1

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΣΙΩΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟΝ ΤΗΣ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1821

Τό ἀπόγευμα τῆς Δευτέρας, 12ης/ 25ης Μαρτίου 2024 ,ἔλαβε χώραν σχολική ἑορτή τῆς Ἱερατικῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς τῆς Ἁγίας Σιών διά τήν ἐθνικήν ἐπέτειον τῆς 25ης Μαρτίου 1821.

Τήν ἑορτήν διωργάνωσαν καί ἐξετέλεσαν ὁ Σχολάρχης καί Γέρων Δραγουμᾶνος Ἀρχιμανδρίτης π. Ματθαῖος, οἱ καθηγηταί καί οἱ Ἱεροσπουδασταί, μαθηταί τῆς Σχολῆς.

Τήν ἑορτήν αὐτήν ἐτίμησαν διά τῆς παρουσίας αὐτῶν ἡ Α.Θ.Μ. ὁ Πατήρ ἡμῶν καί Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος, ὁ Πρόεδρος τῆς Σχολικῆς Ἐφορείας Γέρων Σκευοφύλαξ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεραπόλεως κ. Ἰσίδωρος, ὁ ἐξοχώτατος Γενικός Πρόξενος τῆς Ἑλλάδος εἰς τά Ἱεροσόλυμα κ. Δημήτριος Ἀγγελοσόπουλος μετά τῆς οἰκογενείας αὐτοῦ καί ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι Ἁγιοταφῖται Πατέρες καί παρηκολουθησεν ἱκανός ἀριθμός ἐπισκεπτῶν Ἁγιοταφιτῶν,  μοναχῶν, μοναζουσῶν καί μελῶν τῆς Ἑλληνικῆς Παροικίας Ἱεροσολύμων.

Κατά τήν τελετήν ταύτην ἔλαβε χώραν προλόγισις ὑπό τοῦ Σχολάρχου Ἀρχιμανδρίτου π. Ματθαίου καί πανηγυρικός λόγος ὑπό τῆς καθηγητρίας Φιλολόγου Ζωῆς Παπαρνάκη, οἱ μαθηταί ἀπήγγειλαν ποιήματα, ἔψαλαν πατριωτικά ᾂσματα καί ἐπαρουσίασαν ἀπό σκηνῆς καί ἀπό ὀθόνης τά δεινοπαθήματα τοῦ ἔθνους ἡμῶν κατά τούς τετρακοσίους χρόνους σκληρῆς, ἀπηνοῦς, βαρβαρικῆς δουλείας, παιδομαζώματος, ἀνυποίστων βασανιστηρίων, μέ ἰδιαιτέραν ἔμφασιν εἰς τάς περιπτώσεις τῶν νεομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἠρνήθησαν τήν ἀλλαξοπιστίαν καί ἐτελειώθησαν μαρτυρικῶς.

Διά τῶν λόγων, τῶν δρωμένων ἐπί σκηνῆς καί ὁρωμένων ἀπό τῆς ὀθόνης οἱ θεαταί ἐγένοντο ἔμπλεοι συναισθημάτων φλογερᾶς πίστεως, ἀκραιφνοῦς πατριωτισμοῦ καί ἐθνικῆς ὑπερηφανείας.

Λόγους ἐπιδοκιμασίας, εὐαρεσκείας καί ἐπαίνου διά τήν ἐπιτυχίαν τῆς τελετῆς ἐξέφρασεν ἡ Α.Θ.Μ. Πατήρ ἡμῶν καί Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος καί ὁ Γενικός Πρόξενος κ. Δημήτριος  Ἀγγελοσόπουλος πρός τόν Σχολάρχην Ἀρχιμανδρίτην π. Ματθαῖον, τούς καθηγητάς καί τούς μαθητάς τῆς Σχολῆς, μετά τῆς εὐχῆς ὅπως αὐτοί ἔχουν καλάς μαθητικάς ἐπιδόσεις καί ἀποβοῦν ἀντάξιοι διάδοχοι τῶν Ἁγιοταφιτῶν Πατέρων.

(Παρατίθεται τό πρόγραμμα τῆς ἐκδηλώσεως ὡς ἕπεται, ἴδε link:)

national celebration

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας




ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙ ΤΗ ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΩ ΤΗΣ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ

Τήν Δευτέραν, 12ην/25ην Μαρτίου 2024, τήν 10.30 π.μ. ὥραν ἐτελέσθη Δοξολογία εἰς τόν Πανίερον Ναόν τῆς Ἀναστάσεως ἐπί τῇ ἐθνικῇ ἐπετείῳ τῆς 25ης Μαρτίου 1821.

Ἡ Δοξολογία αὕτη ἐτελέσθη ὡς ἱκετήριος δέησις πρός τόν Θεόν διά τήν ἀνάπαυσιν τῶν ψυχῶν τῶν ἡρώων καί ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος τοῦ 1821 καί ὡς εὐχαριστήριος προσευχή πρός τόν Θεόν διά τήν  βοήθειαν Αὐτοῦ εἰς τό ἔθνος μας, προκειμένου νά ἀποτινάξῃ τόν δυσβάσταχτον ζυγόν τῆς Ὀθωμανικῆς δουλείας καί κατακτήσῃ τήν ἐν Χριστῷ ἀλλά καί τήν ἀνθρωπίνην ἐλευθερίαν.

Τῆς Δοξολογίας ταύτης προεξῆρξεν ἡ Α.Θ.Μ. ὁ Πατήρ ἡμῶν καί Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος, συνιερουργούντων τῶν Ἀρχιερέων τοῦ Πατριαρχείου, τῇ τιμητικῇ παρουσίᾳ τοῦ Γενικοῦ Προξένου τῆς Ἑλλάδος εἰς τά Ἱεροσόλυμα κ. Δημητρίου Ἀγγελοσοπούλου καί μελῶν τῆς Ἑλληνικῆς Παροικίας.

Εἰς τήν ἐν τῷ Πατριαρχείῳ αἴθουσαν ὁ Μακαριώτατος προσεφώνησε διά τῆς κάτωθι προσφωνήσεως Αὐτοῦ:

«Εἶναι καιρός νά ἀποτινάξωμεν τόν ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν, νά ἐλευθερώσωμεν τήν Πατρίδα… νά ὑψώσωμεν τό σημεῖον δι’ οὗ πάντοτε νικῶμεν! Λέγω τόν Σταυρόν, καί οὕτω νά ἐκδικήσωμεν τήν Πατρίδα καί τήν Ὀρθόδοξον ἡμῶν Πίστιν ἀπό τήν ἀσεβῆ τῶν ἀσεβῶν καταφρόνησιν». Ἀπό τήν προκήρυξιν τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη εἰς Ἰάσιον 24 Φεβρουαρίου 1821.

Ἐκλαμπρότατε Γενικέ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος κ. Δημήτριε Ἀγγελοσόπουλε,

Σεβαστοί Ἅγιοι Πατέρες καί Ἀδελφοί,

Ἀγαπητοί ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί.

Ἡ ἐθνεγερσία τῆς 25ης Μαρτίου 1821, τῆς ὁποίας τήν ἐπέτειον ἑορτάζομεν κατέχει ἐξέχουσαν διαχρονικήν θέσιν ἐν τῇ παγκοσμίῳ ἱστορίᾳ. Καί τοῦτο, διότι ἡ Ἑλληνική Ἐπανάστασις σηματοδότησε τήν ἐκ τῆς τέφρας ἐθνικοθρησκευτικήν παλιγγενεσίαν τοῦ γένους τῶν Ρωμαίων ἐκ τῆς τυραννικῆς δουλείας τῶν Ὀθωμανῶν ἀφ’ ἑνός˙ καί ἀφύπνισε τήν συνείδησιν λαῶν καί ἐθνῶν στερουμένων τήν ἐθνικήν αὐτῶν ἐλευθερίαν καί ἀνεξαρτησίαν ἀφ’ ἑτέρου.

Οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες ἐμπνεόμενοι ἀπό τό παράγγελμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε», (Γαλ. 5,1), ἐξηγέρθησαν ἐναντίον τοῦ ἀνυποίστου Τουρκικοῦ ζυγοῦ «ὡς ὁ ὑπνῶν Κύριος, ὡς δυνατός κεκραιπαληκώς ἐξ οἴνου» (Ψλμ. 77,65), ὡς λέγει ὁ ψαλμῳδός καί ἐκραύγαζον φωνῇ μεγάλῃ «Ἐλευθερία ἤ Θάνατος». Ὁ δε ἐπίσκοπος Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός ἐκήρυξε τήν ἔναρξιν τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος,

εὐλογῶν καί ὑψώνων τό Λάβαρον τῆς Ἐπαναστάσεως, τῆς ὁποίας τό σύνθημα κατά τόν «Γέροντα τοῦ Μοριᾶ» Θεόδωρον Κολοκοτρώνην ἦτο «νῦν ὁ ἀγών διά τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τήν ἁγίαν καί τῆς πατρίδος τήν Ἐλευθερίαν».

Τό ἀδιάψευστον τοῦτο γεγονός ἀποδεικνύεται καί ἀπό τήν εἰς Ἰάσιον τῇ 24ῃ Φεβρουαρίου τοῦ 1821 προκήρυξιν τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη, εἰς τήν ὁποίαν δηλώνει: «Εἶναι καιρός νά ἀποτινάξωμεν τόν ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν, νά ἐλευθερώσωμεν τήν Πατρίδα… νά ὑψώσωμεν τό σημεῖον δι’ οὗ πάντοτε νικῶμεν! Λέγω τόν Σταυρόν, καί οὕτω νά ἐκδικήσωμεν τήν Πατρίδα καί τήν Ὀρθόδοξον ἡμῶν Πίστιν ἀπό τήν ἀσεβῆ τῶν ἀσεβῶν καταφρόνησιν».

Τό ἰδιαίτερον γνώρισμα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 εἶναι τό γεγονός ὅτι ἀνεδείχθησαν ἥρωες Πατριωτισμοῦ καί μάρτυρες Πίστεως, διό καί οἱ Ἕλληνες Ρωμηοί ἀναγνωρίζονται μιμηταί γνήσιοι καί ἀδιαμφισβήτητοι συνεχισταί τῶν προγόνων αὐτῶν, ἀλλά καί φύλακες τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν καί ἀληθειῶν τῆς Ἑλληνοχριστιανικῆς παραδόσεως.

Ὅλος ὁ ὑπό δουλείαν τελῶν Ἑλληνικός τόπος καί χῶρος μεταβάλλεται εἰς πεδίον ἐξεγέρσεως καί ἐχθροπραξιῶν. Ὁ ἀκατανίκητος πλέον πόθος διά τήν ἀπολύτρωσιν ἐκ τῶν δεινῶν τῆς σκλαβιᾶς, ἐνίκησε τόν φόβον τοῦ ἀλλοεθνοῦς καί ἀλλοθρήσκου στυγνοῦ κατακτητοῦ.

Ἀξιοσημείωτον, ὅτι ἡ σημερινή ἐπέτειος τῆς ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας τοῦ 1821, δέν ἀφορᾷ μόνον εἰς τόν ἑορτασμόν τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς μνήμης, ἀλλά κυρίως καί πρωτίστως εἰς τήν «ἀρχήν τῆς αἰσθήσεως» τοῦ ἠθικοῦ τούτου καί μέχρις αἵματος θυσιαστικοῦ, ἐθνικοθρησκευτικοῦ κατορθώματος. «Εὐσέβεια εἰς Θεόν ἀρχή αἰσθήσεως… οἱ δέ ἄφρονες, τῆς ὕβρεως ὄντες ἐπιθυμηταί, ἀσεβεῖς γενόμενοι ἐμίσησαν αἴσθησιν», (Παροιμ. 1,7,22), λέγει ὁ σοφός Σολομών.

Λέγομεν τοῦτο, διότι ἡ Ἐπανάστασις τοῦ 1821 παραμένει ἀείποτε φῶς καταλάμπον, εἰς τόν σύγχρονον ἡμῖν κόσμον τῆς συγχύσεως, τῆς ἀφροσύνης καί τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς ὕβρεως τῶν κοινῶν πανανθρωπίνων ἠθικῶν ἀξιῶν, ἐξαιρέτως τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας «ἀπ’ τά κόκκαλα βγαλμένης τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά» κατά τόν μέγαν ποιητήν Διονύσιον Σολωμόν.

Ἡ δέ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν ὑπέρ πάντων ἐθνικόν ἀγῶνα, ὑπήρξεν καθολική καί καθοριστική διά τῆς ἐνεργοῦς συμμετοχῆς τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς κλήρου συμπεριλαμβανομένων καί μελῶν τῆς Ἁγιοταφιτικῆς ἡμῶν Ἀδελφότητος. Ἀναρίθμητοι Ἱεράρχαι, ὡς ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, οἱ Ἐπίσκοποι Σαλώνων Ἡσαΐας καί Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός εἰς Κύπρον καί Ἱερεῖς ὡς ὁ Ἅγιος ἱερομάρτυς Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός καί ἁπλοί μοναχοί, ἐπότισαν τό δένδρον τῆς ἐλευθερίας μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν.

Ἡ Γεραρά ἡμῶν τῶν Ἁγιοταφιτῶν Ἀδελφότης εὐγνωμόνως τιμῶσα καί καθηκόντως συμμετέχουσα εἰς τήν ἱεράν μνήμην τῆς Παλιγγενεσίας τοῦ εὐσεβοῦς τῶν Ρωμαίων γένους καί ἔθνους ἡμῶν, κατῆλθεν εἰς τόν Πανίερον Ναόν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ, ἔνθα ἀνεπέμψαμεν εὐχαριστήριον αἶνον καί δοξολογίαν τῷ Ἁγίῳ Τριαδικῷ Θεῷ. Προσέτι δέ ἱκετηρίους ἐντεύξεις καί δεήσεις προσηνέγκαμεν ὑπέρ αἰωνίου ἀναπαύσεως ἐν χώρᾳ ζώντων τῶν μακαρίων ψυχῶν τῶν ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος ἡρωϊκῶς ἀγωνισαμένων καί ἐνδόξως πεσόντων, ἐν τοῖς ἱεροῖς τοῦ γένους ἡμῶν ἀγῶσιν.

Ἐπί δέ τούτοις ἐπιτρέψατε Ἡμῖν, ὅπως ὑψώσωμεν τό ποτήριον ἡμῶν καί ἀξιοχρέως ἀναφωνήσωμεν:

Ζήτω ἡ 25η Μαρτίου τοῦ 1821!

Ζήτω τό εὐσεβές καί Βασιλικόν γένος τῶν Ρωμαίων Ὀρθοδόξων!

Ζήτω ἡ Ἑλλάς!

Ζήτω ἡ Ἁγιοταφιτική ἡμῶν Ἀδελφότης!».

Ἠκολούθησεν ἡ προσφώνησις τοῦ Γενικοῦ Προξένου τῆς Ἑλλάδος ὡς ἕπεται:

Μακαριώτατε,

Σεβασμιώτατοι,

Εξοχώτατε κύριε Αντιπρόσωπε της Κύπρου στην Παλαιστίνη,

Εξοχώτατε κύριε Αντιπρόσωπε της Ιρλανδίας στην Παλαιστινιακή Αρχή,

Σεβαστοί πατέρες και μέλη της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος,

Αξιότιμοι συμπατριώτες και φίλοι,

 Είναι εύκολο σήμερα, 200 και 3 χρόνια από την Εθνεγερσία του 1821, η Επανάσταση και το αίσιο αποτέλεσμά της να θεωρούνται συχνά μία αναπόδραστη εξέλιξη, η οποία οπωσδήποτε θα επερχόταν, ώστε να συντελεσθεί η απελευθέρωση των Ελλήνων και η πλήρωση του πόθου τους για ανεξαρτησία. Η βεβαιότητα αυτή αποτελεί, από μια άποψη, μέτρο της επιτυχίας της πατρίδας μας, που έχει κατορθώσει, στο διάβα των δύο αιώνων που έχουν μεσολαβήσει, να εξασφαλίσει τη σταθερότητα που επιτρέπει να κοιτάζουμε προς το μέλλον, πατώντας σε στερεά θεμέλια.

 Ωστόσο, δύο αιώνες πριν, τίποτε από αυτά δεν ήταν δεδομένο. Ούτε η Επανάσταση, ούτε πολύ περισσότερο η έκβασή της, αποτελούσαν μία αναγκαιότητα επιβαλλόμενη από τη ροή της Ιστορίας. Ο ευγενής Αγώνας του Έθνους μας για ελευθερία ανελήφθη μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον αντίξοο. Η συνεννόηση μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, στην βάση του Συνεδρίου της Βιέννης, η Ιερά Συμμαχία, απέβλεπε στην διατήρηση της καθεστηκυίας, απολυταρχικής τάξης πραγμάτων, μετά την εμπειρία της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεοντείων Πολέμων. Κάθε επαναστατικό κίνημα, οιαδήποτε και αν ήσαν τα κίνητρά του, αποτελούσε απειλή και έπρεπε να καταπνίγεται.

 Δυσμενείς ήταν επίσης οι περιστάσεις του Έθνους μας, το οποίο, επί τέσσερεις αιώνες σκληρής τυραννίας, αγωνιζόταν να διαφυλάξει την ταυτότητά του, την πίστη του και τις αξίες του, την ίδια τη γλώσσα του και την ιστορική του συνείδηση. Το έργο της Εκκλησίας προς τούτο ήταν αποφασιστικής σημασίας και της οφείλεται η ευγνωμοσύνη του Ελληνισμού. Όπως και το έργο πολυάριθμων λογίων προσωπικοτήτων, εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου, και όλων όσων με υπομονή και αυταπάρνηση αφιερώθηκαν στην αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων και διανόησης και στο κίνημα του ελληνικού Διαφωτισμού.  

 Ισχνοί ήσαν και οι διαθέσιμοι πόροι, κατά την έναρξη της Επανάστασης. Eλάχιστα χρήματα, εξοπλισμός και προμήθειες, απέναντι στις δυνάμεις μιας αυτοκρατορίας. Το αντιστάθμισμα στις ελλείψεις αυτές ήταν η υπομονετική προετοιμασία της Επανάστασης, η πολεμική εμπειρία λίγων αλλά ικανών ανδρών, η προσεκτική αξιοποίηση κάθε ευκαιρίας που προσέφερε η διεθνής συγκυρία και κυρίως η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων του Έθνους, στην επανασταστημένη χώρα και στο εξωτερικό, για την πραγμάτωση του οράματος της ελευθερίας. Και η τόλμη, με ακλόνητη πίστη στο δίκαιο αυτού του οράματος.

 Υπό αυτές τις συνθήκες άρχισε ο Αγώνας, το 1821. Οι απροσδόκητες πολεμικές επιτυχίες του κλόνισαν την βεβαιότητα ότι θα κατεπνίγετο. Με τη συστράτευση των δυνάμεων της ελληνικής διασποράς και φιλελλήνων  που πίστευαν στις αρχές της ελευθερίας, οι εξελίξεις στα πεδία των μαχών σταδιακά θεμελίωσαν την προοπτική της ευόδωσής του. Η Εκκλησία συνεισέφερε τα μέγιστα στην υποστήριξή του Αγώνα, σε υλικό και πνευματικό επίπεδο, καθώς και προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν για την επιτυχία του. Οι θυσίες της ήταν ανάλογες, από το μαρτυρικό θάνατο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, έως και στα πεδία των μαχών.

 Πρόκειται για τη λαμπρότερη εποποιΐα της νεότερης Ιστορίας μας, η οποία θεμελίωσε τη σύγχρονη Ελλάδα. Ταυτόχρονα με τον πόλεμο σε ξηρά και θάλασσα, γεννιόνταν σύγχρονοι πολιτικοί θεσμοί, σε μια εποχή που κυριαρχούσε η απολυταρχία. Από τον πρώτο ήδη χρόνο της Επανάστασης, οι εξεγερμένοι Έλληνες κατήρτιζαν Συντάγματα, που θέσπιζαν πολίτευμα δημοκρατικό, με διατάξεις για διάκριση των εξουσιών, ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, απόλυτη κατάργηση της δουλείας στην ελληνική επικράτεια, και για αλλοδαπούς που θα κατέφευγαν σε αυτή. Ο αγώνας των Ελλήνων για την ελευθερία τους συνταυτιζόταν εξ αρχής με αξίες πανανθρώπινες, που διαχρονικά καθόρισαν την ταυτότητα του Ελληνισμού.  

 Ας μη λησμονούμε όμως ότι ήταν ένας αγώνας αμφίρροπος μέχρι τέλους, μακρύς, σκληρός και πολυαίμακτος. Ελληνικοί πληθυσμοί στον ελλαδικό χώρο, τα μικρασιατικά παράλια, την Κύπρο και αλλού υπέστησαν σφαγές ως αντίποινα για την Επανάσταση. Και εδώ, στους Αγίους Τόπους, Έλληνες, Χριστιανοί και η Αγιοταφιτική Αδελφότητα κατέβαλαν το δικό τους τίμημα διώξεων.

 Οφείλουμε επίσης να μην παραβλέπουμε ότι ο επαναστατικός αγώνας δεν έχει μόνο λαμπρές σελίδες, αλλά και οδυνηρά, σκοτεινά κεφάλαια. Η διχόνοια έσπειρε τον ολέθριο σπόρο της και κατά την διάρκεια της Επανάστασης, η οποία γνώρισε ως και εμφύλιες συγκρούσεις, ενώ η επιβίωσή της κρεμόταν από μια κλωστή. Κατά πρόσωπο ας κοιτάζουμε και τα λάθη αυτά, αντλώντας με νηφαλιότητα τα διδάγματά τους.

 Η μακρά πάλη του Ελληνισμού τελεσφόρησε. Το όραμα της ελευθερίας εκπληρώθηκε και το 1830 η Ελλάδα έλαβε επισήμως την θέση της μεταξύ των κυρίαρχων κρατών. Μετά εννέα χρόνια πολέμου, η χώρα ήταν κατεστραμμένη, με χήρες, ορφανά, αστέγους και αναπήρους να χρειάζονται άμεση φροντίδα. Μέσα σε ασφυκτικά σύνορα, με τα ¾ των Ελλήνων να έχουν μείνει έξω από αυτά. Μικρό, πτωχό και καθημαγμένο άρχιζε την πορεία του στην Ιστορία το νέο ελληνικό κράτος.

 Όμως, είχε γεννηθεί. Στους δύο αιώνες που ακολούθησαν, εποχή πυκνών εξελίξεων για όλη την ανθρωπότητα, η Ελλάδα, με την ίδια αφοσίωση των πολιτών της που χαρακτήριζε τους αγωνιστές της Παλιγγενεσίας, κατόρθωσε να προκόψει, να μεγαλώσει και να αναπτυχθεί, να ανταπεξέλθει σε πολλές άλλες προκλήσεις και να εξέλθει ισχυρότερη.    

 Σήμερα, χαίρει διεθνούς σεβασμού για την θέση της στον κόσμο, με ισχυρές φιλίες και συμμαχίες. Προοδεύει διαφυλάσσοντας τις παραδόσεις της και τις αξίες της. Η πορεία της αποτελεί την καλύτερη δικαίωση των μόχθων και του αίματος των προγόνων μας, που το 1821, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, επεχείρησαν το θεωρούμενο ως αδύνατο.

 Η Ελλάδα μπορεί να κοιτάζει το μέλλον με αυτοπεποίθηση, ίση με την υπερηφάνεια με την οποία αναλογίζεται το παρελθόν της. Με την ίδια νηφάλια αυτοπεποίθηση είναι σε θέση να εργάζεται για την προώθηση των αξιών του Ελληνισμού στον κόσμο και την προάσπιση των διαχρονικών προτεραιοτήτων και ενδιαφερόντων του. Μεταξύ αυτών, Μακαριώτατε, παραμένει η διαφύλαξη της χριστιανικής παρουσίας και κληρονομιάς στους Αγίους Τόπους και τα δίκαια του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.

 Καθώς εορτάζουμε σήμερα την εθνική μας επέτειο, ας ευχηθούμε την έλευση της Ειρήνης στην Αγία Γη. Οι πολεμικές συνθήκες στην περιοχή μας και ο σεβασμος στον ανθρώπινο πόνο, ιδίως των αδυνάτων, δεν επιτρέπουν πανηγυρικές εορταστικές εκδηλώσεις. Μας προτρέπουν όμως να αναλογισθούμε τις ιστορικές εμπειρίες της δικής μας χώρας. Από τις οποίες πηγάζει η σταθερή υποστήριξή της στην ειρήνη και στην δικαιοσύνη μεταξύ των εθνών.

 Χρόνια πολλά. Ζήτω η Ελλάδα”.  

Ἅμα τῇ ὑποδοχῇ εἰς τό Πατριαρχεῖον, ὁ Μακαριώτατος ἐδέχθη τόν  ἀντιπρόσωπον τοῦ Πατριάρχου Μόσχας κ.κ. Κυρίλλου Ἀρχιεπίσκοπον Istra Σεραφείμ, φέροντα ὡς  δῶρον πρός Αὐτόν ὡραιοτάτην κανδήλαν.

Ὁ Μακαριώτατος εἶπε πρός τόν Σεβασμιώτατον Σεραφείμ: «εἴμεθα περιχαρεῖς δεχόμενοι τήν ὑμετέραν Σεβασμιότητα, τόν Ἀρχιεπίσκοπον Σεραφείμ, ὡς ἐκπρόσωπον τοῦ ἀγαπητοῦ ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ  Ἡμῶν Μακαριωτάτου Πατριάρχου Μόσχας κ.κ. Κυρίλλου, βεβαρυμένοι δέ ἐκ τῆς τρομοκρατικῆς ἐπιθέσεως  εἰς τό προάστιον τῆς Μόσχας Κρασνογκόρσκ, ἐπισυμβάσης πρότριτα  και προκαλεσάσης πολυάριθμα θύματα εἰς τεθανατωμένους καί  τραυματίας μεταφέρομεν τά βαθύτατα Ἡμῶν συλλυπητήρια καί τήν συμπαράστασιν Ἡμῶν εἰς τό Ποιμαντικόν Αὐτοῦ ἔργον.

Παρά τήν τρομοκρατικήν ἐπίθεσιν ταύτην καί παρά τόν εἰς τήν Ἁγίαν Γῆν μαινόμενον πόλεμον δέν  ἀπολλύομεν τήν ἐλπίδα, ἀλλά προσευχόμεθα ἐπ’ ἐλπίδι καί προσβλέπομεν εἰς τό ἑπόμενον Πάσχα νά δεχθῶμεν προσκυνητάς ἐκ τῆς Ρωσίας καί ἐξ ἄλλων Ὀρθοδόξων χωρῶν».

Ἐπί τῇ ἐπισκέψει ταύτῃ ὁ Μακαριώτατος ἀπένειμεν εἰς τόν Ἀρχιεπίσκοπον Σεραφείμ ὡς δῶρον ἀρχιερατικόν ἐγκόλπιον.

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας




Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ

Ἡ Κυριακή τῆς 11ης /24ης Μαρτίου 2024 ἑωρτάσθη ὑπό τοῦ Πατριαρχείου ὡς πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν καί ὡς Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἤτοι ὡς μνήμη τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων μετά τόν ὑπερεκατονταετῆ ἀπηνῆ καί ἀσεβῆ διωγμόν ἐναντίον αὐτῶν.

Ἡ ἑορτή αὕτη ἑωρτάσθη ὡς θρίαμβος τῶν εἰκόνων διά τῆς  ἐπαναφορᾶς αὐτῶν εἰς τούς ἱερούς Ναούς ὑπό τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου καί τῆς αὐτοκρατείρας Θεοδώρας καί τοῦ υἱοῦ αὐτῆς Μιχαήλ. Ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα ἐζήτησε παρά τοῦ Θεοῦ τήν συγχώρησιν τοῦ συζύγου αὐτῆς αὐτοκράτορος Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου διά λιτανείας. Ἔκτοτε ἡ Ἐκκλησία ἀδιαταράκτως καί ἀδιασαλεύτως τιμᾷ τάς ἱεράς εἰκόνας ὡς πιστοποίησιν καί ἐπιβεβαίωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς σαρκώσεως τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τό ἀληθές  καί σωτήριον γεγονός τοῦτο ἑωρτάσθη  εἰς τόν Πανίερον Ναόν τῆς Ἀναστάσεως δι’ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ ἀφ’ ἑσπέρας, ὁ ὁποῖος καλεῖται «παρρησία» καί περιλαμβάνει ὑποδοχήν καί προσκύνησιν εἰς τήν Ἁγίαν Ἀποκαθήλωσιν, προσκύνησιν εἰς τόν Πανάγιον Τάφον καί τόν Φρικτόν Γολγοθᾶν, κροῦσιν σημάντρων, θυμίαμα ἀνά τά προσκυνήματα, Μεγάλην Εἴσοδον καί Ἀρτοκλασίαν, προεξάρχοντος τῆς Α.Θ.Μ. τοῦ Μακαριωτάτου Πατρός ἡμῶν καί Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου, συνιερουργούντων Ἱερομονάχων καί διακόνων, καί συμπροσευχομένων πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καί ὀλίγων προσκυνητῶν.

Ὡσαύτως ἑωρτάσθη τήν Α’ Κυριακήν τῶν Νηστειῶν διά θείας Λειτουργίας εἰς τό Καθολικόν τοῦ Πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, προεξάρχοντος τοῦ Μακαριωτάτου, συλλειτουργούντων τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καπιτωλιάδος κ. Ἡσυχίου, τῶν Σεβασμιωτάτων Ἀρχιεπισκόπων Γεράσων κ. Θεοφάνους, Κωνσταντίνης κ. Ἀριστάρχου, Σεβαστείας κ. Θεοδοσίου καί Λύδδης κ. Δημητρίου, Ἁγιοταφιτῶν Ἱερομονάχων, ὧν πρῶτος ὁ Γέρων Καμαράσης Ἀρχιμανδρίτης π. Νεκτάριος, τοῦ ἀντιπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας Ἀρχιμανδρίτου π. Βασιανοῦ καί τοῦ ἀντιπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας Ἀρχιμανδρίτου π. Θεοφίλου, τοῦ Ἀρχιδιακόνου π. Μάρκου καί τῶν Ἱεροδιακόνων π. Εὐλογίου, π. Δοσιθέου καί ἄλλων, ψάλλοντος τοῦ Ἱεροδιακόνου π. Συμεών καί τοῦ Πρωτοψάλτου κ. Εὐσταθίου Τσούμανη, τῇ τιμητικῇ παρουσίᾳ τοῦ Γενικοῦ Προξένου τῆς Ἑλλάδος εἰς τά Ἱεροσόλυμα κ. Δημητρίου Ἀγγελοσοπούλου καί τοῦ Πρέσβεως τῆς Γεωργίας κ. Zaza Kandelaki.

Μετά τήν θείαν Λειτουργίαν ἔλαβε χώραν λιτανεία τρίς πέριξ τοῦ Παναγίου Τάφου καί ἀνά τά προσκυνήματα.

Ἅμα τῇ λήξει τῆς λιτανείας ἀνεγνώσθη πρό τοῦ Ἁγίου Τάφου τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπέρ μακαρίας μνήμης τοῦ Πατριάρχου Μεθοδίου, τῆς αὐτοκρατείρας Θεοδώρας καί τοῦ υἱοῦ αὐτῆς Μιχαήλ καί πάντων τῶν Πατριαρχῶν καί Ἀρχιερέων καί αὐτοκρατόρων, προασπιστῶν τῶν ἁγίων καί σεβασμίων εἰκόνων προσκυνουμένων οὐχί λατρευτικῶς ἀλλά σχετικῶς, ὡς ὁρίζουν οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί ὑπέρ καταδίκης ὅλων τῶν πολεμησάντων τάς Ἁγίας καί Ἱεράς εἰκόνας.

Ἅμα τῇ Ἀπολύσει τῆς θείας Λειτουργίας ἐγένετο ἄνοδος εἰς τό Πατριαρχεῖον, ἔνθα ὁ Μακαριώτατος Πατήρ ἡμῶν καί Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος προσεφώνησε διά τῆς κάτωθι προσφωνήσεως Αὐτοῦ:

«Ὁ ἀπερίγραπτος λόγος τοῦ Πατρός ἐκ σοῦ Θεοτόκε περιεγράφη σαρκούμενος καί τήν ρυπωθεῖσαν εἰκόνα εἰς τό ἀρχαῖον ἀναμορφώσας, τῷ θείῳ κάλλει συγκατέμιξεν. Ἀλλ’ ὁμολογοῦντες τήν σωτηρίαν ἔργῳ καί λόγῳ ταύτην ἀνιστοροῦμεν», λέγει ὁ ὑμνῳδός.

Σήμερον, Κυριακήν πρώτην τῶν Νηστειῶν, ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν ἀνάμνησιν τῆς ἀναστηλώσεως τῶν Ἁγίων καί σεπτῶν εἰκόνων, γενομένης παρά τῶν ἀειμνήστων αὐτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ καί τῆς μητρός αὐτοῦ Θεοδώρας, ἐπί τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου καί ὁμολογητοῦ Μεθοδίου.

Ἑκατόν ἔτη καί πλέον κατετάραξε τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ὁ κατά τῆς χρήσεως καί προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων διωγμός ὑπό τῶν κακοδόξων αὐτοκρατόρων Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου καί Θεοφίλου, συζύγου τῆς εὐσεβοῦς αὐτοκρατείρας Θεοδώρας.

Ἡ τιμητική προσκύνησις τῶν Ἱερῶν εἰκόνων τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων ἀποτελεῖ δόγμα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί θεολογίας, διατυπωθέν ὑπό τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας τό 787.  Τό δόγμα τοῦτο ἀπορρέει ἐκ τοῦ θεμελιώδους δόγματος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ εἰκών τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι μαρτυρία ἀδιάψευστος τῆς ἀληθοῦς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ κατ’ ἐξοχήν θεολόγος τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ λέγει ἐπικαλούμενος καί τόν Μέγαν Βασίλειον: «Ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἐποίησεν. Τίνος οὖν ἕνεκεν ἀλλήλους προσκυνοῦμεν, εἰ μη ὡς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πεποιημένους;  Ὡς γάρ φησίν ὁ Θεοφόρος Βασίλειος, «ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει». Πρωτότυπον δέ ἐστι τό εἰκονιζόμενον, ἐξ οὗ τό παράγωγον γίνεται. Καί πάλιν ὁ Ἱερός Πατήρ Ἰωάννης Δαμασκηνός διερωτᾶται λέγων: «Τοῦ ἀοράτου καί ἀσωμάτου καί ἀπεριγράπτου καί ἀσχηματίστου Θεοῦ τίς δύναται ποιήσασθαι μίμημα; Παραφροσύνης τοίνυν ἄκρας καί ἀσεβείας τό σχηματίζειν τό θεῖον… Ἐπεί δέ  ὁ Θεός διά σπλάγχνα ἐλέους Αὐτοῦ κατά ἀλήθειαν γέγονεν ἄνθρωπος διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν… ἀλλά καί κατ’ οὐσίαν γέγονεν ἄνθρωπος διέτριψέ τε ἐπί τῆς γῆς «καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρούχ 3,38), ἐθαυματούργησεν, ἔπαθεν, ἐσταυρώθη, ἀνέστη, ἀνελήφθη… καί ὡράθη ὑπό τῶν ἀνθρώπων, ἐγράφη, (δηλαδη ἐξεικονίσθη) μέν εἰς ὑπόμνησιν ἡμῶν καί διδαχήν».

Τό γεγονός τοῦτο τῆς ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων, τό ὁποῖον πανηγυρικῶς καί μετά παρρησίας ἑωρτάσαμεν σήμερον ἐν τῷ Πανιέρῳ Ναῷ τῆς Ἀναστάσεως ἀνεγνωρίσθη ὡς θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπί τῆς κακοδοξίας. Διό καί ἡμεῖς ἀκούσωμεν τοῦ ὑμνῳδοῦ ἀνυμνοῦντος καί λέγοντος: «Ἑόρταζε, πανηγύριζε, ὁ Χριστόνυμος λαός Κυρίου, βλέπων τήν Ἐκκλησίαν καί πάλιν διαλάμπουσαν τό κάλλος τῆς θείας μορφῆς, ἥν Θεός ὤν ἐφόρεσεν, ὡς ἄνθρωπος διά τό σῶσαι ἡμᾶς».

Εὐχηθῶμεν, ὅπως τό κάλλος τῆς θείας μορφῆς διαλάμψῃ τάς καρδίας καί διανοίας τῶν κρατούντων τῆς γῆς. Ἀμήν Ἔτη πολλά καί εἰρηνικά».

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας




ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ

Ἀναστέλλεται ἄχρι σωφρονισμοῦ τό μοναχικόν σχῆμα τῆς μοναχῆς Μαριάννης Ἀγαθοκλέους, ἡγουμένης τῆς ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Ἑβραϊκῆς, καθ’ ὅτι ἐγκατέλειψε τήν διακονίαν αὐτῆς καί μετέβη  εἰς Αὐστραλίαν ἄνευ κανονικῆς ἀδείας.

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας

 




Η Α’ ΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ

Τό ἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς τῆς Α’ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, 9ης/22ας Μαρτίου 2024, εἰς τό πλαίσιον τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου, εἰς τό Καθολικόν τοῦ Πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ἐψάλησαν αἱ ἐννέα ᾠδαί τοῦ Κανόνος «Ἀνοίξω τό στόμα μου» καί ἐξεφωνήθησαν οἱ οἶκοι τῆς Α’ Στάσεως τῶν Χαιρετισμῶν τοῦ Ἀκαθίστου, θεοπνεύστου, θεολογικοῦ καί ποιητικοῦ πονήματος, ὑμνοῦντος τήν Υπεραγίαν Θεοτόκον καί τό ἐν αὐτῇ τελεσθέν μυστήριον τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ.

Τῆς κατανυκτικῆς τελετῆς ταύτης προεξῆρξεν ἡ Α.Θ.Μ. ὁ Πατήρ ἡμῶν καί Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος, ὁ Ὁποῖος καί ἀνέγνωσεν ἐμμελῶς τούς στίχους τῆς Α’ Στάσεως, συλλειτουργούντων Ἁγιοταφιτῶν Ἱερομονάχων, ὧν πρῶτος ὁ Γέρων Καμαράσης Ἀρχιμανδρίτης π. Νεκτάριος, ψαλλούσης  ἑλληνιστί τῆς χορῳδίας ὑπό τόν Ἱεροδιάκονον π. Συμεών καί τόν κ. Εὐστάθιον Τσουμάνη δεξιά καί ὑπό τόν π. Ἰωάννην Ἀντωνίου ἀριστερά, παρουσίᾳ τοῦ Γενικοῦ Προξένου τῆς Ἑλλάδος κ. Δημητρίου Ἀγγελοσοπούλου καί προσευχομένων εὐλαβῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων.

Ἐπί τή τελέσει τῆς Ἀκολουθίας ταύτης ὁ Μακαριώτατος ὡμίλησεν ὡς ἕπεται:

«Ἄγγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τό Χαῖρε· καί σύν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ, σωματούμενόν σε θεωρῶν Κύριε, ἐξίστατο καί ἵστατο, κραυγάζων πρός αὐτήν τοιαῦτα. Χαῖρε, δι’ ἦς ἡ χαρά ἐκλάμψει, χαῖρε, δι’ ἦς ἡ ἀρά ἐκλείψει. Χαῖρε, τοῦ πεσόντος, Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις, χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις. Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς, χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καί Ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς».

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ Ἀδελφοί,

Εὐλαβεῖς Χριστιανοί,

Ὄντως «δυσανάβατον (δυσχερῶς νοητόν) ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς» παραμένει τό πρόσωπον τῆς κεχαριτωμένης Παρθένου Μαρίας, τό ὁποῖον πρόσωπον εἶναι συνυφασμένον μέ τό μυστήριον τῆς θείας Οἰκονομίας, τοὐτέστιν τήν ἐκ τῶν αὐτῆς ἁγνῶν αἱμάτων ἐνσάρκωσιν καί ἐνανθρώπησιν τοῦ Θεοῦ Λόγου καί Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ.

Τό δυσανάβατον, τό ἀκατανόητον τοῦτο μυστήριον περιγράφει μέ ἀκρίβειαν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός εἰς ὁμιλίαν αὐτοῦ εἰς τήν Θεοτόκον Μαρίαν λέγων: «Χαίροις, ὦ Κυρία Θεοτόκε, δι’ ἧς ἡμῖν γεννᾶται ὁ αὐτογενέθλιος καί φύεται ὁ αὐτοφυής καί αὔξεται ὁ τέλειος. Χαίροις, ὦ Κυρία Θεοτόκε, δι’ ἧς ἡμῖν σωματοῦται ὁ ἀσώματος καί ἄρχεται ὁ ἄναρχος καί χωρεῖται ὁ ἀχώρητος, καί ἁπλούστερον: [Χαῖρε, ὦ Κυρία Θεοτόκε, ἀπό τήν ὁποίαν γεννιέται γιά χάρη μας ὁ αὐτογέννητος καί βλαστάνει ὁ αὐτοφυής καί αὐξάνεται ὁ τέλειος. Χαῖρε, ὦ Κυρία Θεοτόκε, ἀπό τήν ὁποίαν γιά χάρη μας λαμβάνει σῶμα ὁ ἀσώματος, λαμβάνει ἀρχή ὁ ἄναρχος καί χωρεῖται μέσα σέ σένα ὁ Ἀχώρητος Θεός].

Ἡ ἁγία Γραφή, τόσον ἡ Παλαιά ὅσον καί ἡ Καινή Διαθήκη, ἀποτελεῖ τήν Ἱεράν Ἱστορίαν, δηλαδή τήν ἀποκάλυψιν, τήν φανέρωσιν τῆς αϊδίου σοφίας καί βουλῆς τοῦ Θεοῦ. Ἡ δέ αΐδιος σοφία καί βουλή τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τό «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον», (Πρβλ. Ρωμ. 16, 25), τό φανερωθέν ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὡς διδάσκει ὁ θεῖος Παῦλος.

Συμμέτοχος καί συνεργός τοῦ «κατά ἀποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένου φανερωθέντος δέ νῦν… καί εἰς πάντα τά ἔθνη γνωρισθέντος», (Ρωμ. 16, 25-26), τυγχάνει καί ἡ Θεοτόκος καί Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀειπαρθένος Μαρία.

Ἰδού, λοιπόν, διά τί ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ ἡμῶν Ἐκκλησία, ἐν ὕμνοις τιμᾷ καί  μεγαλύνει ἀλλά καί ἱκετεύει τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐν παντί καιρῷ καί πάσῃ ὥρᾳ, ἰδιαιτέρως κατά τό στάδιον τῶν νηστειῶν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς:  «Χαίροις μόνη Μήτηρ Θεοῦ, ἡ προσκυνητή εἰς τούς αἰῶνας καί δοξαστή εἰς τούς αἰῶνας καί ἐπαινετή εἰς ἀπεράντους αἰῶνας… καί ἡ εἰς πάσας γενεάς γενεῶν ὑπό ἀγγέλων τε καί ἀνθρώπων ὁμοφώνως ἐν φόβῳ μεγαλυνομένη», βοᾷ καί λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.

Ἡ Παναγία Θεοτόκος καί Παρθένος Μαρία κατέχει ἐξέχουσαν θέσιν μεταξύ τῶν προσωπικοτήτων τῆς Ἱεράς Ἱστορίας, τοῦ σωτηριώδους δηλονότι  Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἰδιαιτέρως δέ τῶν γυναικῶν, διότι εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἐπανώρθωσε τό σφάλμα τῆς προμήτορός μας Εὔας, ὡς ἐγκωμιαστικῶς λέγει καί πάλιν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Χαίροις μόνη ἐν γυναιξίν εὐλογημένη, ἡ τῆς προμήτορος Εὔας τό σφάλμα ἀνορθώσασα».

Εἰς τοῦτο ἀκριβῶς, ἀγαπητοί μοῦ ἀδελφοί, μᾶς καλεῖ ἡ ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία, εἰς τήν ἀνόρθωσιν τῶν σφαλμάτων ἡμῶν διά τῆς ὁδοῦ τῆς νηστείας καί  τῆς μετανοίας. «Δεῦτε λαοί σήμερον ὑποδεξώμεθα, τῶν Νηστειῶν τό χάρισμα ὡς θεοδώρητον καιρόν τῆς μετανοίας, ἐν ταύτῃ τόν Σωτῆρα ἱλεωσώμεθα»· καί: «ἐλήλυθεν ἡ Νηστεία, ἡ μήτηρ τῆς σωφροσύνης, ἡ κατήγορος τῆς ἁμαρτίας καί συνήγορος τῆς μετανοίας, ἡ πολιτεία τῶν Ἀγγέλων καί σωτηρία τῶν ἀνθρώπων», ἀναφωνεῖ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης.

Ἀξιοσημείωτον ὅτι «τό χάρισμα τοῦτο τῶν νηστειῶν τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν» δέν ἐπενόησαν οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά Αὐτός Οὗτος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ὑπέδειξεν ἡμῖν, «ὅτε ἀνήχθη εἰς τήν ἔρημον ὑπό τοῦ Πνεύματος πειρασθῆναι ὑπό τοῦ διαβόλου καί νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καί νύκτας τεσσαράκοντα καί ὕστερον ἐπείνασε», (Ματθ.  4,1-2), ὡς μαρτυρεῖ ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος.

Τήν ὁδόν ταύτην τῆς πανσέπτου ἐγκρατείας βαδίσωμεν καί ἡμεῖς, τῇ δυνάμει τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τῇ συμπαθείᾳ τῆς υπερευλογημένης Θεοτόκου, ὅπως ἀξιωθῶμεν λαμπροφόρως καί καθαροί τῇ καρδίᾳ προφθάσαι εἰς τήν Ἁγίαν Τριήμερον Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ, τήν καταλάμπουσαν ἀφθαρσίαν τῷ κόσμῳ. Ἀμήν. Εὐλογημένη καί καλή  Τεσσαρακοστή”.

Ἐκ τῆς Αρχιγραμματείας




ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΩ

Τήν Πέμπτην, 8ην /  21ην Μαρτίου 2024, ἡ Α.Θ.Μ. ὁ Πατήρ ἡμῶν καί Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος ἐδέχθη τόν Πρέσβυν τῆς Ρουμανίας εἰς Ἰσραήλ κ. Radu Ioanid.

Εἰς τήν ἐπίσκεψιν ταύτην ἔλαβε χώραν συζήτησις περί τῆς δεινῆς καταστάσεως τοῦ πολέμου εἰς τήν Ἁγίαν Γῆν καί δή τήν Γάζαν καί περί τῆς σχέσεως τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων μετά τοῦ Πατριαρχείου Ρουμανίας καί μετά τοῦ κράτους τῆς Ρουμανίας  εἰς τό παρελθόν καί σήμερον.

Εἰς τήν συνάντησιν αὐτήν ὁ Μακαριώτατος ὑπεγράμμισεν τήν ἀπόλυτον ἀνάγκην τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τήν συμβολήν τήν ὁποίαν είχεν τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων εἰς τό θέμα τοῦτο διά τῆς ἐν Αμμάν Συνάξεως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τόν Φεβρουάριον τοῦ 2020 (The Amman Fraternal Familial Gathering of the Orthodox Primates and Delegates Dialogue and Unity).

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας 




ΑΝΑΓΝΩΣΙΣ ΕΥΧΗΣ ΕΙΣ ΑΓΙΑΝ ΤΡΑΠΕΖΑΝ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΥ

Τήν Πέμπτην, 8ην/ 21ην Μαρτίου 2024, ὁ Μακαριώτατος Πατήρ ἡμῶν καί Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος μετέβη μετά Πατέρων Ἁγιοταφιτῶν εἰς τήν παρά τόν ξενῶνα Casa Nova  Ἱεράν Μονήν τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, ἔνθα ανέγνωσε τήν προβλεπομένην ὑπό τοῦ Μεγάλου Εὐχολογίου εὐχήν «ἐπί διασαλεύσει Ἁγίας Τραπέζης» καί ἤλειψε αὐτήν μέ Ἅγιον Μύρον, καθ’ ὅτι ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς καί ἐν ταὐτῷ Τυπικάρης Ἀρχιμανδρίτης π. Ἀλέξιος διεσάλευσεν αὐτήν, προκειμένου νά τήν ἀνακαινίσῃ ὡς καί ἀνεκαίνισεν ἐπί τό στερεώτερον καί εὐπρεπέστερον διά τήν τέλεσιν τῆς θείας Λειτουργίας.

Εἰς τό ἡγουμενεῖον, ἔνθα προσηνέχθη νηστήσιμον κέρασμα, ὁ Μακαριώτατος ἐπῄνεσε τόν Ἀρχιμανδρίτην  π. Ἀλέξιον διά τόν ζῆλον  αὐτοῦ ὑπέρ τῆς εὐπρεπείας τοῦ Οἴκου τοῦ Θεοῦ.

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας




ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΠΡΩΤΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

Ἀπό Καθαρᾶς Δευτέρας, 5ης/18ης Μαρτίου, ἕως Καθαρᾶς Τετάρτης 7ης/20ῆς Μαρτίου 2024, ὁ Μακαριώτατος Πατήρ ἡμῶν καί Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος, φέρων τό χαζράνιον, κατῆλθεν εἰς τόν μοναστηριακόν Ναόν τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης καί ἐχοροστάτησεν εἰς τήν Ἀκολουθίαν τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου.

Τήν Καθαράν Τετάρτην προεξῆρξεν ὡς χοροστατῶν τῆς πρώτης Λειτουργίας  τῶν Προηγιασμένων Δώρων, συμπροσευχομένων τῶν Ἁγιοταφιτῶν Πατέρων, Ἀρχιερέων, Ἱερομονάχων, Ἱεροδιακόνων καί μοναχῶν καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ  ἐν κατανύξει καί εὐλαβείᾳ.

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας




Η ΣΥΧΩΡΗΤΙΚΗ ΕΥΧΗ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ

Τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, 4ης/17ης Μαρτίου 2024, εἰς τό πλαίσιον τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου εἰς τόν μοναστηριακόν Ναόν τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, ὁ Μακαριώτατος Πατήρ ἡμῶν καί Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος ἀνέγνωσε τήν συγχωρητικήν εὐχήν ὡς λίαν σημαντικήν προετοιμασίαν διά τήν εἴσοδον εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν.

Μετά τήν ἀνάγνωσιν τῆς Συγχωρητικῆς εὐχῆς Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς, μοναχαί καί μονάζουσαι ἐζήτησαν ἀπό τόν Μακαριώτατον τήν συγχώρησιν καί τήν εὐχήν Του καί συνεχωρήθησαν ἀλλήλοις καί ἀνῆλθον εἰς τά κελλία των διά τήν ἔναρξιν τῆς νηστείας.

Ἐκ τῆς Αρχιγραμματείας




Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΙΤΟΥ

Τήν Κυριακήν τῆς Τυρινῆς, 4ην /17ην Μαρτίου 2024, ἑωρτάσθη ὑπό τοῦ Πατριαρχείου ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου εἰς τήν ἐπ’ ὀνόματι αὐτοῦ Ἱεράν Μονήν, τήν κειμένην εἰς τήν Δυτικήν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ ὀλίγον πρό τῆς ἐκβολῆς αὐτοῦ εἰς τήν Νεκράν Θάλασσαν.

Κατά τήν ἑορτήν αὐτήν ἡ Ἐκκλησία ὅλη, ἰδίᾳ ἡ τῶν Ἱεροσολύμων, ἀνακαλεῖ εἰς τήν μνήμην αὐτῆς ὅτι ὁ Ὅσιος Γεράσιμος κατήγετο ἐκ Λυκίας, προσῆλθεν εἰς τήν Ἁγίαν Γῆν διά προσκύνησιν τῶν Ἁγίων Τόπων τό ἔτος 451, καί εμόνασεν εἰς ἕν ἀναχωρητήριον παρά τήν Νεκράν Θάλασσαν ἀρχικῶς. Παρασυρθείς ὑπό τῶν Μονοφυσιτῶν ἐπλανήθη, ἐπανῆλθεν ὅμως εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν ὑπό τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου. Μετά ταῦτα, ἵδρυσε παρά τήν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου «Λαύραν περιφανῆ» καί ἐν αὐτῇ Κοινόβιον, ἔχων ὡς συνασκητήν τόν ἅγιον Κυριακόν. Ὁ βίος αὐτοῦ ἐσημειώθη διά πολλῶν θαυμαστῶν ἔργων. Ἐκοιμήθη τό 475, γενόμενος καθοδηγητής χιλιάδων μοναχῶν καί λαϊκῶν εἰς τήν μοναχικήν καί ἐν Χριστῷ ζωήν.

Εἰς τόν Ἱερόν Ναόν τῆς Μονῆς ταύτης, ἐτέλεσε τήν θείαν Λειτουργίαν ἡ Α.Θ.Μ. ὁ Πατήρ ἡμῶν καί Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος, συλλειτουργούντων Αὐτῷ τῶν Ἀρχιερέων Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καπιτωλιάδος κ. Ἡσυχίου, τῶν Σεβασμιωτάτων Ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντίνης κ. Ἀριστάρχου, Ἀνθηδῶνος κ. Νεκταρίου Ἐξάρχου εἰς Κωνσταντινούπολιν καί Πέλλης κ. Φιλουμένου, τῶν Ἱερομονάχων Ἀρχιμανδριτῶν π. Ματθαίου Γέροντος Δραγουμάνου, π. Στεφάνου Ἐξάρχου εἰς Μόσχαν, π. Ραφαήλ Ἐξάρχου Ἀθηνῶν, π. Ἀμφιλοχίου, π. Κλαυδίου, π. Ἱερωνύμου, π. Κυριακοῦ τοῦ Ἀββᾶ Γερασίμου, Ἀραβοφώνων καί Ρωσοφώνων Πρεσβυτέρων,  τοῦ Πρεσβυτέρου π. Ἤσσα Μοῦσλεχ καί τοῦ Πρεσβυτέρου π. Μποῦλος, τοῦ Ἀρχιδιακόνου Μάρκου καί τῶν Ἱεροδιακόνων π. Εὐλογίου καί π. Δοσιθέου, ψάλλοντος τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Μαδάβων κ. Ἀριστοβούλου μετά τῶν μαθητῶν τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς Σιών καί μετεχόντων ἐντοπίων καί προσκυνητῶν, παρουσίᾳ τοῦ Γενικοῦ Προξένου τῆς Ἑλλάδος εἰς τά Ἱεροσόλυμα κ. Δημητρίου Ἀγγελοσοπούλου καί προσκυνητῶν ἐκ Κύπρου καί πιστῶν ἐκ διαφόρων περιοχῶν τοῦ Ἰσραήλ.

Εἰς τό Κοινωνικόν τῆς θείας Λειτουργίας ἐκήρυξε τόν θεῖον λόγον ὁ Μακαριώτατος ὡς έπεται:

«Ὀφθαλμοί Κυρίου ἐπί δικαίους καί ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν» (Ψαλμ. 33) «Οἱ ὀφθαλμοί τοῦ Κυρίου στρέφονται εὐμενῶς πρός τούς δικαίους καί τά ὦτα αὐτοῦ κλίνουν μέ προσοχήν εἰς τήν παράκλησίν των», ἀναφωνεῖ ὁ ψαλμῳδός.

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

Εὐλαβεῖς Χριστιανοί,

Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνήγαγε πάντας ἡμᾶς ἐν τῷ ἱερῷ τούτῳ τόπῳ τῆς ἐρήμου τοῦ Ἰορδάνου, ἔνθα ἡ Λαύρα τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Γερασίμου τοῦ ἀπό Λυκίας, ἵνα ἑορτίως τιμήσωμεν τήν ἱεράν αὐτοῦ μνήμην.

Ὁ θεομακάριστος Γεράσιμος ἀνεδείχθη εἷς ἐκ τῶν μεγάλων ἀναχωρητῶν, τῶν διαλαμψάντων ἐν Παλαιστίνῃ κατά τόν 5ον αἰῶνα. Κατά τήν προσκυνηματικήν αὐτοῦ ἐπίσκεψιν εἰς τούς Ἁγίους Τόπους, περιώδευσεν ἄνα τάς μεγάλας Μονάς τῆς Παλαιστίνης καί ἐγκατεστάθη μονίμως εἰς τήν ἐνταῦθα ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ᾠκοδόμησε μεγάλην Λαύραν, ἡ ὁποία ἀπέβη περιφανής κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, γράφοντος ἐν τῇ ἱστορίᾳ αὐτοῦ: «Τότε δή ὁ μακάριος Σάββας τοῦ τριακοστοῦ πέμπτου τῆς ἑαυτοῦ ἡλικίας χρόνου πληρωθέντος… ἀνεχώρησεν ἐπί τήν ἀνατολικήν ἔρημον τοῦ ἐν ἁγίοις Γερασίμου τό τηνικαῦτα (= τοῦ κατ’ ἐκεῖνον τόν χρόνον) φωστῆρος δίκην (κατά τόν τρόπον) ἐκλάμποντος καί ἐν τῇ κατά τόν Ἰορδάνην ἐρήμῳ τά τῆς εὐσεβείας σπείροντος σπέρματα».

Ὄντως ὁ μέγας Γεράσιμος ἐξέλαμπε ὡς φωστήρ, τοὐτέστιν ἀκτινοβολοῦσε τό φῶς τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί ἔσπειρε τά σπέρματα τῆς εὐσεβείας, δηλαδή τήν ὑγιαίνουσαν καί σωτηριώδη Ὀρθόδοξον πίστιν. Τό γεγονός τοῦτο ἐπιβεβαιοῖ ἡ πνευματική σχέσις, τήν ὁποίαν εἶχεν ὁ Ἀββᾶς Γεράσιμος μετά τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, τόν ὁποῖον συναντοῦσεν εἰς τήν ἔρημον τοῦ Ρουβᾶ κατά τήν διάρκειαν τῶν νηστειῶν. «Καί ἐν τῷ καιρῷ τῶν ἁγίων νηστειῶν, ὁ ὅσιος Γεράσιμος ἐλάμβανεν τόν Ἀββᾶν Κυριακόν, τόν μονάζοντα ἐν τῇ Λαύρᾳ αὐτοῦ, εἰς τήν πανέρημον τοῦ Ρουβᾶ, οἵτινες αὐτόθι ἡσύχαζον ἕως τῆς τῶν Βαων ἑορτῆς κατά Κυριακήν ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου κοινωνοῦντες. Ὀλίγου δέ τινος χρόνου διελθόντος καί τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου ἐν Χριστῷ τελειωθέντος εἶδεν ὁ ἐν ἁγίοις Γεράσιμος τήν αὐτοῦ ψυχήν ὑπό ἀγγέλων ὁδηγουμένην καί εἰς οὐρανόν ἀναφερομένην καί λαβών τόν Ἀββᾶν Κυριακόν ἀνῆλθεν εἰς τήν μονήν αὐτοῦ καί τό σῶμα κηδεύσας ὑπέστρεψεν», μαρτυρεῖ ὁ Κύριλλος Σκυθοπολίτης.

Ὁ Πατήρ ἡμῶν Γεράσιμος ἐπέλεξε τόν ἐν τῇ ἐρήμῳ ἀναχωρητικόν βίον, ἀκούων εἰς τό Δαυϊτικόν λόγιον: «ἰδού ἐμάκρυνα φυγαδεύων καί ηὐλίσθην ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Ψαλμ. 54, 8) καί δή ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ Ἰορδάνου, ἔνθα τό πρῶτον ἀνεχώρησεν ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, κηρύσσων καί λέγων· «μετανοεῖτε· ἤγγικεν γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», (Ματθ. 3, 1-2).

Ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ Ἰορδάνου ἐσχόλαζε, εἶχεν δηλαδή τόν ἐλεύθερον καιρόν, ὁ ὅσιος Γεράσιμος, ἵνα μετά ἡσυχίας, ἀσιτίας καί ἀδιαλείπτου προσευχῆς γνωρίσῃ τόν Θεόν κατά τό γεγραμμένον: «σχολάσατε καί γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός», (Ψαλμ. 45,11).  Ἑρμηνεύων τό λόγιον τοῦτο ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: «εἰ μή γάρ τις πάσης κοσμικῆς φροντίδος γένηται ἐκτός, οὐ δύναται γνῶναι τόν Θεόν». «Αὕτη μέν οὖν ἡ σχολή (ἀσχολία) ἀγαθή τῷ σχολάζοντι καί ὠφέλιμος, ἡσυχίαν ἐμποιοῦσα πρός τήν τῶν σωτηρίων διδαγμάτων ἀνάληψιν (γνῶσιν)», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος.

Αὕτη δέ ἡ «τῶν σωτηρίων διδαγμάτων ἀνάληψις, γνῶσις, «δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν θείαν σοφίαν, ἡ ὁποία κατά τόν Σολομῶντα: «ἀπαύγασμα γάρ ἐστι φωτός ἀϊδίου καί ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον τῆς τοῦ Θεοῦ ἐνεργείας καί εἰκών τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ… καί εἰς ψυχάς ὁσίους μεταβαίνουσα φίλους Θεοῦ κατασκευάζει» (Πρβλ. Σοφία Σολ. 7, 26-27) Εἰς τοιοῦτον «ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον τῆς τοῦ Θεοῦ ἐνεργείας εἰργάσατο τήν διάνοιαν αὐτοῦ ὁ θεοφόρος Πατήρ ἡμῶν Γεράσιμος, κατά τόν Εὐαγγελιστήν Ἰωάννην: «Οἴδαμεν δέ ὅτι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ ἥκει καί δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν, ἵνα γινώσκωμεν τόν ἀληθινόν· καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ Υἱῷ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστῷ. Οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός καί ζωή αἰώνιος»,  (Α’ Ἰωάν. 5,20).

Ὁ θεῖος ἔρως πρός τόν ἐπουράνιον βασιλέα Χριστόν εἶναι ἡ δύναμις τῆς θείας ἐνεργείας τῆς ἀποκαλυπτούσης εἰς τούς ἔχοντας καθαράν τήν καρδίαν τό ἀληθές φῶς τῆς αἰωνίου ζωῆς, τοὐτέστιν τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, τόν Χριστόν. Εἰς τοῦτο ἀκριβῶς διακρίνονται οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρως οἱ μάρτυρες καί οἱ ἀναχωρηταί ἀσκηταί τῆς ἐρήμου. «Ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται» ( = ἔχει σταυρωθεί,ὁ Χριστός) καί οὐκ ἐμοί πῦρ (= ἐπιθυμίαν) φιλόϋλον· «ὕδωρ ζῶν» (Ἰωάν. 4,10) καί λαλοῦν ἐν ἐμοί ἔσωθέν μοι λέγον· δεῦρο πρός τόν Πατέρα. Οὐχ ἥδομαι τροφῇ φθορᾶς οὐδέ ἡδοναῖς τοῦ βίου τούτου· ἄρτον Θεοῦ θέλω, ὅ ἐστιν σάρξ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐκ σπέρματος Δαυΐδ καί πόμα θέλω, τό αἷμα αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἀγάπη ἄφθαρτος», γράφει ὁ Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος.

Ὁ δέ ἀσκητικῶς βιώσας Ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Ἅπαντας μέν φιλῶ τούς ἁγίους μάλιστα δέ τόν μακάριον Παῦλον… τοῦτο δέ εἶπον, ἵνα ὑμᾶς κοινωνούς ποιήσω τοῦ φίλτρου (τῆς ἀγάπης). Οἱ μέν γάρ τόν σωματικόν ἔρωτα ἐρῶντες εἰκότως αἰσχύνονται ὁμολογεῖν … οἱ δέ τόν πνευματικόν, μηδέποτε ὁμολογοῦντες παυέσθωσαν… ἐκεῖνος μέν γάρ ὁ ἔρως ἔγκλημα, οὗτος δέ ἐγκώμιον».

Ἰδού λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, διά τί τιμῶμεν καί ἐγκωμιάζομεν τούς ἁγίους, ὡς τόν σήμερον ἑορτάζοντα θεομακάριστον Γεράσιμον. Εἶναι γεγονός, ὅτι πράγματι οἱ Χριστιανοί συμμετέχουν εἰς τήν θείαν ἁγιότητα διά τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀναδείκνυνται «εἰς ναόν ἅγιον»  (Ἐφ. 2,21) καί «εἰς ἔθνος ἅγιον».  «Ὑμεῖς δέ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς περιποίησιν, ὅπως τάς ἀρετάς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τό θαυμαστόν αὐτοῦ φῶς», (Α’ Πέτρ. 2,9), κηρύττει ὁ κορυφαῖος Ἀπόστολος Παῦλος.

Μέ ἄλλα λόγια, ἀγαπητοί μου, ἡμεῖς ὡς Χριστιανοί ὡς «γένος ἐκλεκτόν» ὀφείλομεν νά ἀποδίδωμεν εἰς τόν Θεόν «τήν λογικήν, τήν πνευματικήν λατρείαν τῷ Θεῷ, προσφέροντες τόν ἑαυτόν μας μαζί μέ τόν Χριστόν ὡς «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ», (Ρωμ. 12,1) κατά τόν θεῖον Παῦλον. Δι’ αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ τρόπου γινόμεθα ἀφ’ ἑνός μέν σύμμορφοι τῆς κλήσεως τοῦ Χριστοῦ λέγοντος: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι», (Μάρκ. 8,34).  Ἀφ’ ἑτέρου δέ μιμηταί τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Γερασίμου, οὗτινος ταῖς πρός τόν Θεόν ἱκεσίαις καί ταῖς πρεσβείαις τῆς ὑπερευλογημένης Θεοτόκου ἀξιωθῶμεν, ἵνα διέλθωμεν τό στάδιον τῆς νηστείας τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς ἐν μετανοίᾳ, ἐγκρατείᾳ, ταπεινοφροσύνῃ καί ὑπομονῇ. Μετά δε τοῦ ὑμνῳδοῦ εἴπωμεν: «Σύν Ὁσίοις Ὅσιε Γεράσιμε, Χριστῷ παριστάμενος, Αὐτόν καθικέτευε ὑπέρ εἰρήνης τῆς δοκιζομαζομένης περιοχῆς ἡμῶν καί σύμπαντος κόσμου». Ἀμήν. Ἔτη πολλά καί Καλή Τεσσαρακοστή.

Κατά τήν παράδοσιν τήν ἡμέραν ταύτην, Κυριακήν τῆς Τυρινῆς, συνεκεντρώνοντο πάντες οἱ ἀρχαῖοι ἀσκηταί εἰς αὐτήν ταύτην τήν Μονήν «τοῦ Καλαμῶνος», τήν ὁποίαν ἵδρυσεν ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης καί ἐλάμβανον τήν εὐχήν τοῦ ἑκάστοτε Ἡγουμένου καί ὀλίγην τροφήν διά τήν ἐνδυνάμωσιν αὑτῶν κατά τήν ἔναρξιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ἔπειτα ἀνεχώρουν εἰς τά ἀσκητήρια αὐτῶν, διά να ἐπιστρέψουν καί παλιν διά τήν ἑορτήν τῶν Βαΐων.

Ἠκολούθησε ἑόρτιος τράπεζα τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς ὑπό τοῦ φιλέργου καί ρέκτου Ἡγουμένου Ἀρχιμανδρίτου π. Χρυσοστόμου ὁ ὁποῖος καί ἐκαλλώπισε τόν Ἱερόν Ναόν καί τήν Μονήν δι’ ὡραίων ψηφιδωτῶν καί ἀνεκαίνισε τήν Ἱεράν Μονήν καί ἀνέδειξεν αὐτήν εἰς προσκυνηματικόν, ἐργασιακόν καί κοινωνικόν κέντρον ὡς ὄασιν ἀναψυχῆς ἐνδεῶν καί γηροκομεῖον Ἁγιοταφιτῶν Πατέρων.

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας