Εξοχώτατε κύριε Αντιπρόσωπε της Κύπρου στην Παλαιστίνη,
Εξοχώτατε κύριε Αντιπρόσωπε της Ιρλανδίας στην Παλαιστινιακή Αρχή,
Σεβαστοί πατέρες και μέλη της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος,
Αξιότιμοι συμπατριώτες και φίλοι,
Είναι εύκολο σήμερα, 200 και 3 χρόνια από την Εθνεγερσία του 1821, η Επανάσταση και το αίσιο αποτέλεσμά της να θεωρούνται συχνά μία αναπόδραστη εξέλιξη, η οποία οπωσδήποτε θα επερχόταν, ώστε να συντελεσθεί η απελευθέρωση των Ελλήνων και η πλήρωση του πόθου τους για ανεξαρτησία. Η βεβαιότητα αυτή αποτελεί, από μια άποψη, μέτρο της επιτυχίας της πατρίδας μας, που έχει κατορθώσει, στο διάβα των δύο αιώνων που έχουν μεσολαβήσει, να εξασφαλίσει τη σταθερότητα που επιτρέπει να κοιτάζουμε προς το μέλλον, πατώντας σε στερεά θεμέλια.
Ωστόσο, δύο αιώνες πριν, τίποτε από αυτά δεν ήταν δεδομένο. Ούτε η Επανάσταση, ούτε πολύ περισσότερο η έκβασή της, αποτελούσαν μία αναγκαιότητα επιβαλλόμενη από τη ροή της Ιστορίας. Ο ευγενής Αγώνας του Έθνους μας για ελευθερία ανελήφθη μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον αντίξοο. Η συνεννόηση μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, στην βάση του Συνεδρίου της Βιέννης, η Ιερά Συμμαχία, απέβλεπε στην διατήρηση της καθεστηκυίας, απολυταρχικής τάξης πραγμάτων, μετά την εμπειρία της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεοντείων Πολέμων. Κάθε επαναστατικό κίνημα, οιαδήποτε και αν ήσαν τα κίνητρά του, αποτελούσε απειλή και έπρεπε να καταπνίγεται.
Δυσμενείς ήταν επίσης οι περιστάσεις του Έθνους μας, το οποίο, επί τέσσερεις αιώνες σκληρής τυραννίας, αγωνιζόταν να διαφυλάξει την ταυτότητά του, την πίστη του και τις αξίες του, την ίδια τη γλώσσα του και την ιστορική του συνείδηση. Το έργο της Εκκλησίας προς τούτο ήταν αποφασιστικής σημασίας και της οφείλεται η ευγνωμοσύνη του Ελληνισμού. Όπως και το έργο πολυάριθμων λογίων προσωπικοτήτων, εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου, και όλων όσων με υπομονή και αυταπάρνηση αφιερώθηκαν στην αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων και διανόησης και στο κίνημα του ελληνικού Διαφωτισμού.
Ισχνοί ήσαν και οι διαθέσιμοι πόροι, κατά την έναρξη της Επανάστασης. Eλάχιστα χρήματα, εξοπλισμός και προμήθειες, απέναντι στις δυνάμεις μιας αυτοκρατορίας. Το αντιστάθμισμα στις ελλείψεις αυτές ήταν η υπομονετική προετοιμασία της Επανάστασης, η πολεμική εμπειρία λίγων αλλά ικανών ανδρών, η προσεκτική αξιοποίηση κάθε ευκαιρίας που προσέφερε η διεθνής συγκυρία και κυρίως η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων του Έθνους, στην επανασταστημένη χώρα και στο εξωτερικό, για την πραγμάτωση του οράματος της ελευθερίας. Και η τόλμη, με ακλόνητη πίστη στο δίκαιο αυτού του οράματος.
Υπό αυτές τις συνθήκες άρχισε ο Αγώνας, το 1821. Οι απροσδόκητες πολεμικές επιτυχίες του κλόνισαν την βεβαιότητα ότι θα κατεπνίγετο. Με τη συστράτευση των δυνάμεων της ελληνικής διασποράς και φιλελλήνων που πίστευαν στις αρχές της ελευθερίας, οι εξελίξεις στα πεδία των μαχών σταδιακά θεμελίωσαν την προοπτική της ευόδωσής του. Η Εκκλησία συνεισέφερε τα μέγιστα στην υποστήριξή του Αγώνα, σε υλικό και πνευματικό επίπεδο, καθώς και προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν για την επιτυχία του. Οι θυσίες της ήταν ανάλογες, από το μαρτυρικό θάνατο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, έως και στα πεδία των μαχών.
Πρόκειται για τη λαμπρότερη εποποιΐα της νεότερης Ιστορίας μας, η οποία θεμελίωσε τη σύγχρονη Ελλάδα. Ταυτόχρονα με τον πόλεμο σε ξηρά και θάλασσα, γεννιόνταν σύγχρονοι πολιτικοί θεσμοί, σε μια εποχή που κυριαρχούσε η απολυταρχία. Από τον πρώτο ήδη χρόνο της Επανάστασης, οι εξεγερμένοι Έλληνες κατήρτιζαν Συντάγματα, που θέσπιζαν πολίτευμα δημοκρατικό, με διατάξεις για διάκριση των εξουσιών, ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, απόλυτη κατάργηση της δουλείας στην ελληνική επικράτεια, και για αλλοδαπούς που θα κατέφευγαν σε αυτή. Ο αγώνας των Ελλήνων για την ελευθερία τους συνταυτιζόταν εξ αρχής με αξίες πανανθρώπινες, που διαχρονικά καθόρισαν την ταυτότητα του Ελληνισμού.
Ας μη λησμονούμε όμως ότι ήταν ένας αγώνας αμφίρροπος μέχρι τέλους, μακρύς, σκληρός και πολυαίμακτος. Ελληνικοί πληθυσμοί στον ελλαδικό χώρο, τα μικρασιατικά παράλια, την Κύπρο και αλλού υπέστησαν σφαγές ως αντίποινα για την Επανάσταση. Και εδώ, στους Αγίους Τόπους, Έλληνες, Χριστιανοί και η Αγιοταφιτική Αδελφότητα κατέβαλαν το δικό τους τίμημα διώξεων.
Οφείλουμε επίσης να μην παραβλέπουμε ότι ο επαναστατικός αγώνας δεν έχει μόνο λαμπρές σελίδες, αλλά και οδυνηρά, σκοτεινά κεφάλαια. Η διχόνοια έσπειρε τον ολέθριο σπόρο της και κατά την διάρκεια της Επανάστασης, η οποία γνώρισε ως και εμφύλιες συγκρούσεις, ενώ η επιβίωσή της κρεμόταν από μια κλωστή. Κατά πρόσωπο ας κοιτάζουμε και τα λάθη αυτά, αντλώντας με νηφαλιότητα τα διδάγματά τους.
Η μακρά πάλη του Ελληνισμού τελεσφόρησε. Το όραμα της ελευθερίας εκπληρώθηκε και το 1830 η Ελλάδα έλαβε επισήμως την θέση της μεταξύ των κυρίαρχων κρατών. Μετά εννέα χρόνια πολέμου, η χώρα ήταν κατεστραμμένη, με χήρες, ορφανά, αστέγους και αναπήρους να χρειάζονται άμεση φροντίδα. Μέσα σε ασφυκτικά σύνορα, με τα ¾ των Ελλήνων να έχουν μείνει έξω από αυτά. Μικρό, πτωχό και καθημαγμένο άρχιζε την πορεία του στην Ιστορία το νέο ελληνικό κράτος.
Όμως, είχε γεννηθεί. Στους δύο αιώνες που ακολούθησαν, εποχή πυκνών εξελίξεων για όλη την ανθρωπότητα, η Ελλάδα, με την ίδια αφοσίωση των πολιτών της που χαρακτήριζε τους αγωνιστές της Παλιγγενεσίας, κατόρθωσε να προκόψει, να μεγαλώσει και να αναπτυχθεί, να ανταπεξέλθει σε πολλές άλλες προκλήσεις και να εξέλθει ισχυρότερη.
Σήμερα, χαίρει διεθνούς σεβασμού για την θέση της στον κόσμο, με ισχυρές φιλίες και συμμαχίες. Προοδεύει διαφυλάσσοντας τις παραδόσεις της και τις αξίες της. Η πορεία της αποτελεί την καλύτερη δικαίωση των μόχθων και του αίματος των προγόνων μας, που το 1821, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, επεχείρησαν το θεωρούμενο ως αδύνατο.
Η Ελλάδα μπορεί να κοιτάζει το μέλλον με αυτοπεποίθηση, ίση με την υπερηφάνεια με την οποία αναλογίζεται το παρελθόν της. Με την ίδια νηφάλια αυτοπεποίθηση είναι σε θέση να εργάζεται για την προώθηση των αξιών του Ελληνισμού στον κόσμο και την προάσπιση των διαχρονικών προτεραιοτήτων και ενδιαφερόντων του. Μεταξύ αυτών, Μακαριώτατε, παραμένει η διαφύλαξη της χριστιανικής παρουσίας και κληρονομιάς στους Αγίους Τόπους και τα δίκαια του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Καθώς εορτάζουμε σήμερα την εθνική μας επέτειο, ας ευχηθούμε την έλευση της Ειρήνης στην Αγία Γη. Οι πολεμικές συνθήκες στην περιοχή μας και ο σεβασμος στον ανθρώπινο πόνο, ιδίως των αδυνάτων, δεν επιτρέπουν πανηγυρικές εορταστικές εκδηλώσεις. Μας προτρέπουν όμως να αναλογισθούμε τις ιστορικές εμπειρίες της δικής μας χώρας. Από τις οποίες πηγάζει η σταθερή υποστήριξή της στην ειρήνη και στην δικαιοσύνη μεταξύ των εθνών.