1

ΤΟ 3ΟΝ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ ΤΗΣ Μ.Κ.Ο. «ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» -Γ’ ΜΕΡΟΣ – ΛΟΙΠΑΙ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ.

Τετάρτη εἰς τήν σειράν εἰς τό Γδιεθνές Συνέδριον τῆς Μ.Κ.Ο. “Ρωμηοσύνη” ἠκολούθησεν ἡ εἰσήγησις τοῦ Ἁγιοταφίτου Ἀρχιμανδρίτου καί νῦν καθηγητοῦ τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς Κύπρου π. Κυπριανοῦ Μηλιδώνη, ἀποφοίτου τῆς Ἀρχαιολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἱεροσολύμων τοῦ Ἰσραήλ καί τῆς Ἱστορίας τῆς Τέχνης τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βερολίνου.Οὗτος ἀνέπτυξε τό θέμα: «Κυπριακές εἰκόνες τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Ἡ προσφορά τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων στήν παιδεία τῆς Κύπρου τό 19ο αἰῶνα ». παρέλειψεν φιλοτίμως αὐτοῦ ἀνακοινώσεως τῆς μέρος Τό β ‘, ὡς καλυφθέν ὑπό τοῦ προλαλήσαντος κ ἐρευνητοῦ. Κωστῆ Κοκκινόφτα. Εἰς τό α ‘μέρος τῆς ἀνακοινώσεως αὐτοῦ, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Κυπριανός ἐπαρουσίασε τάς ὑπαρχούσας σχέσεις καί τήν ἀγαστήν συνεργασίαν Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου διά τῆς τέχνης τῆς εἰκονογραφίας προβαλλομένης ὑπ’ αὐτοῦ καί εἰς διαφανείας.

ἡμίσεος Συγκεκριμένως ἀνεφέρθη εἰς 5 εἰκόνας τοῦ α ‘τοῦ 16ου αἰῶνος τοῦ εἰκονοστασίου τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ ἡγιασμένου. Αὗται εἶναι αἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τοῦ Προδρόμου, τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ καί τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ. Αὗται ἀναφέρονται εἰς τό κώδικα 138 τῆς Συλλογῆς χειρογράφων τοῦ Ἁγίου Σάββα ὡς μετενεχθεῖσαι εἰς Ἱεροσόλυμα ὑπό Ναθαναήλ μοναχοῦ τοῦ Κυπρίου.

Ὁ π. Κυπριαός ὡσαύτως ἀνεφέρθη εἰς τήν εἰκόνα παρά τό στασίδιον τῆς Θ ‘ὥρας τοῦ Μοναστηριακοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Αὕτη ἡ εἰκών, τοῦ ἔτους 1758, πρωτοτυπεῖ εἰς τό ὅτι ἀπεικονίζει τήν Θεοτόκον στηθαίαν, στεφομένην ὑπό δύο ἀγγέλων μέ τάς 24 στάσεις τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ἀπεικονιζομένας πέριξ εἰς τάς τέσσαρας πλευράς. Αὕτη, ὡς καί ἡ παρά τήν βάσιν αὐτῆς ἐπιγραφή δηλοῖ, εἶναι ἔργον τοῦ ἁγιογράφου Χριστοφόρου τοῦ Κυπρίου.

Τρίτη περίπτωσις εἰκόνων, ἡ ὁποία ἀποδεικνύει τήν ἐπικοινωνίαν καί συνεργασίαν τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, τυγχάνει αὕτη τῶν εἰκόνων τοῦ εἰκονοστασίου τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Ὄρους Θαβώρ. Ἡ Μονή αὕτη ἐκ τῆς ἐποχῆς τῆς Ἁγίας Ἑλένης κατεστράφη ὁλοσχερῶς μεταξύ τοῦ 1212-1285, ἐπανιδρύθη δέ τόν 19ον αἰῶνα ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Κυρίλλου. Τά ἐγκαίνια τοῦ νέου ναοῦ ἔγιναν τήν 6ην Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1862. Αἱ ἐν λόγῳ εἰκόνες, ὅπως ἀναγράφεται εἰς ἑκάστην αὐτῶν, ἔγιναν με δαπάνην τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Χρυσάνθου τοῦ Κυπρίου. »Του ἐπαγγέλματός τοῦ ἐναντίον» «Ἁμάρτημα δι ‘Οὗτος τό 1855 ἐτέθη εἰς ἀργίαν ἀπό τόν Μητροπολίτην Κιτίου Μελέτιον τόν Γ. Ἐλθών δέ εἰς τήν Ἁγίαν Γῆν πρός ἐξιλέωσιν τοῦ ἁμαρτήματός του, εἶδε εἰς τό ὄρος Θαβώρ, τόν ἀνοικοδομούμενον ναόν, ἐπέστρεψεν εἰς Κύπρον καί τό 1862 ἦλθε ξανά εἰς τούς Ἁγίους Τόπους καί ἔφερε μεθ ‘ἑαυτοῦ τάς εἰκόνας ταύτας διά τό εἰκονοστάσιον τοῦ νέου ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως .

Ἐν συνεχείᾳ ὡμίλησεν ὁ κ. Νικόλαος Ὀρφανίδης, μέλος τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἐκπαιδευτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Κύπρου καί συγγραφεύς μέ θέμα: «Κύπρος καί Ἅγιοι Τόποι: λογοτεχνικά καί ἄλλα». Ὁ κ. Ὀρφανίδης εἶπε ὅτι εἶναι ἐλάχισται καί ἔμμεσοι αἱ ἀναφοραί τῆς Κυπριακῆς λογοτεχνίας εἰς τούς Ἁγίους Τόπους. Οὕτως π.χ. εἰς τό λογοτεχνικόν ἔργον τοῦ Δημητρίου Λιπέρτη ἀναφέρεται ὁ ὅρος «Ἁϊταφίτικον τζερίν».

Εἰς τό ἔργον τοῦ πολυγραφωτάτου ἐκκλησιαστικοῦ συγγραφέως τοῦ 18ου αἰῶνος, Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἀναφέρεται τό μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Κυπρίου τοῦ ἐν Ἄκκρῃ-Πτολεμαΐδι, εἰς τόν Μέγαν Συναξαριστήν καί εἰς τό Νέον Μαρτυρολόγιον ἐκδοθέν τό 1794. Εἰς τοῦτο ὁ Ἅγιος Νικόδημος διηγεῖται: «Οὗτος ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος, ἦτον Κύπριος τὴν πατρίδα, νέος εἰς τὴν ἡλικίαν, ὡραῖος εἰς τὴν ὄψιν, φρόνιμος εἰς τὸν νοῦν, καὶ σώφρων εἰς τὰ ἤθη · ἀναχωρήσας δὲ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἐπῆγεν εἰς Πτολεμαΐδα, τὸ νῦν λεγόμενον Ἄκρι, καὶ εὑρίσκετο ὑπηρέτης κοντὰ εἰς ἕνα Κόνσουλαν Εὐρωπαῖον. Ἐργαζόμενος ἐκεῖ, ἐσυκοφαντήθη ἀπό φθόνον καί τοῦ ἐζητήθη νά ἀρνηθῇ τήν πίστιν του εἰς τόν Χριστόν. Ὁ ἅγιος ὡμολόγησε τόν Χριστόν καί ἀλυσοδεμένος ὤν, ὕψωσε τάς χεῖράς του εἰς τόν οὐρανόν καί προσηυχήθη: Κύριε δέξαι τό πνεῦμά μου. Ταῦτα αὐτοῦ εἰπόντος, ἔριξαν παρευθύς ὅλοι τά πιστόλια ἐπάνω εἰς τόν μάρτυρα. Τό μαρτύριόν του ἠκολούθησεν ἀναβρασμός τῆς θαλάσσης καί ἐπί τρεῖς ἡμέρας μετά τήν θανήν του ἐφαίνετο στῦλος πυρός ἀπό τόν οὐρανόν εἰς τόν τάφον τοῦ Ἁγίου, εὑρισκόμενον μέχρι σήμερον ἀναμέσον τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί τοῦ ἡγουμενείου τοῦ Πατριαρχείου εἰς τήν Ἄκκρην ». Εἰς τό πρόσωπον, λοιπόν, τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Κυπρίου ἔχομεν συνάντησιν Κύπρου καί Παλαιστίνης «ἐν ἁγιασμῷ, φωτισμῷ καί δόξῃ», εἰς διήγησιν κορυφαίου ἐκκλησιαστικοῦ συγγραφέως.

Τρίτην περίπτωσιν μνείας τῶν Ἐκκλησιῶν Ἱεροσολύμων καί Κύπρου ἔχομεν εἰς τό ἔργον τοῦ Σάββα Τσερκεζῆ. Εἰς τό Ὁδοιπορικόν αὐτοῦ μᾶς δίδει πληροφορίας διά τόν Ἑλληνισμόν τῆς Ἀλεξανδρείας καί ἄλλων πόλεων, ὅπου ὑπάρχουν Ἑλληνικαί Κοινότητες, ἤτοι τῆς Κωνσταντινοπόλεως, Σμύρνης, Ἀλεξανδρέττας, Βηρυττοῦ, Τριπόλεως, Ἰόππης κ.ἄ. Εἰς τήν ἀφελῆ διήγησίν του, τό 1866, μᾶς διηγεῖται πῶς ἔφθασεν πεζός ἀπό Βηρυττόν εἰς Ἰόππην, ἦλθε εἰς ἕν παντοπωλεῖον ἀνῆκον εἰς ἕνα Κύπριον, ὁ ὁποῖος τόν ὡδήγησεν εἰς τόν ἡγούμενον τοῦ μοναστηριοῦ τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων τοῦ Πατριαρχείου εἰς Ἰόππην. Ἐκεῖ εἰργάσθη ἐπί 65 ἡμέρας καί ἀπῆλθε.

Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καί ἡ διήγησις τοῦ Νικολάου Καταλάνου εἰς τό «Κυπριακόν Λεύκωμα Ζήνων» τό 1914 διά τούς Παγκυπρίους ἀγῶνας τοῦ 1904 εἰς Λάρνακα καί τήν ὑποδοχήν προσκυνητῶν, προερχομένων ἐξ Ἰόππης, τό πλοῖον τῶν ὁποίων ἄραξεν εἰς τον λιμένα τῆς Λάρνακος. Μεταξύ τοῦ Ὁμίλου τῶν προσκυνητῶν, ἐπανακαμπτόντων ἐξ Ἱεροσολύμων μέ τό πλοῖον «Βασιλεύς Γεώργιος», ἀναφέρονται οἱ Μητροπολῖται Κερκύρας καί Ἄρτης, ὁ Μητροπολίτης Κρήτης Εὐμένιος καί οἱ καθηγηταί Μιστριώτης καί Καρολίδης. Μέ τήν ἀποβίβασιν τῶν προσκυνητῶν ἀναπέμπεται Δοξολογία ἐπί τῇ αἰσίᾳ ἀφίξει αὐτῶν εἰς τόν ἱερόν ναόν τοῦ Ἁγίου Λαζάρου καί ἀκολούθως μετά τό δεῖπνον γίνεται ἡ ἐπιβίβασις τῶν ἐπισκεπτῶν περί τήν 10.30 μ.μ. ὥραν καί ὁ ἀπόπλους τοῦ πλοίου. Εἰς τό λογοτεχνικόν τοῦτο ἔργον ἔχομεν συνάντησιν Κύπρου καί Ἁγίων Τόπων, καί τόν Ἑλληνισμόν ἐξ ἄλλων περιοχῶν τῆς Ἑλλάδος ἀγωνιζόμενον διά τήν ἑνότητά του.

Ἀκολούθως ὡμίλησεν ἡ δρ. Αἰκατερίνη Διαμαντοπούλου, Θεολόγος, ΜΑ-Φιλόλογος, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν-μέ θέμα: «Ἅγιοι Τόποι καί Κύπρος στά ἀφιερώματα τοῦ Γ. Σεφέρη ». Τά κυριώτερα σημεῖα τῆς εἰσηγήσεως τῆς κ. Διαμαντοπούλου ἦσαν: ὅτι ὁ νομπελίστας ποιητής Σεφέρης ἀπό τῆς πρώτης ἐπισκέψεώς του εἰς τήν Κύπρον, τό 1953, ἕως καί τόν θάνατόν του, τό 1971, ἔμεινε στενά συνδεδεμένος μέ αὐτήν, μέ τούς ἀνθρώπους της, τήν γῆν της καί τήν ὑπόθεσίν της.

Ὁ ποιητής τιμᾶται μέ τό βραβεῖον Νόμπελ τῆς Λογοτεχνίας τό 1963. Κυρία πηγή τῆς ποιητικῆς ἐμπνεύσεώς του ἀποτελεῖ ἡ Κύπρος, εἰς τήν ὁποίαν, ὅπως λέγει, «λειτουργεῖ ἀκόμα τό θαῦμα». «Οἱ Κύπριοι», λέγει ὁ ποιητής εἰς τό ἡμερολόγιόν του Μέρες ΣΤ ‘, «Ἔδειξαν καρτερίαν. Ἀντεμετώπισαν τό πρόβλημά τους μέ καρτερίαν, «χωρίς δαιδαλώδη διπλωματίαν». Ὁ Σεφέρης ἦλθεν εἰς βαθεῖαν γνῶσιν τοῦ Κυπριακοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς κουλτούρας. Ἐγνώρισεν ἤθη, ἔθιμα, ἀνθρώπους καί συνηθείας αὐτῶν. Ἀπό τήν Κύπρο ὡς Ἕλλην, λέγει: νιώθει κανεῖς τήν Ἑλλάδα πιό εὐρύχωρη, πιό πλατιά, χωρίς τούς Ἕλληνας χωροφύλακας ἤ δημοσίους ὑπαλλήλους. «Ἡ Κυπριακή διάλεκτος», εἶπε ἡ κ. Διαμαντοπούλου, «τόν σφραγίζει, γιατί πολλές λέξεις παραμένουν ἀρχαιοελληνικές μέ καταγωγή πού φθάνει ἀνεμπόδιστα μέχρι τά ὁμηρικά ἔπη». Στήν Κύπρο ἔμεινε ἕως τόν Δεκέμβριον τοῦ 1953.

Τό 1942, ὅταν ἐπισκέπτεται τούς Ἁγίους Τόπους, σύμφωνα μέ τό ἔργον του Μέρες Δ ‘, Ἀναφέρει: «Ὡς προχτές τό βράδυ ἡ Ἱερουσαλήμ ἦταν ἕνα κλειστό κουτί,« ἀνοίξω … Ἔτσι συλλογιζόμουν μέσα στά μπερδεμένα σοκάκια τοῦ χτεσινού παζαριοῦ, κι ἔνιωσα τή μοίρα μου τοποθετημένη, ὅπως πάντα ὁ Ἑλληνισμός, σ. “Πού δέν εἶχα ὄρεξη νά τ ἐκεῖνο τό σημεῖο, ὅπου παίζει ἡ ζυγαριά ἀνάμεσα στήν Ἑλλάδα καί τήν Ἀνατολή. Σάν νά μέ εἶχαν στείλει αὐτοῦ, γιά νά δικάσω τί πρέπει νά περάσει ἔξω στίς πόρτες τῆς Εὐρώπης ἀπό τοῦτο τό σκοτεινό καί μαγεμένο κόσμο».

Τότε ἦταν πού ἐπεσκέφθη τόν Πανάγιον Τάφον. Στό παρεκκλήσι τοῦ Γολγοθᾶ ὁ φύλακας τοῦ λέγει, «φυλάγω τόν τόπο, γιά νά μήν τόν πατήσουν οἱ Φράγκοι». Ἀπό τά τείχη τῆς πόλεως πέρασε εἰς τό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν καί ἀπό ἐκεῖ στόν Ἰορδάνη ποταμό καί τή Νεκράν Θάλασσαν. «Πρῶτος σταθμός στά πόδια τοῦ Σαρανταρίου Ὄρους, ἔξω ἀπό τήν Ἱεριχώ. Μετόχι, ἕνα μικρό περιβόλι, αὐλάκι δέντρα καί δυνατό νερό στ ‘. Ἀπό πάνω ὁ ἀψηλός ἀπότομος βράχος, ἡ θέση τοῦ ἐπί τοῦ Ὄρους Πειρασμοῦ, καί στά μισά τοῦ βράχου σφηνωμένο τό μοναστήρι. Πήραμε τό μονοπάτι. Τό μοναστήρι μισό χτιστό, μισό σκαμμένο μέσα πέτρα στήν .. ». Ἔπειτα στό μοναστήρι τοῦ Βαπτιστοῦ, στή Νεκρά Θάλασσα, στό τεῖχος τῆς Δαμασκοῦ. Ἔπειτα στόν ἅγιον Τάφο ξανά. Διά τό εἰκονοστάσιον τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς Μονῆς Ἀβραάμ λέγει: «Ὅ, τι πιάνουν μέ ἀγάπη τά χέρια τοῦ ἀνθρώπου, ἁγιάζει». Τόν Ἀπρίλιον τοῦ 1954 ἐπισκέπτεται τήν Μαδηβᾶν, τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.

Εἰς τάς 17 τοῦ ἰδίου μηνός τοῦ ἰδίου ἔτους εὑρίσκεται διά μίαν ἀκόμη φοράν εἰς τούς Ἁγίους Τόπους, διά τήν Μεγάλην Ἑβδομάδα. Στόν Ἑσπερινό τῶν Βαΐων, ὅπως ἀναφέρει, ἦταν ἡ πρώτη του Ἀκολουθία στόν Πανάγιο Τάφο. Τόν συγκίνησε ὁ ὕμνος: «Εἰσελεύσομαι εἰς τόν οἶκον σου, Δέσποτα». «Τόν Ἀρμένιο φύλακα», λέγει, «εἶδα βλοσυρόν, ἐν ᾧ τό πρόσωπον τοῦ Γέρου Δραγουμάνου Θεοδωρήτου μοῦ εἶναι συμπαθές. Τήν Μεγάλην Τρίτην εὑρίσκεται εἰς τόν Ἅγιον Σάββαν καί λέγει: «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀνύδρῳ … Στεγνοί λόφοι, τό μοναστήρι στή δυτική πλευρά τῆς Νεκρῆς Θάλασσας. Οἱ μοναχοί, πολύ γέροι οἱ περισσότεροι. Καθώς μοῦ μιλᾷ ἕνας καλόγερος (μεσόκοπος) γιά θρύλους καί ἱστορικά (ἀξεχώριστα), θυμίζει τίς προφητεῖες τοῦ Φτωχολέοντα. Λέει: «Ὁ βασιλιάς μας ὁ Κωνσταντῖνος», σά νά ἤτανε χτές ἤ σά νά ζοῦσε ἀκόμη ὁ Παλαιολόγος. Μισεῖ τούς Λατίνους. Θανάσιμο μίσος ». Ὁ Σεφέρης παρατηρεῖ, ἀκόμη, τίς εἰκόνες στό Μοναστήρι καί καταγράφει τό ρητό τοῦ Ἁγίου Σισώη (Αιγυπτίου) ἀριστερά στόν τοῖχο: «ὅτι ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εὔχεσθαι ἀεί τῷ Θεῷ καί τό ἀγωνίζεσθαι εἶναι ὑποκάτω παντός ἀνθρώπου». Εἰς τόν Ἅγιον Σάββα ζοῦν 20 Ἕλληνες, 3 Ρουμᾶνοι, 2 Ρῶσοι. Τήν Μεγάλην Τρίτην παρακολουθεῖ τήν ἀκολουθίαν τοῦ Νυμφίου εἰς τόν Ἅγιον Κωνσταντῖνον. Τήν Μεγάλην Πέμπτην τόν Νιπτῆρα, τήν Μεγάλην Παρασκευήν τήν ἀκουλουθίαν εἰς τόν Ἅγιον Κωνσταντῖνον, τό Μέγα Σάββατον εἰς τόν Ἅγιον Σάββαν. Τά ταξίδια αὐτά τόν ἐσφράγισαν, τόν ἐστιγμάτισαν.

Τό 1955 εὑρίσκεται καί πάλιν εἰς τούς Ἁγίους Τόπους εἰς τήν Ἱερουσαλήμ. «Τό Μάρτιο τοῦ 1956, ὁ ποιητής βρέθηκε στό Ὄρος τῶν Σαμαρειτῶν ἤ Γαριζίν», πῇ θά ὅπου ἀπ ‘: «… Ἄλλο κλίμα, ἀνθρώπινο. πλανήτη ἄλλο Θαρρεῖς πώς ταξίδεψες σ ‘. Μιά ἀλαφριά δροσιά, μυρωμένη, καρδιά ἀνοίγει τήν πού σ ‘. Τό μόνο μέρος πού θά λυπηθῶ τώρα πού φεύγω εἶναι τοῦτο τό μέρος, ὅπου καταφεύγουμε στά Ἱεροσόλυμα … ».

Αὐτή περιληπτικῶς εἶναι ἡ σύνδεσις Κύπρου καί Ἁγίων Τόπων στό ἡμερολόγιο τοῦ Σεφέρη, τήν ὁποίαν ἐπραγματεύθη ἡ κ. Διαμαντοπούλου.

(Ἕπεται ἡ συνέχεια …)

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας.