ἀρκετοί πατέρες τῆς Λαύρας κρατοῦν τήν λεγόμενη «ἀλουσία» (=ὄχι λούσιμο τῶν μαλλιῶν καί ὄχι μπάνιο), ὡς ἄσκηση. Ἐπίσης, σύμφωνα μέ τά ὅσα ἐθέσπισεν ὁ Ἅγιος Σάββας, ἀπαγορεύεται οἱ μοναχοί τῆς Λαύρας νά διατηροῦν φιλίες ἤ νά κάνουν ἐπισκέψεις, νά ἔχουν ἀλληλογραφία, νά κάνουν ταξίδια ἄνευ λόγου καί εὐλογίας. Ἀπαγορεύεται νά γίνονται ἀνάδοχοι σέ βαπτίσεις, διότι ἄν ὁ καλόγηρος γίνεται αἴτιος σκανδάλου, ὄχι μόνον γιά τήν Λαύρα, ὄχι μόνον γιά τούς χριστιανούς, ἀλλά καί γιά τούς ἀλλοδόξους καί ἀλλοθρήσκους, τότε πρέπει ἀπαραιτήτως νά ἀποκόπτεται καί νά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἀδελφότητα.

Ἡ μονή αὐτή προσφέρεται γιά ἄσκηση, τάξη καί πειθαρχία, διότι εὑρίσκεται μέσα στήν καρδιά τῆς ἐρήμου, ὁπότε οὔτε νερό ὑπάρχει ἄφθονο, οὔτε ἠλεκτρικό, οὔτε δίκτυο γιά τηλέφωνα καί ἠλεκτρονικούς ὑπολογιστές. Ἡ θερμοκρασία τό καλοκαίρι, ὑπό σκιάν, φθάνει τούς 40ο – 45ο βαθμούς Κελσίου. Ὁ χειμώνας εἶναι ἤπιος, ἀλλά ἄν κάνει λίγο κρύο θέρμανση δέν ὑπάρχει, οὔτε στό καθολικό, οὔτε στούς ὑπολοίπους ναούς καί παρεκκλήσια τῆς μονῆς, οὔτε στά κελιά τῶν πατέρων, οὔτε σέ ἄλλους χώρους τῆς μονῆς.

Ἡ πνευματική καί ἀσκητική ζωή τῆς Λαύρας αὐτῆς, καθώς καί ἡ ποικίλη αὐτῆς συνεισφορά στήν ἀντιμετώπιση προβλημάτων τῶν Ἁγιοταφιτῶν πατέρων, τοῦ Ὀρθοδόξου ἀραβοφώνου ποιμνίου μας καί τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, δύναται καί σήμερον νά ἐπαληθεύσει τήν, πρό αἰώνων, γενομένην διαπίστωσιν ὅτι: «Ὅπως ἡ Ἱερουσαλήμ εἶναι ἡ βασίλισσα πασῶν τῶν πόλεων, οὕτω καί ἡ Λαύρα τοῦ Ἠγιασμένου Σάββα εἶναι ἡ πριγκήπισσα πασῶν τῶν ἐρήμων, καί καθ’ ὅσον ἡ Ἱερουσαλήμ εἶναι τό πρότυπον ἄλλων πόλεων, τοσούτον καί ὁ Ἅγιος Σάββας (ἡ μονή του) τό παράδειγμα δι’ ἄλλας μονάς».

Ἡ τόση ἄσκηση τῶν πατέρων στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα κάνει τά σώματά τους νά εἶναι εὐλύγιστα, μετά τήν κοίμησή τους. Ὅταν δέ ἐναποθέτονται ἐπάνω σε πέτρινες πλάκες, καί ὄχι στό χῶμα, μέσα στό ὑπόγειο -ὡς κατακόμβη- κοιμητήριο τῆς μονῆς, ἐκεῖ μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἔρχονται σέ ἀποσύνθεση, χωρίς ὅμως νά μυρίζουν καί χωρίς νά σκουληκιάζουν, ἀλλά λιώνουν ὅπως λιώνει τό κερί καί εὐωδιάζουν ὅπως εὐωδιάζει τό θυμίαμα.

Ὁ αὐστηρός ἀγῶνας ἄσκησης, ἡ αὐτοεγκατάλειψη, ἡ πλήρης ἐξουθένωση καί ὁ ἐκμηδενισμός τῶν μοναχῶν θεωρήθηκε ἀπό πολλούς ἁγίους ἰσότιμη μέ τό μαρτύριο. Ὅλα αὐτά τά φαινόμενα ἀκραίας μοναχικῆς ἄσκησης, ὅλα αὐτά τά φαινόμενα καί οἱ διαστάσεις ἑνός, ὑπερβολικῆς αὐστηρότητας, πνευματικοῦ ἀγῶνα πού προελέχθησαν, ὅπως εἶναι ἡ ὀρθοστασία, τά φορτία μέ ἁλυσίδες, τά σιδερένια δεσμά, ὁ ἐγκλεισμός, ἡ αὐτοφυλάκιση, ἡ διά βίου σιωπή καί διακονία, ἡ ἄρνηση κάθε εἴδους ἐκπολιτισμένης ζωῆς μέσα σέ μία γενική στέρηση -στήν ἀπόλυτη μορφή της- γίνονται μέ σκοπό τήν θέωση, τόν ἁγιασμό, τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, τόν Θεῖο Ἔρωτα πρός τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν καί τήν ἀπόλαυση τῆς ζωῆς τῆς ἐν τῷ Παραδείσῳ καί τῶν Ἐπουρανίων ἀγαθῶν, μέ τήν θέα τοῦ Παναγίου Προσώπου Του.

Ἀμήν, γένοιτο.

 

Πηγή ὑλικοῦ:

Ἀρχιμ. Ἰγνάτιος, Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ποιμένων, Εἰσήγηση πού ἐκφωνήθηκε στή Διεθνῆ Ὀρθόδοξη Συνάντηση Ἡγουμένων, Μοναχῶν καί Μοναζουσῶν τῆς Πολωνίας, πού ἔλαβε χώρα στήν Ἀνδρώα Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου τοῦ Αἰγυπτίου στό χωριό Γιαμπλέτσνα, τό Σεπτέμβριο 2011




Ο ΥΠΟΓΕΙΟΣ ΝΑΟΣ (ΚΡΥΠΤΗ) ΤΗΣ Ι.Μ. ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΕΙΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ.

Υπό του Δρ. Αρχιτέκτονος κ. Μητροπούλου Θεοδοσίου.

Πρόκειται περί διωρόφου αρχαιοτάτης Εκκλησίας που βρίσκεται νοτίως του Ι.Ν. της Αναστάσεως με πρόσβαση από την χριστιανική οδό. Το σχέδιο της κάτοψης του υπογείου ναού (τρίκογχος σταυροειδής) είναι βασισμένο σε αρχαία  βυζαντινά πρότυπα του Δ΄ και Ε΄ αι. που μελετήθηκαν, τροποποιήθηκαν (επί αυτοκράτορος Ιουστίνου) και εφαρμόστηκαν κατά πρώτον στην Κων/πολη (ο Τρίκογχος ναός του Τιμίου Προδρόμου επί των αυτοκρατόρων Αρκαδίου και  Θεοδοσίου του Μεγάλου το 392,  «ο στρογγυλόστεγος», επί πατριάρχου Νεκταρίου και μαγίστρου Ρουφίνου στο Hebdomon) και στην συνέχεια στην Παλαιστίνη (Βασιλική της Γεννήσεως, οι αρχαίοι ναοί του φρέατος της Σαμαρείτιδος και του Αγίου Θεοδοσίου και κατά την περίοδο μεταξύ του 4ου και 5ου αι. από τους επισκόπους Ιωάννη 386-417 και Ιουβενάλιο, 422-458), ενώ το 403 θα πραγματοποιηθεί η βεβήλωση του τάφου του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στη Σεβάστεια. Η Μαρία η Αιγυπτία το 421 έξω από την Ιερουσαλήμ πρός την Ιορδανία θα συναντήσει ναό αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή. Το 451 γίνεται αναφορά για το Martyrium of Saint John the Baptist από την αδελφή του πατρός Etienne, ενώ το 453 θα γίνει η τοποθέτηση της Κάρας του Βαπτιστή μέσα στο Μαρτύριο από τον Επίσκοπο Uranicus of Emese. To 491-518 θα οικοδομηθεί Ναός στο όνομα του Βαπτιστή από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο στις όχθες του Ιορδάνη. στη Συρία: (Saint Simon the stylist in Qalaat Samaan, Bosra Cathedral, Mouchabbak church, St. John the Baptist in Jerash), στην Αλεξάνδρεια: (Hermes) –το 397 από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλο (384-412)-, στη Δύση: (G. Basilique civile d’ Alesia), με την καθιέρωση και την παραδοχή της σταυροειδούς τρίκογχης κάτοψης στην οικοδόμηση των πρώτων μνημειωδών βαπτιστηρίων πρός τιμήν του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή.  Διακεκριμένοι επιστήμονες και παλαιστινιολόγοι, όπως οι:  C. Schick 1902,  A.C. Dickie 1899,  L.H.Vincent 1919,  P. Barnabe 1904, μη έχοντας την δυνατότητα της αρχαιολογικής έρευνας και ανασκαφής του μνημείου αυτού, αλλά βασισμένοι μόνο στην επιστημονική τους εμπειρία και στις ενδείξεις, τοποθέτησαν χρονολογικά τον υπόγειο ναό στο β’ μισό του 5ου αι. Είναι  ιστορικό γεγονός η οικοδόμιση πολυαρίθμων ναών,  γηροκομείων, νοσοκομείων, επισκοπείου, η ανακαίνιση των τειχών της Ιερουσαλήμ και θρησκευτικών καθιδρυμάτων στους Αγίους Τόπους από την ευλαβέστατη και δραστήρια Αυγούστα Ευδοκία κατά την περίοδο της διαμονής της στην Ιερουσαλήμ (447-460). Για το λόγο αυτό, εύκολα οι αρχαιολόγοι θα αποδώσουν την κατασκευή της υπόγειας κρύπτης στη δραστήρια αυτοκράτειρα, παρά το γεγονός  ότι σε κανένα ιστορικό σύγραμμα δεν υπάρχει σχετική αναφορά. Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία (Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης, «Βίος του Αγίου Σάββα») πλησίον της μονής του Προδρόμου και του Επισκοπείου που είχε οικοδομήσει η αυτοκράτειρα Ευδοκία, θα θεμελειώσει αυτή και μεγαλοπρεπή ξενώνα  με νοσοκομείο, τα οποία θα καταστραφούν το 614 από τους Πέρσες και τους Μουσουλμάνους του Καλίφη-ελ-Μανσούρ αργότερα, τον 8ο αι.

Κτίτωρ της Εκκλησίας του Ιωάννη του Βαπτιστή κατά την περίοδο 516-524 υπήρξε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιωάννης (Ιεροσολυμιτικό κανονάριο του Ζ΄ αι. και Γεωργιανού χειρογράφου), ενώ από πληροφορία του 512 (Ιωάννου, Επισκόπου Μαϊουμά, «Πληροφορίαι») είχε προηγηθεί η ίδρυση Μαρτυρίου στο όνομα του Βαπτιστού Ιωάννου, το 386, στο Όρος των Ελαιών από τον πρεσβύτερο Ιννοκέντιο και Επίσκοπο Ιεροσολύμων Ιωάννη (386-417). Στη συνέχεια ο μετά ένα αιώνα ακμάσας Ιωάννης ο Ελεήμων, Πατριάρχης Αλεξανδρείας (609-620), θα βοηθήσει στην ανακαίνιση του ήδη υπάρχοντος Ναού στην Ιερουσαλήμ μετά την καταστροφή του από τους Πέρσες, σε συνεργασία με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Μόδεστο, τον ανακαινιστή του ιερού Ναού της Αναστάσεως .

Σύμφωνα με τον χρονογράφο Αντίοχο Στρατήγιο, στη Μονή του Αγίου Ιωάννη θα σφαγιαστούν από τους Πέρσες 4214 καταφυγόντες Χριστιανοί. Έτσι η κατασκευή του “Crypto-portico”, δηλ. του εξωτερικού νάρθηκα της κρύπτης απoδίδεται μέχρι σήμερα στην επέμβαση του Πατριάρχη Μοδέστου το 626, ο οποίος θα αποκαταστήσει τον κατεστραμμένο Ναό, που θα παραμείνει σε χρήση μέχρι τον 11ο αι., όπου και θα κατασκευαστεί ο υπέργειος ναός. Ο ναός αυτός θα υποστεί σοβαρές ζημιές. Θα ακολουθήσει δε σειρά καταστροφών και επεμβάσεων κατά τα έτη 637 μ.Χ, 936 μ.Χ.,  969 μΧ. και 1009 μ.Χ. από Αραβες, Σαρακηνούς και από τον Χαλίφη Χάκεμ το 1009 και θα αναστηλωθεί, όπως και οι άλλοι βυζαντινοί Ναοί της Ιερουσαλήμ από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες την περίοδο 1024-1048 μ.Χ.. Τότε υπογράφεται συνθήκη μεταξύ του βυζαντινού αυτοκράτορα  Ρωμανού του Γ’ του Αργυρού (1028–1034) και των Αράβων και στην συνέχεια ενισχύονται οικονομικά οι οικοδομικές δραστηριοτητες από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες Μιχαήλ Παφλαγόνα (1034–1041) και Κωνσταντίνο  Μονομάχο .( 1042–1050).

Φαίνεται ότι η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστού, πρίν και μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Πέρσες και τους Μουσουλμάνους,  θα χρησιμοποιηθεί σαν Πατριαρχείο, για το λόγο που μπροστά σε αυτήν βρισκόταν το παλαιό Επισκοπείο που είχε ανακαινίσει η αυτοκράτειρα Ευδοκία, καθώς και το βασιλικό γηροκομείο . Ο αυτοκράτορας Κάρολος ο Μέγας (762-814) έλαβε την άδεια να οικοδομήσει πλησίον της μονής του Αγίου Ιωάννη νέο ξενώνα και Εκκλησία στο όνομα της Θεοτόκου από τον Χαλίφη Αρούν-αρ-Ρασήδ, για την περίθαλψη των προσκυνητών και του εντοπίου χριστιανικού πληθυσμού, όπως μας πληροφορεί ο μοναχός Βερνάνδος ο Σοφός, περί το 870. Στη συνέχεια ο ξενώνας αυτός και η Εκκλησία θα καταστραφούν από το Χαλίφη Χάκεμ, το 1009, και θα ανακαινιστούν τον 11ο αι. από  Ιταλούς εμπόρους από το Amalfi της Ιταλίας, κατόπιν αδείας του Αιγύπτιου Xαλίφη Romensor de Moustesaph. Μετά την κατάληψη των Ιεροσολύμων και των Παναγίων Προσκυνημάτων από τους Σταυροφόρους, το 1099, το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή θα μετατραπεί σε νοσοκομείο υπό την επιστασία του Γεράρδου, επεκτείνοντας έτσι το ήδη υπάρχον νοσοκομείο και ξενώνα του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος.

Παράλληλα με την ίδρυση του νοσοκομείου θα δημιουργηθεί και το απεσπασμένο αυτόνομο τάγμα των Ιωαννιτών μοναχών, το γνωστό και ως Freres de L’hopital de Saint Jean Baptiste de Jerusalem. Κατά την περίοδο της παραμονής των Σταυροφόρων επι 88 έτη, το νοσοκομείο αυτό θα λάβει τεράστιες διαστάσεις, καταλαμβάνοντας και ενσωματώνοντας τον χώρο περιμετρικά της Εκκλησίας του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Ο χώρος αυτός τελικά θα αποτελέσει τόπο βαπτίσεων των αρρώστων του νοσοκομείου, όπως δεικνύεται και από την πρόσφατη αρχαιολογική και ιστορική έρευνα του μνημείου. Φαίνεται ότι ο ναός αυτός είχε καθιερωθεί σαν τόπος βαπτίσεων ασθενών του νοσοκομείου που προϋπήρχε και πρίν από τους Σταυροφόρους .Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούμαστε μετά την πρόσφατη ανακάλυψη υπόγειας δεξαμενής στην κρύπτη, που χρονολογικά συνδέεται με την οικοδόμηση του υπέργειου Ναού, τον 11ο αι. Ο Ναός αυτός του 11ου αι. επικοινωνούσε με την υπόγεια κρύπτη δια μέσου ορθογωνικού ανοίγματος που βρίσκεται στο δάπεδο της νότιας κόγχης του ναού.

Το 1160 ο Jean de Wurzburg αναφέρει ότι η Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού συνδέεται με το νοσοκομείο της Ιερουσαλήμ Μετά την εκδίωξη των Σταυροφόρων από την Ιερουσαλήμ από τον Σαλαδινό το 1187, η ιδιοκτησία του ναού περιήλθε ανέπαφη και πάλι στον Ορθόδοξο Πατριάρχη, που την εποχή εκείνη ήταν ο Δοσίθεος Α’ . Το 1187 η Εκκλησία του Αγίου Ιωάνου του Βαπτιστού περιήλθε στους Ελληνορθοδόξους. (Patrologia Graeca 133, col.91). Από τον ΙΓ΄ μέχρι τον ΙΣΤ΄ αι. στη Μονή του Αγίου Ιωάννη  θα κατοικίσουν  Ίβηρες ώς σύμμαχοι των σουλτάνων της Αιγύπτου, προερχόμενοι από την Μονή του Τιμίου Σταυρού, σύμφωνα με έγγραφο του 1526 (από Εγείρας 933) του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Οι Ίβηρες κατά τον ΙΖ’ αι., επειδή βρέθηκαν σε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και μη έχοντες καμμιά οικονομική υποστήριξη από τους βασιλείς τους, αναγκάστηκαν να παραδώσουν την ιερα Μονή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων επί πατριαρχίας Δοσιθέου (1669-1707), ο οποίος προέβη στην αποπληρωμή των χρεών τους προς τους Τούρκους δανειστές, (βλ. φιρμάν του 1106=1689 «Περί του μή ενοχλείσθαι τους Αγιοταφίτες δια τα υπ’αυτών κατεχόμενα Μοναστήρια και Εκκλησίες»)∙ και προέβη στην αναστήλωση του μνημείου, το οποίο ευρίσκετο σε οικτρά κατάσταση, («…ήσαν γάρ πάντα σεσαθρωμένα και ετοίμως έχοντα τού καταπέσειν», Δωδεκάβιβλος ).Από την αναφορά του Νεόφυτου του Κύπριου έχουμε την πληροφορία «…..η Εκκλησία τού Τιμίου Προδρόμου παρίστα οικτρόν καί ελεεινόν θέαμα».

Το 1517 δια επισήμου ορισμού η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή θα παραχωρηθεί στον Πατριάρχη Δωρόθεο, (1493-1654), αναγνωρίζοντας την πλήρη κυριότητα του προσκυνήματος από τον σουλτάν Σελήμ Α’. Επίσης μεγάλη εξουσία θα δοθεί και στον Πατριάρχη Γερμανό (1534-1579), από τον σουλτάν Σουλεϊμάν Κανουνή για το συγκεκριμένο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Λόγω των συνεχών επιχωματώσεων περιμετρικά του μνημείου ο υπόγειος Ναός θα λάβει την μορφή κρύπτης. Η εκχωμάτωση του υπογείου Ναού θα πραγματοποιηθεί από τον Πατριάρχη Νεκτάριο (1660-1669). Το 1671 ο Bruyn που θα επισκευθεί τα Ιεροσόλυμα, θα αναφέρει για την επίσκεψή του στον υπόγειο Ναό, όπου οι Έλληνες σε βάθος 27 βαθμίδων βρήκαν την υπόγεια κρύπτη, την καλουμένη Dell’ Apostoli, υπονοούντες ότι η Εκκλησία αυτή ήταν ο τόπος της γέννησης των Αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννου.

Επίσης ανάλογη μαρτυρία έχουμε και από τον P.Nau το 1674, ο οποίος αναφέρει ότι ο υπόγειος Ναός ήταν άλλοτε ο οίκος του Ζαχαρίου, πατρός του Ιωάννη του Βαπτιστή. Το 1839 αναστηλώθηκε και εγκαινιάσθηκε ο Ναός του Αγίου Ιωάνου του Βαπτιστού,όπως αναφέρει η αναμνηστική επιγραφή στην δυτική όψη της Εκκλησίας. Την περίοδο αυτή θα πρέπει να κατασκευάστηκε και η Αγία τράπεζα με την επαναχρησιμοποίηση ρωμαϊκού μονόλιθου, προερχομένου πιθανότατα από το ρωμαϊκό δάπεδο της κρύπτης. .Το 1844 ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου θα δώσει άδεια για την επισκευή του μοναστηριού, όπως μας πληροφορεί ο Νεόφυτος. Με την άδεια αυτή και φροντίδα του Αρχιεπισκόπου Λύδδης Κυρίλλου και επιμέλεια του ηγουμένου της Μονής ιερομονάχου Μακαρίου του Κρητός, θα επισκευαστεί ο υπέργειος Ναός, το περιμετρικό τείχος της μονής, ο νάρθηκας που ήταν ετοιμόρροπος η πλακόστρωση δια μαρμάρων, τα εσωτερικά και εξωτερικά αρμολογήματα και θα κατασκευαστεί και το απαράμιλλης τέχνης εικονοστάσιο.

Το 1847 πραγματοποιήθηκαν εργασίες στην κρύπτη του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Το 1890-2 κατά τη διάρκεια εκχωματικών εργασιών στον υπόγειο Ναό με τη φροντιδα του Σκευοφύλακος Ευθυμίου, βρέθηκε στο ιερό αυτού κειμήλιο ανεκτίμητης αξίας που φυλασσεται σήμερα στο Σκευοφυλάκιο του Παναγίου Τάφου. Το κειμήλιο αυτό αποτελείται από κρυστάλλινη θήκη σε μορφή μίτρας (τιάρας), ανήκει στον 12ο αι., περιβάλλεται και κοσμείται με πολύτιμους λίθους, ενώ στο εσωτερικό του φυλασσονται τεμάχιο του Τιμίου ξύλου, λείψανα των αγίων Πέτρου και Ιωάννου του Βαπτιστού, λείψανα σχεδόν όλων των Αποστόλων, λείψανα των μαρτύρων Βίτα, Λαυρεντίου, Στεφάνου μετά λατινικών επιγραφών («Ο Κύριος ενήστευσε»), καθώς και του Αγγλοσάξωνος βασιλέως Oswald. Το 1899 εκπονήθηκε αρχιτεκτονική μελέτη από τον  A.C.Dickie για την Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. To 1925 το νότιο μισό του Muristan αποκτήθηκε από το English order of St.John of Jerusalem.

Οι εξωτερικές διαστάσεις της Εκκλησίας είναι 22, 16m x 18, 80m (συμπεριλαμβανομένου του νάρθηκος)  και το ύψος στο κέντρο του σταυροθολίου είναι 5,88m. Το επίπεδο του δαπέδου της κρύπτης βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με αυτό του ιερού Ναού της Αναστάσεως και σε βάθος  -7.04 m. κάτω από το επίπεδο της αυλής της Μονής. Πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως νεότερα στοιχεία σχετικά με την ηλικία της υπόγειας κρύπτης που τελικά ανάγεται στους ρωμαϊκούς χρόνους, δηλ στον 1οαι. Η μορφή της κάτοψης παραπέμπει σε δημόσια ρωμαϊκά κτίρια, πιθανότατα σε ρωμαϊκό δικαστήριο. Το κτίριο αυτό ήταν διώροφο, έφερε ξύλινο δάπεδο και εκαλύπτετο με κεράμους ρωμαϊκούς. Το δάπεδο του υπογείου αποτελείτο από μονόλιθους ισχυρών διαστάσεων και πάχους μέχρι και 40 εκ. Το 1523 ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ανοικοδομώντας τα δυτικά τείχη της Ιερουσαλήμ, τα οποία από την εποχή του Σαλαδινού σε πολλά σημεία είχαν καταρρεύσει, θα αφαιρέσει το δάπεδο της κρύπτης, καθώς και τους λαξευτούς λίθους του μοναστηριού, προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει στην αναστήλωση των τειχών. (Ανάλεκτα Ιεροσοσολύμων, σταχυολογίας, σ.37).

Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία ότι ο υπόγειος ναός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή ήταν ρωμαϊκό κτίριο, το οποίο μετατράπηκε από την  αυτοκράτειρα Ευδοκία σε Εκκλησία τον 5ο αι.

Η ανασκαφή βάθους 2.5 m περίπου στο κέντρο της κάτοψης της κρύπτης έφερε στο φως τα θεμέλεια κτιρίου πρωϊμης ρωμαϊκής περιόδου, καθώς επίσης δόμους και κεράμους της περιόδου αυτής, που προέρχονταν από βίαια καταστροφή του κτιρίου αυτού (σεισμός ή εχθρική καταστροφή).  Βρέθηκε η ρωμαϊκή θεμελίωση στη νότια κόγχη, που πάνω σε αυτή ήταν κατασκευασμένο το λιθόστρωτο δάπεδο. Στο λιθόστρωτο αυτό ρωμαϊκό δάπεδο οι Σταυροφόροι θα στηρίξουν τους τέσσερεις κεντρικούς πεσσούς. που υποβαστάζουν σήμερα  το κεντρικό σταυροθόλιο της κρύπτης.

Σήμερα το λιθόστρωτο δάπεδο της κρύπτης του 19ου αι. έχει αφαιρεθεί και μεταφερθεί στο Πατριαρχείο, διατηρώντας μόνο τα τμήματα της ρωμαϊκής περιόδου, τα οποία έχουν διασωθεί. Το δάπεδο αυτό μετά το πέρας των εργασιών προβλέπεται να συμπληρωθεί και να αποκατασταθεί στην αρχική του μορφή.

Σήμερα οι εργασίες στο μνημείο αυτό βρίσκονται σε εξέλιξη, με την φροντίδα και ευλογία  του Μακαριωτάτου Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου του Γ’, την επίβλεψη του τεχνικού Γραφείου του Πατριαρχείου και της UNESCO. Τη χρηματοδότηση του έργου  έχει αναλάβει το Ίδρυμα Λεβέντη.

Δρ. Αρχιτέκτων Μητρόπουλος Θεοδόσιος,

Διευθυντής του Τεχνικού Γραφείου του Πατριαρχείου,

Ιανουάριος 2011.

ngg_shortcode_2_placeholder




«Η ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ» –ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΣ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ JERUSALEM POST.

Το ακόλουθο άρθρο, το οποίο συμπεριλαμβάνει την συνέντευξη του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου δημοσιεύθηκε από την εφημερίδα Jerusalem Post, τον Ιούλιο του 2010.

Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία: – Πατριαρχείο Ιεροσολύμων

Από τον ΝΤΟΒ ΠΡΕΜΙΝΓΚΕΡ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ από τη ΣΑΡΑ ΛΕΒΙΝ

Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία στα Ιεροσόλυμα έχει μια αδιάκοπη παρουσία στους Αγίους Τόπους από τους πρώτους αιώνες της Χριστιανοσύνης και πορεύεται αθόρυβα την πορεία της μέσω των 1.500 και πλέον ετών της ιστορίας της.  Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τον εαυτό της ότι είναι η Μητέρα Εκκλησία του Χριστιανισμού και κηρύσσει το ίδιο δόγμα από την εποχή του Ιησού.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία ισχυρίζεται ότι ο πρώτος Επίσκοπός της ήταν ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Ιησού, και η Εκκλησία συμπεριλαμβάνει, μεταξύ των Παναγίων Προσκυνημάτων, τά οποία κατέχει, και την Εκκλησία της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ καθώς και την Εκκλησία του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ.  Σήμερα οι μοναχοί της, με το χαρακτηριστικό μαύρο ράσο, τιμούν και υπηρετούν αυτά τα προσκυνήματα με την ίδια ιερουργία και το ίδιο τελετουργικό τυπικό, όπως και στους αρχαίους χρόνους, διατηρώντας με επιμονή τις παραδόσεις τους μέσα στο διάβα του χρόνου και των ιστορικών συμβάντων όπως το Μεγάλο Σχίσμα του έτους 1054 μ.Χ., την Ισλαμική κατάκτηση της Ιερουσαλήμ, την εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας, και των Σταυροφοριών.

Μόλις πρόσφατα, η τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετώπισε προκλήσεις από την Κυβέρνηση του Ισραήλ καθώς και εναντίωση από το ποίμνιό της, το οποίο αποτελείται, ως επί το πλείστον, από Παλαιστίνιους Άραβες.

Όμως η Εκκλησία συνεχίζει να πορεύεται καθοδηγούμενη από τον ήρεμο και ταπεινό Πατριάρχη Θεόφιλο ΙΙΙ, ο οποίος αντιμετωπίζει τις σύγχρονες κρίσεις με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο η Εκκλησία πάντα αντιμετώπιζε τις κρίσεις: «Με προσευχή, υπομονή, σοφία, επιμονή και σταθερότητα».

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

Παρουσιάζει ενδιαφέρον το ότι κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει τα μέλη της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας ως τους αρχικούς Διαμαρτυρόμενους, λόγω του ότι η αξίωση του Ρωμαιοκαθολικού Πάπα ως προς την δικαιοδοσία ήταν μια από τις κύριες αιτίες του Μεγάλου Σχίσματος, το οποίο διαίρεσε την Εκκλησία σε Καθολικό δόγμα και Ορθόδοξο δόγμα.

«Τα δόγματα σε πολλά σημεία είναι κοινά», είπε ο Πατριάρχης Θεόφιλος ΙΙΙ, «για τις δύο Εκκλησίες. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των Ρωμαιο-Καθολικών και του Ορθόδοξου Χριστιανισμού είναι το αξίωμα ενός Πάπα, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι ο Εντεταλμένος Εκπρόσωπος (Βηκάριος) του Χριστού επί της Γης».

Ο Ντάνιελ Ρόσινγκ, Εκτελεστικός Διευθυντής του Κέντρου της Ιερουσαλήμ για τις σχέσεις Ιουδαϊσμού – Χριστιανισμού, τόνισε ότι μια άλλη διαφορά αποτελεί το γεγονός ότι η Καθολική Εκκλησία έχει ιεραρχία με δομή «πυραμίδας» υπό τον Πάπα, ενώ η εξουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας πηγάζει από τα επί μέρους τοπικά Πατριαρχεία.  Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως θεωρείται ο πρώτος μεταξύ ίσων· δεν έχει δικαιοδοσία επί των άλλων Πατριαρχών.

Η Ορθόδοξη θρησκεία είναι, επίσης, διαφορετική από αυτή των Διαμαρτυρομένων, Προτεσταντών, παρ’ όλη την κοινή απουσία μιας Παπικής εξουσίας, αρχής. «Μια μεγάλη διαφορά στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ότι είναι πολύ τελετουργική, λειτουργική» είπε ο Ρόσινγκ.  «Έχει πολλά τυπικά, εικονίσματα, κεριά, λιτανείες. Ο Προτεσταντισμός τείνει να είναι πιο διανοητικός με λιγότερο τελετουργικό.  Και, επίσης, οι Διαμαρτυρόμενοι Προτεστάντες δεν έχουν άγαμους μοναχούς,  κληρικούς».

Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, μερικές φορές γνωστή και ως Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, έχει τις καταβολές της στο διαμελισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.  Τον 4ο αιώνα, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κήρυξε την ανατολική πόλη της Κωνσταντινουπόλεως ως τη νέα πρωτεύουσα της Ρώμης.  Τοιουτοτρόπως άρχισε μια βαθμιαία αποστασιοποίηση μεταξύ του ανατολικού ημίσεως και του δυτικού ημίσεως της αυτοκρατορίας.

Καθώς το Λατινόφωνο Δυτικό ήμισυ και το Ελληνόφωνο Ανατολικό ήμισυ διαχωρίστηκαν, οι θεολογικές διαμάχες καθώς και διαμάχες εξουσίας μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας είχαν ως αποκορύφωμα το Μεγάλο Σχίσμα, με το οποίο οι θρησκευτικοί ηγέτες των Ανατολικών και Δυτικών περιοχών αφόρισαν αλλήλους.  Χωρίστηκαν σε Δυτική Λατινική Εκκλησία – τώρα οι Ρωμαιο-καθολικοί – και την Ανατολική Ελληνική Εκκλησία, τώρα γνωστή ως Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η λέξη Ορθόδοξος είναι Ελληνική και σημαίνει «ορθή, σωστή πίστη», και αναφέρεται στην άποψη της Ορθόδοξης Εκκλησίας ότι αυτή κατέχει απαρέγκλιτα το αρχέγονο και ορθό τυπικό και τελετουργικό του Χριστιανισμού.  Όντως οι Έλληνες Ορθόδοξοι αποκαλούν τους εαυτούς τους Ρωμαιο-Ορθοδόξους· όμως οι Λατίνοι τους απεκάλεσαν Έλληνες Ορθοδόξους και «έμεινε» το όνομα.

Σήμερα υπάρχουν περίπου 40.000 γηγενείς Ορθόδοξοι Χριστιανοί στο Ισραήλ και στα Παλαιστινιακά εδάφη. Οι περισσότεροι είναι Παλαιστίνιοι Άραβες εκτός από ένα μικρό αριθμό Ελλήνων κληρικών, οι οποίοι ηγούνται αυτών.

ΠΕΡΙΦΡΟΥΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΩΝ

Περίπου 120 μοναχοί ζουν και προσεύχονται σε ένα ωραίο μοναστήρι στην Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, το οποίο λειτουργεί και ως έδρα του Πατριαρχείου.  Αυτοί οι άγαμοι  μοναχοί είναι, στην πλειονότητά τους, Έλληνες και συγκροτούν τον πυρήνα του κλήρου της Εκκλησίας.

Οι μοναχοί διάγουν μια ζωή προσευχής και μελέτης (δες την παρακείμενη εξιστόρηση), και συμπεριλαμβάνουν ποιμαντικό έργο στις υποχρεώσεις τους, καθώς και συντήρηση και προσκύνηση των ιερών προσκυνημάτων της Εκκλησίας.

Ένα Διοικητικό Συμβούλιο από 18 επισκόπους, αποκαλούμενο Ιερά Σύνοδος, διοικεί την Αδελφότητα των μοναχών και την Εκκλησία, και είναι υπεύθυνη για την εκλογή του Πατριάρχη. Αυτή εξέλεξε την Α.Θ.Μ. κ.κ. Θεόφιλο ΙΙΙ, Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ το 2005.

«Ένα κύριο λειτούργημα του Πατριαρχείου είναι να φροντίζει τα ιερά προσκυνήματα», είπε ο Πατριάρχης Θεόφιλος.  «Φυλάσσουμε και διατηρούμε τα Πανάγια προσκυνήματα, έτσι ώστε νά είναι προσβάσιμα στον οποιονδήποτε χωρίς διακρίσεις».

Ίσως το πιο ιερό μέρος, το οποίο ανήκει στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας, είναι ο Ναός του Παναγίου Τάφου.  Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι κύριος κάτοχος της γης, επί της οποίας είναι χτισμένος ο Ναός, αν και η διαχείριση / διοίκηση είναι διαιρεμένη, διαμοιρασμένη μεταξύ των έξι (6) Χριστιανικών δογμάτων: των Ελλήνων Ορθοδόξων, των Καθολικών, των Αρμενίων Ορθοδόξων, των Σύρων Ορθοδόξων, των Κοπτών Αιγυπτίων και των Αιθιόπων.

Σύμφωνα με τους Έλληνες Ορθοδόξους, ο Ιησούς είναι Υιός του Θεού,  έχει την θεία μαζί με την ανθρώπινη φύση και είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Οι Έλληνες Ορθόδοξοι πιστεύουν στα τρία πρόσωπα του Θεού, το «τρισυπόστατον», τον Πατέρα, τον Υιό, και το Άγιο Πνεύμα. Οι Ορθόδοξες λειτουργίες έχουν τις απαρχές τους στην πρώιμη Αποστολική Εκκλησία, και την Παλαιά Διαθήκη. Λιβάνι, κεριά και λυχνάρια ελαίου χρησιμοποιούνται στις λειτουργίες, όπως χρησιμοποιούνταν και στους καιρούς της περιόδου της Παλαιάς Διαθήκης. Βυζαντινές ψαλμωδίες και ύμνοι ψάλλονται στις λειτουργίες των Ελλήνων Ορθοδόξων. Δεν χρησιμοποιούνται όργανα κατά τη διάρκεια των λειτουργιών και των ύμνων· μόνο ψάλλουν.

Οι μοναχοί της Εκκλησίας προσεύχονται για τέσσερεις ή πέντε ώρες κάθε μέρα.

Τα ενδύματα των ιερέων είναι περίτεχνα, λεπτοδουλεμένα.  Τα σχέδιά τους προέρχονται από την Παλαιά Διαθήκη.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΥ

(Από τον Αρχιμανδρίτη π. Ισίδωρο).

6:00 πμ      –        Εγερτήριο. Πρωϊνές προσευχές

8:00 πμ      –        Εργασία στο Γραφείο. Διοικητικά καθήκοντα, ποιμαντικές και κοινοτικές ευθύνες, συντήρηση και φροντίδα των ιερών τόπων.

2:00 μμ      –        «Εσπερινός» / Εσπερινή Ακολουθία.

4:00 μμ      –        Ανάπαυση.

6:00 μμ      –        Νυκτερινές Προσευχές.

7:00 μμ      –        Ανάπαυση. «Πηγαίνουμε στα δωμάτια μας, μελετούμε, διαβάζουμε ένα βιβλίο, διασκεδάζουμε ψυχαγωγούμαστε, μιλούμε για τον Θεό».

Αν και η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία τείνει να έχει καλές σχέσεις με τα άλλα Χριστιανικά δόγματα, εν τούτοις το προσκύνημα τούτο έχει μία ιστορία εντάσεων, οι οποίες «αναζωπυρώνονται» κατά διαστήματα.

Το 1853, ο Σουλτάνος της εποχής εξέδωσε ένα διάταγμα του status quo για τον Πανάγιο Τάφο, με το οποίο απαιτούσε ότι όλα τα έξι δόγματα θα έπρεπε να συμφωνούν για οποιεσδήποτε δομικές αλλαγές στην Εκκλησία του Παναγίου Τάφου.  Αυτή η αμφίδρομη και περιπεπλεγμένη δέσμευση  έφερε τις ενδιαφερόμενες πλευρές σε μεγάλο αδιέξοδο, εξ αιτίας του οποίου δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε οποιεσδήποτε αλλαγές, συμπεριλαμβανομένων και των πολύ σημαντικών, όπως π.χ. της κατασκευής μιας εξόδου κινδύνου σε περίπτωση πυρκαϊάς, η οποία θα συμπλήρωνε τη μοναδική είσοδο – έξοδο του Ναού της Αναστάσεως.

Το σύμβολο του τέλματος του status quo, στο οποίο έχει περιέλθει ο Πανάγιος Τάφος είναι η περίφημη «ανεμόσκαλα», η οποία είχε τοποθετηθεί πάνω σε έναν τοίχο περί το 1800 και έκτοτε έχει παραμείνει ως έχει, διότι κανείς από τους εμπλεκομένους φορείς δεν έχει την αρμοδιότητα να την αποσύρει.

Ακόμη και πολύ ελαφρές δομικές αλλαγές έχουν υποκινήσει βία μεταξύ των κληρικών.  Όταν ένας Κόπτης μοναχός προσπάθησε, το 2002, να μετακινήσει μία καρέκλα στη σκιά, προκάλεσε μια διαμάχη με τους Αιθίοπες, οι οποίοι απέρριψαν τη δικαιοδοσία του επί της περιοχής.  Όμως, τέτοια συμβάντα είναι σχετικά σπάνια και, η από κοινού διοίκηση της Εκκλησίας γενικά πορεύεται «καλῇ τῇ πίστει».

Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τον Πανάγιο Τάφο και έχει στην κατοχή της διάφορα ιερά σκηνώματα μεταξύ των θησαυρών της εκεί. Μέσα σε γυάλινη λειψανοθήκη μπορεί κάποιος να δει αυτό που λέγεται ότι είναι μέρος του κρανίου του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, και το χέρι της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής.

ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΛΗΡΙΚΟΙ, ΑΡΑΒΕΣ ΛΑΙΚΟΙ

Πέρα από την αφοσίωση της Εκκλησίας ως προς τη διατήρηση και φροντίδα των Ιερών Τόπων, ο Πατριάρχης Θεόφιλος είπε ότι η ευθύνη της είναι να «φροντίζει για τις διάφορες Ορθόδοξες Χριστιανικές Κοινότητες παντού – στο Ισραήλ, στις Παλαιστινιακές περιοχές και στο Χασιμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας».

Έχουν γίνει όμως καταγγελίες ότι πολύς χρόνος αφιερώνεται στα Πανάγια Προσκυνήματα και ότι το ποίμνιο της Εκκλησίας αποτελεί δευτερεύουσα έγνοια και ασχολία.

«Μερικοί λένε ότι οι Καθολικοί, π.χ., κάνουν πολύ περισσότερα όσον αφορά το εκπαιδευτικό, ιατρικό και φιλανθρωπικό έργο, από ότι η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία», είπε ο Ντάνιελ Ρόσινγκ, Εκτελεστικός Διευθυντής του Κέντρου για τις Σχέσεις Ιουδαίων – Χριστιανών.  «Λένε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία προσδίδει περίσσεια έμφαση στους άγιους τόπους πανάγια προσκυνήματα».

Μια άλλη έγνοια, ανησυχία είναι ότι οι Άραβες λαϊκοί δεν αντιπροσωπεύονται επαρκώς στην Ιεραρχία της Εκκλησίας, η οποία αποτελείται, κατ’ εξοχήν, από Έλληνες.

Ο Ραβίνος Ντεήβιντ Ρόζεν της Αμερικανικής Ιουδαϊκής Επιτροπής {American Jewish Committee – www.ajc.org/ } είπε ότι είναι ένα παλαιό πρόβλημα.  «Υπήρξε ιστορική ένταση μεταξύ της ιεραρχίας και των λαϊκών του ποιμνίου σχετικά με αυτό το θέμα, δηλαδή της αντιπροσώπευσης.  Είναι το μοναδικό Χριστιανικό Δόγμα στους Αγίους Τόπους, του οποίου η ηγεσία δεν προέρχεται από τις τάξεις και τά μέλη της.  Όλες οι Εκκλησίες εδώ είναι Αραβικές Εκκλησίες και η ηγεσία τους αποτελείται από Άραβες κληρικούς εκτός από αυτήν εδώ».

Ο Ρόζεν υπαινίσσεται ότι ο κλήρος παραμένει στη συντριπτική του πλειοψηφία Ελληνικός, διότι η Εκκλησία αντιλαμβάνεται την αποστολή της ως τη συνέχεια του αρχέγονου Χριστιανισμού.  «Εάν ρωτήσετε την ηγεσία, ή την Εκκλησία οπουδήποτε στον κόσμο, θα σας πουν ότι είναι μια ιστορική Εκκλησία, και ότι η σπουδαιότητά της υπερβαίνει κατά πολύ την τοπική εθνική μικρή περιφέρειά της.  Η παγκόσμια ακτινοβολία της είναι μέρος της ιστορικής της ταυτότητας και ευθύνης».

«Όμως, εάν ρωτήσετε την πλειονότητα των Ορθοδόξων πιστών στην περιοχή» συνέχισε ο Ραβίνος Ρόζεν, «πιστεύουν ότι ο κλήρος θα πρέπει να αντιπροσωπεύει την εθνική κοινότητα.  Αυτό είναι μια διαχρονική πηγή εντάσεως για όσο διάστημα κάποιος μπορεί να θυμάται».

Ο Πατριάρχης Θεόφιλος είπε ότι αυτοί οι ισχυρισμοί είναι «καθ’ όλα αναληθείς».

«Στο παρελθόν υπήρξαν προβλήματα, όμως αυτό δε σημαίνει ότι το Πατριαρχείο δεν φροντίζει το ποίμνιό του.  Λαμβάνουμε πρωτοβουλίες, για να προαγάγουμε την εκπαίδευση, να κτίσουμε σχολεία».

«Ακριβώς αυτή τη στιγμή δύο μέλη της Ιεράς Συνόδου είναι Άραβες», είπε.  «Είναι θέμα χρόνου».

Μια διακεκριμένη προσωπικότητα, η οποία μάχεται για τα δικαιώματα των Αράβων στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο Θεοδόσιος, αρχικά επονομαζόμενος Ατάλλα Χάννα, ο οποίος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος το 2005.  Ήταν μόλις ο δεύτερος Παλαιστίνιος ο οποίος έφερε αυτό τον βαθμό στην ιστορία της Εκκλησίας.

Αν και ο Θεοδόσιος αρνήθηκε να σχολιάσει την τρέχουσα σχέση μεταξύ των Αράβων λαϊκών του Αραβικού ποιμνίου και του Ελληνικού κλήρου, εν τούτοις, πριν από τον διορισμό του ως Αρχιεπισκόπου, ήταν μια διαβόητη προσωπικότητα στους Ελληνο – Ορθόδοξους κύκλους.

Ο Θεοδόσιος κέρδισε δημοτικότητα σε σχέση με τους Άραβες λαϊκούς από τις πύρινες στηλιτεύσεις του κατά της Ισραηλινής κατοχής, σε σημείο που το 2002 συνελήφθη και κρατήθηκε για βραχύ χρονικό διάστημα από τις Ισραηλινές αρχές με την υποψία της «υποκινήσεως» και δεσμών με τρομοκρατικές οργανώσεις.

Ο κλήρος  ήταν δυσαρεστημένος με τη στάση του Θεοδοσίου, λόγω της στάσεώς τους ανέκαθεν να διατηρούν καλές σχέσεις με τις κυβερνητικές αρχές. «Η θέση και η στάση μας εδώ ήταν πάντα να συνεισφέρουμε, όσο μπορούμε, στην ειρήνη, αμοιβαία συνύπαρξη και  ανεκτικότητα», είπε ο Πατριάρχης Θεόφιλος.

Όμως παρ’ όλες τις μέγιστες προσπάθειες να παραμείνει ουδέτερη, η Εκκλησία ενεπληρώθη μερικές φορές, στη δίνη.

Η πιο πρόσφατη κρίση ήταν για τη γη.

ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΓΗΣ

Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης  γης στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ.  Της ανήκει το μέγιστο μέρος της γης από την Πύλη του Δαβίδ μέχρι κάτω στο δρόμο, στον οποίο κείται το Ελληνικό Πατριαρχείο, και όλο το δρόμο μέχρι τον Πανάγιο Τάφο.

Πέρα της ιδιοκτησίας της γης, επί της οποίας κείνται πολλοί ιεροί τόποι, η Εκκλησία συγκαταλέγει μεταξύ των ακινήτων, που της ανήκουν, τη γη επί της οποίας ευρίσκεται η κατοικία του Πρωθυπουργού, και τη γη επί της οποίας ευρίσκεται το Ισραηλινό Κοινοβούλιο-Κνέσετ. Ο όρος “Κνέσετ” προέρχεται από το αρχαίο εβραϊκό ( כנסת ) «Μεγάλη Συνέλευση» ή «Μεγάλη Συναγωγή» η οποία, σύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση, ήταν μια συνάθροιση 120 ατόμων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν νομοδιδάσκαλοι, σοφοί, και προφήτες, στην περίοδο από το τέλος των Βιβλικών προφητών έως την περίοδο της δημιουργίας του Ραβινικού Ιουδαϊσμού.

Η γη ανήκει στην Εκκλησία από τους αρχαίους χρόνους.  Ο Πατριάρχης Θεόφιλος εξήγησε ότι η Εκκλησία «δεν είναι μόνο κληρονόμος μιας μεγάλης πνευματικής κληρονομιάς, αλλά και μιας φυσικής, δημοσιονομικής εμπράγματης αξίας κληρονομιάς».

Μετά την Μουσουλμανική κατάκτηση της Αγίας Γης, ο τότε Πατριάρχης Σωφρόνιος παρέμεινε ο εθνικός και θρησκευτικός ηγέτης των Χριστιανών εκεί.  Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία κληρονόμησε τις Εκκλησίες, τις Βασιλικές και τις παρακείμενες εκτάσεις γης, οι οποίες ανήκαν στους κατακτηθέντες Βυζαντινούς.  Κατά το διάβα της ιστορίας της, η Εκκλησία απέκτησε ακόμη περισσότερη γη.

Όταν και οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι προσδίδουν τέτοια υψηλή αξία στην Ιερουσαλήμ, η μεγάλης εκτάσεως ιδιοκτησία γης της Εκκλησίας τη θέτει σε πολύ «λεπτή» θέση.

Η ΚΡΙΣΗ

Το 2005, ο τότε Πατριάρχης Ειρηναίος πυροδότησε σκάνδαλο και ξεσήκωσε κατακραυγή μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας μετά από, όπως αναφέρθηκε, την πώληση μέρους της γης της σε έναν όμιλο Ισραηλινών επενδυτών.

Ο κλήρος εξαγριώθηκε με το ότι ο Πατριάρχης πούλησε γη ανήκουσα στην Εκκλησία, και περισσότερο εξαγριώθηκαν οι Άραβες λαϊκοί, διότι αισθάνθηκαν ότι πουλήθηκε η δική τους γη στους Ισραηλινούς.  Σε απάντηση, η Ιερά Σύνοδος καθαίρεσε από το αξίωμά του τον Πατριάρχη Ειρηναίο, και εξέλεξε ως νέο Πατριάρχη  τον Θεόφιλο ΙΙΙ.

Αυτό το γεγονός αποτέλεσε την αρχή ενός δυσκόλου δύο ετών διαστήματος για την Εκκλησία.  Πέρα από την αντιπαράθεση μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, εξωτερικά προβλήματα βγήκαν, επίσης, στην επιφάνεια.

Η Ισραηλινή κυβέρνηση αρνήθηκε να αναγνωρίσει την έκπτωση του Ειρηναίου, αναφέροντας ότι υπάρχει ανάγκη κυβερνητικής εγκρίσεως για την πράξη.  Με την ίδια λογική, αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον Πατριάρχη Θεόφιλο ως τον διάδοχο του Ειρηναίου. Μερικές αιτιάσεις αναφέρουν ότι πρόσωπα στην κυβέρνηση του Ισραήλ εμπόδισαν την αναγνώριση του Πατριάρχη, για να κερδίσουν πολύτιμες ιδιοκτησίες της Εκκλησίας.

Καθώς ο Πατριάρχης Θεόφιλος εργαζόταν για να αποκαταστήσει την ηρεμία, η οποία επικρατούσε πριν τα συμβάντα αυτά, στην Εκκλησία προκλήθηκε ένα κυβερνητικό πάγωμα των Τραπεζικών λογαριασμών του Πατριαρχείου, τα χρηματικά ποσά των οποίων ήταν αναγκαία για τη συντήρηση και φροντίδα των αγίων τόπων και του σχολικού συστήματος του Πατριαρχείου.

Τον επόμενο χρόνο, η Ισραηλινή κυβέρνηση αρνήθηκε να ανανεώσει θεωρήσεις εισόδου [visas] για πολλούς από τους Έλληνες κληρικούς, κάτι το οποίο θα τους εξανάγκαζε να εγκαταλείψουν το Ισραήλ.

Ακόμη και η κυβέρνηση της Ιορδανίας, της οποίας οι Χριστιανοί εμπίπτουν στη δικαιοδοσία και εξουσία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, για κάποιο χρονικό διάστημα αρνείτο, επίσης, να αναγνωρίσει τον Θεόφιλο.

Όμως ο Θεόφιλος «πέρασε την μπόρα», ασκώντας έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ για την αναγνώρισή του.  Κέρδισε τη μάχη του το 2007 και επιβεβαίωσε τον ρόλο Του από τις κυβερνήσεις του Ισραήλ και της Ιορδανίας.

Ερωτώμενος πώς ανταπεξήλθε στην κρίση, ο Πατριάρχης Θεόφιλος είπε ότι το έπραξε «με προσευχή και με υπομονή.  Με σύνεση, με επιμονή, και με σθεναρότητα. Εγώ ο ίδιος γνώριζα από πού πήγαζε το πρόβλημα, περί τίνος επρόκειτο.  Γνώριζα ότι όλα τα προβλήματα εκφύονταν, όχι από την ίδια την κυβέρνηση, αλλά από μερικά πρόσωπα-κλειδιά, τα οποία είχαν κατοχυρωμένα συμφέροντα». Ο Θεόφιλος αρνήθηκε να κατονομάσει συγκεκριμένα άτομα.

ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Έχοντας ανταπεξέλθει σε αυτήν την πρόσφατη κρίση, διάφορες εικασίες εγείρονται ως προς τις προκλήσεις, τις οποίες η Εκκλησία θα αντιμετωπίσει στο μέλλον.  Ο Ραβίνος Ρόζεν διαβλέπει ότι η διαφοροποιούμενη εθνική σύνθεση του ποιμνίου θα λειτουργήσει ως ελατήριο για μελλοντική αλλαγή.

«Ένα συναρπαστικό ζήτημα σχετικό με την Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί η μεταβολή της χριστιανικής παρουσίας κατά τα τελευταία 20 έτη», είπε ο Ραββίνος Ρόζεν, αναφερόμενος στη μαζική μετανάστευση από την Ρωσία και άλλα πρώην Σοβιετικά κράτη.

Με βάση τον Ισραηλινό Νόμο της Επιστροφής, οποιοδήποτε άτομο με έναν /μια τουλάχιστον Εβραίο παππού ή Εβραία γιαγιά έχει δικαίωμα να κάνει «αλιγιά» κυριολεκτικά: «άνοδο» / μετανάστευση Εβραίου-ας στη Γη του Ισραήλ, να μεταναστεύσει δηλαδή στο Ισραήλ.  Αυτό έφερε ως αποτέλεσμα πολλούς Ρώσους μετανάστες, οι οποίοι μπορεί να έχουν κάποιον Εβραίο παππού ή/και Εβραία γιαγιά, όμως ασκούνται θρησκευτικά ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι.  Εκτιμήσεις ως προς τον αριθμό αυτών των μεταναστών διαφέρουν, όμως ο Πατριάρχης Θεόφιλος λέει ότι μπορεί ο αριθμός τους να πλησιάζει και τις 50.000, ο οποίος είναι μεγαλύτερος από τον γηγενή Ορθόδοξο Αραβικό πληθυσμό.

Ο Πατριάρχης Θεόφιλος αναγνώρισε τη νέα κατάσταση, όμως δεν ανησυχεί.  «Τουναντίον», είπε, «αυτό είναι κάτι το οποίο επαναλαμβάνεται από 70 καί 100 χρόνια πριν.  Είχαμε μια μεγάλη εισροή προσκυνητών.  Είμαστε πολύ χαρούμενοι για την μετανάστευση. Ἀνθρωποι επιστρέφουν από τις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες, κουμουνιστικές χώρες.  Αισθάνονται σαν το σπίτι τους, διότι το Πατριαρχείο τους αντιπροσωπεύει όλους». «Εάν η ιστορία προσφέρει σ’ εμάς κάποια καθοδήγηση, η Ορθόδοξη Εκκλησία θα καλωσορίσει αυτούς τους νέους μετανάστες και θα συνεχίσει να χαράσσει το δρόμο της, όπως έκανε από τις πρώτες μέρες της απαρχής του Χριστιανισμού».

Το άρθρο αυτό, το οποίο συμπεριλαμβάνει την εν λόγω συνέντευξη, δημοσιεύθυκε από την εφημερίδα Jerusalem Post / Χριστιανική Έκδοση, τον Ιούλιο του 2010. Ο συντάκτης του άρθρου είναι ο κ. Dov. Preminger.

ngg_shortcode_3_placeholder




«Ο ΠΑΝΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ» ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΟΥ ΚΑΛΦΑ ΚΟΜΝΗΝΟΥ, 1808 -1810

Τὸ ἔργο τοῦ Κάλφα Κομνηνοῦ 1808 – 1810

Ἡ παρούσα μελέτη παρουσιάζει γιὰ πρώτη φορὰ ὁλοκληρωμένο τὸ ἔργο τοῦ ἀρχιτέκτονα Κάλφα Κομνηνοῦ ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸν Ἱ.Ν. τῆς Ἀναστάσεως Ἱεροσολύμων, μετὰ τὴν καταστροφικὴ πυρκαγιά του, τὸ 1808. Τὸ πόσο ἐπιτακτικὴ ἔχει γίνει ἡ ἀνάγκη γιὰ τὴν ἔρευνα τοῦ Ἱ.Ν. τῆς Ἀναστάσεως ἀντικατοπτρίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ναός, μὲ τὸ πολυσύνθετο ἰδιοκτησιακὸ καθεστώς του, ἀποτελεῖ μέρος ὄχι μόνο τῆς παγκοσμίου θρησκευτικῆς καὶ πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως.

Ἡ προτεινομένη ἐργασία ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ μελετήσῃ τὸ συνολικὸ ἀρχιτεκτονικὸ καὶ διακοσμητικὸ ἔργο τοῦ Ἕλληνα ἀρχιτέκτονα Κομνηνοῦ στὸν Πανίερο Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, νὰ παρουσιάσῃ ὅσα τμήματα σῴζονται ἀνέπαφα σήμερα καὶ νὰ ἀναπαραστήσῃ γραφικὰ αὐτὰ ποὺ ἔχουν διαφοροποιηθεῖ, ὥστε νὰ ἀποκατασταθῇ ἡ ἀρχικὴ συνολικὴ μορφή του.

Ἐπιπλέον, ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ περιγράψῃ τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς οἰκοδομικῆς αὐτῆς ἐπεμβάσεως, τὶς συνθῆκες καὶ τὶς μεθόδους κατασκευῆς, καθὼς καὶ τὰ ὑλικὰ ποὺ χρησιμοποιήθηκαν. Τέλος, ἐπιχειρεῖται ἡ ἀξιολόγησι τῆς ἀρχιτεκτονικῆς καὶ διακοσμητικῆς ἀξίας τοῦ ἐκτελεσθέντος, κάτω ἀπὸ ἰδιαιτέρως δύσκολες συνθῆκες, ἔργου, καθὼς ἡ ἑλληνικὴ αὐτὴ συμβολὴ τοῦ 19ου αἰῶνος στὸ μνημεῖο, ἀποτελεῖ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα σημεῖο θρησκευτικῆς καὶ πολιτικῆς διενέξεως, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ μία ὁλοκληρωμένη ἀρχιτεκτονικὴ τεκμηρίωσι καὶ παρουσίασι τοῦ ἔργου καὶ μιὰ γενικοτέρα ἀποτίμησί του. Ἡ ἔλλειψι αὐτὴ γίνεται σήμερα ἐντονοτέρα λόγῳ τῆς συνεχοῦς προσπαθείας μειώσεως τοῦ ἔργου τοῦ Κομνηνοῦ. Ἕνας ἀπὸ τοὺς σκοποὺς τοῦ ἔργου αὐτοῦ εἶναι νὰ χρησιμεύσῃ ὡς ἕνα ἐπιπλέον βοήθημα στὸ Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων στὶς διαπραγματεύσεις του μὲ τὶς ἄλλες Θρησκευτικὲς Κοινότητες, προκειμένου νὰ διατηρηθῇ ἡ ἑλληνορθόδοξος κληρονομιὰ στὰ Πανάγια Προσκυνήματα.

Ὁ Κομνηνός στὴν προσπάθειά του αὐτὴ νὰ ἀναστηλώσῃ τὸ Ἱερὸ συγκρότημα τοῦ Παναγίου Τάφου, θὰ κατορθώσῃ νὰ δημιουργήσῃ ἕνα νέο μορφολογικὸ σύνολο σύμφωνα μὲ τὶς αἰσθητικὲς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς του καὶ τὶς ἱσχύουσες τότε νομοθεσίες τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους. Ἡ χρήση οἰκοδομικῶν ὑλικῶν συναφῶν μὲ αὐτὰ ποὺ χρησιμοποιήθηκαν στὶς προηγούμενες οἰκοδομικὲς φάσεις, ἡ ἀντιστρεψιμότητα τῶν στερεωτικῶν καὶ διακοσμητικῶν ἐπεμβάσεων, καθὼς καὶ ἡ ἐπίλυσι σοβαρῶν μορφολογικῶν προβλημάτων εὑρίσκονται σὲ πλήρη συμφωνία μὲ τὴ διεθνῆ νομοθεσία προστασίας καὶ συντηρήσεως τῶν μνημείων.

Ἡ Ἑλληνικὴ αὐτὴ συμβολὴ τοῦ 19ου αἰῶνος ἀπετέλεσε ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἐπειδὴ ἡ ἔλλειψι ἀρχιτεκτονικῆς καὶ ἱστορικῆς τεκμηριώσεως τοῦ ἔργου τοῦ Κομνηνοῦ, καθιστοῦσε ἀδύνατη τὴν ἀποτίμησί του καὶ, κατ’ ἐπέκτασι, τὴν ἀντιμετώπισι τῶν κατευθυνομένων προσπαθειῶν γιὰ τὴ μείωσι τῆς ἀξίας τοῦ ἔργου τοῦ Κομνηνοῦ.

Οἱ συνεχεῖς οἰκοδομικὲς καὶ στερεωτικὲς ἐργασίες τῶν προηγουμένων 10ετιῶν ἔχουν καταστρέψει τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ τὸ ἔργο αὐτό, ποὺ σήμερα διασώζεται σὲ ὁρισμένα μόνο τμήματα τοῦ ναοῦ, ἐνῷ μεταξὺ αὐτῶν, τὴν μεγαλύτερη σπουδαιότητα κατέχουν τὸ Ἱερὸ Κουβούκλιο, τὸ Τρικάμαρο, τὸ εἰκονοστάσιο (ἀντίγραφο τῆς φάσεως τοῦ 19ου) καὶ ἡ ἀνατολικὴ ἁψίδα τοῦ Ἱεροῦ. Ἡ μορφή, ἡ διάταξι καὶ ἡ θέσι τῶν ἔργων αὐτῶν ἀποτελοῦν τὸν βασικὸ διακοσμητικὸ ἄξονα, τὴν «ραχοκοκαλιὰ» τῆς Κομνήνειας αὐτῆς οἰκοδομικῆς φάσεως ποὺ διατηρεῖται ἀκόμα ἀνέπαφη στὸν Ἱ.Ν. τῆς Ἀναστάσεως.

Ἡ ἐπέμβασι αὐτὴ ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν τελευταία οἰκοδομικὴ φάσι τῆς ἱστορίας τοῦ μνημείου, ἔχει νὰ παρουσιάσῃ σημαντικὰ στοιχεῖα πλαστικῆς καὶ ἀρχιτεκτονικῆς διακοσμήσεως, ἐνῶ ταυτόχρονα σέβεται τὴν προϋπάρχουσα κατάστασι, προβαίνοντας σὲ πιστὴ ἀνακατασκευὴ πολλῶν ἀπὸ τὰ πυρπολημένα μέρη.

Dr. Μητρόπουλος Θεοδόσιος.

Διευθυντής τοῦ Τεχνικοῦ Γραφείου τοῦ Πατριαρχείου Ιεροσολύμων

ngg_shortcode_4_placeholder




ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ

(ἀπόσπασμα ἐγγράφου διαμαρτυρίας

σταλείσης πρός τόν μονοφυσίτην

Αὐτοκράτορα Ἀναστάσιον,

ὑπό τῶν Μοναχῶν τῆς ἐρήμου τῶ ἔτει 516 μ.Χ.,

τῇ φροντίδι τῶν Ἁγίων Σάββα καί Θεοδοσίου)

«Ἐπειδή διά τοῦτων τῶν Ἁγίων τεσσάρων Συνόδωv [1] ἐδέχθημεν (καθώς πολλάς φοράς ἔχει λεχθῇ),  τήν μονογενῆ καί Ἀποστολικήν Πίστιν πάντες ἡμεῖς οἱ κάτοικοι τῆς Ἁγίας ταύτης Γῆς, καί ἔχομεν στηριχθῆ εἰς αὐτήν μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, λοιπόν οὐδείς θά δυνηθῇ μέ ὁποιονδήποτε τρόπον νά μᾶς ἐνώσῃ μέ κάποιον ὁ ὁποῖος δέν πιστεύει οὕτω καί δέν πειθαρχεῖ εἰς αὐτάς, ἔστω καί ἐάν μᾶς ἀναμένουν μύριοι θάνατοι».

«Ἄς εἶναι πεπεισμένη ἡ ἐξουσία Σου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἐκλεκτῶν Ἀγγέλων, ὅτι μέ κανένα τρόπον ἤ λόγον δέν δεχόμεθα τήν ἕνωσιν μέ τούς προαναφερθέντας Ἀποσχιστάς [2] χωρίς ἔνθεσμον καί κανονικήν κρίσιν, οὔτε συμφωνοῦμε μέ κάποιαν καινοτομίαν εἰς τήν πίστιν δι’ οἱονδήποτε λόγον, οὔτε θά ἀποδεχθῶμεν ὁποτεδήποτε πρόσωπον ἀπό τούς Ἀκεφάλους διά νά χειροτονηθῇ μέ τήν βίαν. Ἐάν, ὅμως, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας συμβῇ τοιοῦτόν τι, πληροφοροῦμεν ἐνώπιον τῆς Ἁγίας και Ὁμοουσίου Τριάδος τήν εὐσέβειάν Σας, ὅτι τά αἵματα πάντων ἡμῶν προθύμως θά ἐκχυθοῦν καί πάντες οἱ Ἅγιοι Τόποι θά καταστραφοῦν διά πυρός πρίν γίνῃ τοιοῦτον τι εἰς τήν Ἁγίαν ταύτην Πόλιν τοῦ Θεοῦ. Διότι ποῖον εἶναι τό ὄφελος ἀπό τήν ἁπλήν προσωνυμίαν τῶν Ἁγίων Τόπων ἐνῷ αὐτοί μέ τοιοῦτον τρόπον πολεμοῦνται καί ἀτιμάζονται»;

«Ἄν λοιπόν ἐξ αἰτίας τῆς Πίστεως, ὅλα αὐτά κινῶνται κατά τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Πόλεως Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τόν ὀφθαλμόν καί φωστῆρα πάσης τῆς οἰκουμένης καί ἡ ὁποία ἐδέχθη τόν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου (ἐφ’ ὅσον κατά τό προφητικόν ἐκεῖνο λόγιον «ἀπό τήν Σιών θά προέλθῃ νόμος,καί λόγος Κυρίου ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ»), ἄν δέ οἱ κάτοικοί της μέ τάς ἰδίας των χεῖρας  – τρόπον τινά – ψηλαφοῦν καθ’ ἑκάστην τήν ἀλήθειαν διά τῶν ἰδίων τῶν Σεβασμίων Τόπων εἰς τούς ὁποίους συνετελέσθη τό μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν, πῶς, λοιπόν, μετά ἀπό πεντακόσια καί πλέον ἔτη ἀπό τῆς  τοῦ Χριστοῦ παρουσίας οἱ Ἱεροσολυμῖται μανθάνομεν τήν Πίστιν; Συνεπῶς, εἶναι δυνατόν μέ ἀσφάλειαν νά γνωρίσωμεν, ὅτι ἡ διόρθωσις ἡ ὁποία τώρα δῆθεν ἐπεισάγεται εἰς τήν προηγουμένην κατά Χριστόν πίστιν δέν εἶναι τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ, ἀλλά διδαχή τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος ἐπείγεται νά συγχύσῃ τήν ἕνωσιν καί εἰρήνην τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ καί ὁ ὁποῖος ἐγέμισε τά πάντα μέ ταραχήν καί ἀκαταστασίαν».

(Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος Ἁγίου Σάββα νζ’, Schwarz 154, 156, 157)

[1]  Ἐννοεῖ τάς τέσσαρας πρώτας Οἰκουμενικάς Συνόδους, αἱ ὁποῖαι εἶχον μέχρι τοῦ ἔτους ἐκείνου λάβει χώραν

[2]   τ.ἔ. αἱρετικούς Μονοφυσίτας




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Σε μια εποχή τού «τέλους τού λόγου» (M. Horkeimer), όπως είναι η δική μας, η Εκκλησία γιορτάζει την προσέγγιση του Λόγου ως Σιγής (τής έννοιας). Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμί (Ματθ. 4, 4). Στις μέρες μας ζούμε πραγματικά μια «επιδημία Πνεύματος», ένα Νεο-Μοντανισμό. Αλλά, το ερώτημα είναι ποιου Πνεύματος. Μήπως αντί τού Αγίου κατακλυζόμαστε από το ακάθαρτο (πνεύμα), και τότε η «πνευματικότητά» μας αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια «βλασφημία τού Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 12, 31);

Η κοινωνία μας σήμερα έχει εν πολλοίς μεταβληθεί σε «θέατρο του Παραλόγου». Η βία, η Παραψυχολογία, ο Πνευματισμός (Mediums), η New Age και ο Okkultismus (para-normal, Spuk-, Ψ- φαινόμενα, poltergeist) βρίσκονται σε ημερήσια διάταξη. Φωτισμένες, οραματίστριες, μάγοι, «προφήτες», «τρελοί», hooligans και αναρχικοί απασχολούν τις μεγάλες μάζες και τα τηλεοπτικά κανάλια. Και όμως, τι τραγική ειρωνεία! Aπ’ τη γονυκλισία (lig < inclinaison) τού εσπερινού τού Αγίου Πνεύματος ο πατέρας τού Αναρχισμού Proudhon ετυμολόγησε την ίδια τη Θρησκεία. Απ’ την άλλη μεριά, η Παγκόσμια Οικουμενική Κίνηση επικαλείται συνεχώς το Πανάγιο Πνεύμα για την πολυπόθητη Ένωση των Εκκλησιών, όπως φαίνεται από τον γενικό της τίτλο «Ελθέ Πνεύμα Άγιον».

Με την Πεντηκοστή κλείνει ο λειτουργικός κύκλος τού εκκλησιαστικού έτους. Αν η πρώτη Αποκάλυψη-Διαθήκη ήταν η Μωσαϊκή (του Yahwe) και η δεύτερη, η Χριστολογική («χειρόγραφον» της Σταύρωσης), η Πεντηκοστή αποτελεί την τρίτη. Η φανέρωση του Πνεύματος στην Ιστορία σημαίνει το «σπάσιμο» της Αιτιοκρατίας (Determinismus) και την αναγνώριση του έκτακτου, του πιθανού και του ενδεχόμενου, δηλ. τού «θαύματος» (βλ. J. Oury, 5ο Διεθνές Συνέδριο Ψυχανάλυσης, 1981).

Λέγοντας εδώ «πνεύμα», δεν εννοούμε ούτε τον πολιτισμό, ούτε την Εγελιανή Ιδέα, ούτε την ατομική (ψυχική) διάθεση. Εννοούμε το Τρίτο Πρόσωπο της Αγ. Τριάδας. Την ορθόδοξη Πνευματολογία συνοψίζει θαυμάσια η λέξη «Ακτιστοσυμπλαστουργοσύνθρονον» τής 8ης ωδής τού Κανόνα τής εορτής. Το Αγ. Πνεύμα («δάκτυλος του Θεού») δεν είναι καμιά (αφηρημένη) ενέργεια του Θεού, όπως πολύ εύκολα θα μπορούσε να μας παραπλανήσει το ουδέτερο γένος Του στην Ελληνική γλώσσα, αφού σε άλλες γλώσσες υπάρχει και σε αρσενικό (Spiritus, Παράκλητος) αλλά και σε θηλυκό (Roua’h) γένος.

Το Αγ. Πνεύμα εκπορεύεται από τον Θ. Πατέρα, ενώ πέμπεται δια τού Υιού (Λόγου). Οι αρχαίοι αιρετικοί είτε αρνήθηκαν τη θεότητα του Τρίτου Προσώπου τής Αγ. Τριάδας (Μακεδόνιος), όπως οι σημερινοί Χιλιαστές, είτε το ταύτισαν με τον εαυτό τους (Μωάμεθ)! Οι νεότεροι, πάλι, είτε το υποτίμησαν (Filioque), είτε το υπερτίμησαν (Πνευματοκρατία, Πεντηκοστιανοί), είτε, τέλος, το διαστρέβλωσαν (Ρωσική Σοφιολογία). Ήδη 500 χρόνια π.Χ. ο Προφήτης Ιωήλ (3, 1) αποφθεγγόταν: «Και έσται μετά ταύτα και εκχεώ από τού Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, και προφητεύουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών, και οι πρεσβύτεροι υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται, και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται».

Όπως 50 ημέρες μετά την Έξοδο (Πάσχα) οι Εβραίοι δια του Μωυσή παρέλαβαν στο όρος Σινά τον Νόμο (Σιναϊτική Πεντηκοστή: Schabu’ot), έτσι και οι (120 πρώτοι) Χριστιανοί (Εκκλησία) πενήντα μέρες μετά την Ανάσταση παραλαμβάνουν σ’ ένα άλλο υψηλό μέρος («υπερώον») στις 9 π.μ. τη Θ. Χάρη (Ιεροσολυμητική Πεντηκοστή). Το πενήντα (50 = 7Χ7) τόσο στους Αρχαίους Έλληνες (πρβλ. 50 Νηρηίδες τού Δαναού), όσο και στους Εβραίους (Ιωβηλαίο), αποτελούσε ιερό αριθμό. Κατά τον απόστολο Παύλο, τα επτά από τα εννέα Χαρίσματα αναφέρονται στην ειδική ενέργεια του Αγ. Πνεύματος (Α’ Κορ. 12, 8-10). Μετά την Ανάληψη του Θ. Λόγου, το Αγ. Πνεύμα εισέρχεται στον κόσμο δια της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και η Πεντηκοστή ονομάζεται «γενέθλια ημέρα τής Εκκλησίας» (άγ. Ειρηναίος).

Χωρίς να συγχέουμε το (Θείο) Πνεύμα με την (ανθρώπινη) ψυχή (soul), μπορούμε να θεωρήσουμε το Θείο εμφύσημα στον άνθρωπο (Γεν. 2, 7) ως την αρχετυπική πράξη τής Πεντηκοστής. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, προ της Πεντηκοστής η Εκκλησία έμοιαζε με το ανθρώπινο σώμα πριν δεχτεί τη ζωογόνο πνοή τού Δημιουργού. Η Εκκλησία είναι χαρισματική κοινωνία προσώπων, ζώντων μεταξύ Πεντηκοστής και Β’ Παρουσίας (βλ. «αρραβών» τού Πνεύματος). Η Εκκλησία, ως τόπος παρουσίας τού Τριαδικού Θεού μέσα στην Ιστορία δια της ενεργείας τού Πνεύματος, συνεχίζει περαιτέρω το σωτήριο έργο τού Χριστού, το οποίο οικειοποιούνται προσωπικά οι πιστοί. Σύμφωνα με τον Μάξιμο τον Ομολογητή, ο ίδιος ο Χριστός, «ως απαρχή και τέλος των όντων, και λόγος, ώ τα πάντα φύσει συνέστηκε», είναι η Πεντηκοστή. Η λειτουργική «Αναφορά», η Επίκληση και ο Καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων (βλ. Ζέον) έχουν ως κέντρο τους την Ανάληψη και την Πεντηκοστή.

Για την προσοικείωση της Θ. Χάρης (δηλ. των άκτιστων ενεργειών τού Αγ. Πνεύματος) απαιτείται η θεανθρώπινη συνεργία. Το Αγ. Πνεύμα, ως βυθός Θείων Χαρισμάτων, πλημμυρίζει τον άνθρωπο και όλη την Κτίση. Όπως το Πνεύμα κινεί τον Λόγο, έτσι και η ψυχή κινεί τη μετα-γλώσσα (ποίηση, σύμβολο, σημειωτική, ά-φατο, μυστήριο). Κατά τον Μάξιμο, «μυστήριον εστι Πεντηκοστής, η προς την πρόνοιαν άμεσος των προνοουμένων ένωσις, ήγουν η προς τον λόγον κατά την της προνοίας επίνοιαν της φύσεως ένωσις, καθ’ ήν ουδεμία το παράπαν εστι χρόνου και γενέσεως έμφασις». Η «γλωσσολαλία» (γλώσσα των Αγγέλων) τής Πεντηκοστής αποκαθιστά τη «Βαβέλ» (σύγχυση γλωσσών: Εσπεράντο, Ido και Volapuk). Ο οντολογικός Λόγος (Θεο-λογία) συνέχει τον τεχνολογικό λόγο (Ορθολογισμός). Το πνεύμα δίνει ζωή στον (άψυχο) επεξεργαστή (Η/Υ). Το «Πνεύμα τής Αληθείας», αν και μπορεί να προκαλεί με την παραδοξότητά του [πρβλ. την κατά Χριστόν σαλότητα: «Credo, quia absurdum est» (Τερτυλλιανός)], εντούτοις σοφίζει τους αγράμματους και δογματίζει. Έπειτα, η Χάρη τού Αγ. Πνεύματος ενδυναμώνει και βεβαιώνει την πίστη (βλ. τη μετά παρρησίας αποστολική μαρτυρία τής Ανάστασης).

Η Πεντηκοστή, ευχαριστιακός τύπος των (ιουδαϊκών) «απαρχών» (γιορτή θερισμού και συγκομιδής των πρωτογεννημάτων) και της αιώνιας ζωής (7+1=8η ημέρα), συμβολίζει την «εν Χριστώ» ανανεωμένη ανθρωπότητα (τις «απαρχές» τού Πνεύματος, Ρωμ. 8, 23) ως ιερή προσφορά στον Θ. Πατέρα. Έτσι, το Αγ. Πνεύμα «ανθρωποποιεί» (hominisation) τον Άνθρωπο («Παρακλητισμός», N. Berdiajew). Αντίθετα από κάθε Ηθικισμό (νομικισμός), αφού «το γαρ γράμμα αποκτέννει, το δε πνεύμα ζωοποιεί» (Β’ Κορ. 3, 6), οι πρώην διώκτες και φονιάδες με τη βοήθεια του Αγ. Πνεύματος μεταβάλλονται σε ιεραποστόλους και ορθόδοξους «βιαστές» (Ζηλωτισμός). Ακόμα, η ορθόδοξη Παράδοση ανέκαθεν ισορροπούσε μεταξύ (πρωτοχριστιανικής) σύναξης (ποσότητας: κοινοκτημοσύνη), και προσώπου (ποιότητας).

Η μεσσιανική κοινότητα, ανοιχτή σ’ όλους τούς λαούς, αφού το Πνεύμα «όπου θέλει πνει» (Ιω. 3, 8), συνιστά την Πεντηκοστή των εθνών (Πράξ. 10, 44). Το Χρίσμα (σφραγίς) τού Πνεύματος είναι το διακριτικό γνώρισμα της κοινοτικής ζωής (Α’ Ιω. 2, 20. 27). Ο Ιούδας, που κοινώνησε κατά το γράμμα και όχι κατά το Πνεύμα, δαιμονίστηκε. Εξάλλου, η γιορτή τής Πεντηκοστής δονείται από μια μυστική χαρά και έναν ιερό ενθουσιασμό (πνευματική μέθη), αλλά όχι έκσταση, (ιερή) μανία, βακχεία ή τα γνωστά παραληρηματικά φαινόμενα της ειδωλολατρίας. Αυτή η (νηπτική) μέθη μεταμόρφωσε και μεταμορφώνει τους βοσκούς σε Προφήτες (Προφητισμός) και τους ψαράδες σε Αποστόλους, ξεδιψά τους «διψώντες την δικαιοσύνην» (Ματθ. 5, 6), εμ-πνέει δημιουργικά (βλ. Υμνογραφία, Αγιογραφία κ.λπ.), αναπαύει/ειρηνεύει (πρβλ. «περιστερά»), ελευθερώνει υπαρξιακο-οντολογικά (ορθόδοξη ψυχο-πνευματική «αναρχία»), αναψύχει τον καύσωνα των παθών (βλ. «δρόσος τού Πνεύματος»: Αερμών και νεφέλη), συνηγορεί/παρηγορεί (βλ. Παράκλητος), μας κιν(ητοποι)εί ψυχοπνευματικά (Ν. Καβάσιλας) και μας συνδέει αγαπητικά. Κατά τον Γρηγόριο Σιναΐτη, ο έρως είναι καθαρτικός (το Αγ. Πνεύμα ως «ποταμοί ύδατος»), φωτιστικός (το Αγ. Πνεύμα ως πύρινη γλώσσα) και θεωτικός (το Αγ. Πνεύμα ως το Άκτιστο Φως).

Ο Θεός (το Αγ. Πνεύμα) μας παρέχει τις δικές Του Ενέργειες, οι οποίες μας ανοίγουν τα μάτια (τής ψυχής), και έτσι ως ένα είδος γέφυρας επικοινωνούμε μαζί Του. Μάλιστα δε, ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος παρομοιάζει το Αγ. Πνεύμα με σχοινί, που μας ανυψώνει από τη γη προς τον ουρανό. Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, με το Αγ. Πνεύμα επιτελείται το «θεολογείν» (το Χάρισμα της θεογνωσίας), συγχωρούνται οι αμαρτίες (πρβλ. εβραϊκή Ημέρα Αφέσεως) και καθίστανται οι πιστοί «υιοί και κληρονόμοι» τής Βασιλείας τού Θεού.

Η άνοδος του Μωυσή στο όρος Σινά ερμηνεύτηκε αλληγορικά από τον Γρηγόριο Νύσσης και στη συνέχεια από τους Καββαλιστές (< Kabbalah) τού Μεσαίωνα ως εσωτερική «πρόοδος» (πνευματική αύξηση) ανά τρία στάδια-επίπεδα («σεισμούς»): α) «πεδιάδα»: Βάπτισμα (Κατηχητική Θεολογία), β) «πρόποδες»: Χρίσμα (Καταφατική Θεολογία) και γ) «κορυφή»: Θ. Ευχαριστία: «γνόφος αγνωσίας» (Αποφατική Θεολογία). Ωστόσο, χρειάζεται διάκριση, έτσι ώστε η υγιής πνευματικότητα να μη νοσήσει (βλ. Ευσεβισμός). Δοθέντος ότι «το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. 26, 41), το Αγ. Πνεύμα όχι μόνο θεραπεύει «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν», αλλά και ανασταίνει νεκρούς (Ιω. 5, 21).

  • Τέλος, η Θεολογία τής Πεντηκοστής άπτεται άμεσα της Εξελικτικής Οικοθεολογίας, δηλ. τού αγιασμού τής Φύσης με τα δύο αρχέγονα στοιχεία της, τα τόσο αναγκαία στον άνθρωπο, το νερό (ανθρωπολογικά: 70% τού οργανισμού μας, και φυσικά: δίψα Βεδουίνων τής ερήμου) και τη φωτιά [κυριολεκτικά (ανθρωπολογικά: θερμότητα, θερμίδες, καύση, και φυσικά: ανακάλυψη της φωτιάς), και μεταφορικά (Libido βλ. nirvana = σβέση)]. Το Πνεύμα τού Θεού, που «επεφέρετο επάνω τού ύδατος» (Γεν. 1, 2), υποδηλώνει μια «Πεντηκοστή κοσμικής έκτασης» (M. A. Chevalier). Δεδομένου ότι, κατά την Κοινωνιοβιολογία (Sociobiology, 1975) τού E. O. Wilson, η Ορθοδοξία είναι καθ’ ολοκληρία ριζωμένη στην ανθρώπινη συμπεριφορά και σκέψη, το, κατά Γρηγόριο τον Θεολόγο, process Νόμος¾Προφητεία¾Ευαγγέλιο¾Πεντηκοστή, που τείνει προς τον εσχατολογικό Χριστό (Α-Ω), mutatis mutandis, μπορεί να παραλληλιστεί, αν όχι με τη Δαρβίνεια, τουλάχιστον με τη Λαμάρκεια εξέλιξη (J. S. Counelis).

Σπυρίδων Τσιτσίγκος

Αναπληρωτής Καθηγητής της Ψυχολογίας της Θρησκείας

στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών