1

ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΒΕΛ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΕΙΣ Ι.Ν. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΕΙΣ ΛΟΥΜΠΛΙΝ.

Ἱ. Καθεδρικός Ναός Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος εἰς τό Λούμπλιν,

25 Ἰουνίου 2010.

Μακαριώτατε Πατριάρχα τῆς Ἁγίας Πόλεως Ἱερουσαλήμ καί πάσης Παλαιστίνης!

Καλωσορίζομεν τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Μακαριότητα εἰς τό ἔδαφος τῆς ἱστορικῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Χέλμ, ἡ ὁποία εἰς τόν προσεχῆ χρόνον θέλει ἵνα ἑορτάσῃ τήν 800ήν– ἐπετηρίδα τῆς ἱδρύσεώς της. Τά ἐδάφη τῆς ἐπισκοπῆς ἡμῶν ἀποτελοῦν ἕνα σημεῖον ἐπαφῆς τῶν δύο Χριστιανικῶν πολιτισμῶν καί τῶν δυό ἐθνῶν. Εἰς τό δυτικόν μέρος τοῦ ἐδάφους αὐτοῦ κυριαρχοῦσε ἡ Λατινική Χριστιανοσύνη καί ὁ Πολωνικός πολιτισμός, ἐν ᾧ εἰς τό ἀνατολικόν ἡ βυζαντινή παράδοσις καί ὁ ρουθηνικός πολιτισμός.

Οἱ πρόγονοι ἡμῶν εἶχον τήν συνείδησιν, ὅτι τό φυτώριον τῆς Χριστιανοσύνης εἶναι ἡ Ἁγία Πόλις Ἱερουσαλήμ. Εἰς τά ἐδάφη τῆς πρῴην ἐπισκοπῆς τοῦ Χέλμ τό φῶς τῆς Χριστιανικῆς πίστεως ἦλθεν ἀπό τό Κίεβο, τό ὁποῖον οὐχί τυχαίως ὠνομάζετο ἀκριβῶς «ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ». Ἕνας ἀπό τούς καρπούς τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῆς Ρωσίας τοῦ Κιέβου ὑπῆρχεν ὁ ἐκχριστιανισμός τῶν ἀνατολικῶν ἐδαφῶν τῆς ἡμετέρας ἐπισκοπῆς, καί ἡ ἐπισκοπή τοῦ Χέλμ ὑπῆρχεν μία ἀπό τᾶς παλαιοτέρας ἐπισκοπάς τῆς Μητροπόλεως τοῦ Κιέβου.

Ἡ ἱστορία δέν ἔδειχνε ἔλεος εἰς τούς πρόγονους ἡμῶν, μέ  τό νά παρέχῃ πολλάς δοκιμασίας εἰς τήν διαφύλαξιν τῆς πιστότητος αὐτῶν πρός τήν Ἁγίαν Ὀρθοδοξίαν.

Εἰς τήν λίαν δύσκολον περίοδον ταύτην ὅμως διά τήν Μητροπόλιν τοῦ Κιέβου, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς ἐπισκοπῆς ἡμῶν τοῦ Χέλμ, ἡ ἐνίσχυσις καί ἡ βοήθεια ἔρχονταν ἀκριβῶς ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ. Ἀκριβῶς ὁ προκάτοχος Ὑμῶν εἰς τήν καθέδραν τῶν Ἱεροσολύμων – ὁ Πατριάρχης Θεοφάνης, διέπραξεν εἰς τάς ἀρχάς τοῦ ΙΗ’ αἰῶνος τήν ἀναγέννησιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραρχίας εἰς τήν Μητρόπολιν τοῦ Κιέβου. Αὐτός ἐπίσης εἰς τάς ἀρχάς τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ 1621 ἐχειροτόνησε τόν νέον ἐπίσκοπον τοῦ Χέλμ τόν Παΐσιον Τσερχάβσκι. Αὐτό τό γεγονός ἐνεδυνάμωσε πολύ τήν Ὀρθοδοξίαν ἐπί τῆς γῆς ἡμῶν, παρά τοῦ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος αὐτός οὔτε εἶχεν τό δικαίωμα ἵνα διαμείνῃ εἰς τά ὅρια τῆς ἐπισκοπῆς του. Διά τούς πρόγονους ἡμῶν ἦτο συμβολικόν τό γεγονός, ὅτι ἀκριβῶς ἀπό τά Ἱεροσόλυμα ἦλθεν ἡ μεγάλη ἐνίσχυσις κατά τήν πιό δύσκολον περίοδον τῆς ἱστορίας τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν γῆν τοῦ Χέλμ. Ἐπίσης ἡ ἑπομένη περίοδος εἰς τήν ἐνίσχυσιν τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν Ἐπισκοπήν ἡμῶν ἀντιστοίχησεν εἰς τόν καιρόν, ὁπότε κατά τά ἔτη 1648 – 1649 εἰς τήν Μητρόπολιν τοῦ Κιέβου εὑρίσκετο ὁ ἑπόμενος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ὁ Παΐσιος. Εἰς τόν προσεχῆ χρόνον ἐκ νέου ἀνεγεννήθη ἡ ἐπισκοπή τοῦ Χέλμ. Ἐξ ἄλλου αἱ σχέσεις μεταξύ τῆς ἐπισκοπῆς ἡμῶν καί τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἦσαν πολύ ποικιλόμορφοι. Ὁ Πατριάρχης Θεοφάνης παρεῖχε π.χ. ἐνίσχυσιν εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς Ἀδελφότητας, αἱ ὁποῖαι ἦσαν ἕνα ὀχύρωμα  διά τήν Ἁγίαν Ὀρθοδοξίαν. Μία ἐκ τῶν Ἀδελφοτήτων, αἱ ὁποῖαι ἔλαβον ἀπό αὐτόν ἕνα Πατριαρχικόν Γράμμα ἦταν ἡ Ἀδελφότης τοῦ Ζάμοστς.

Παρουσιάζοντας τήν ἐπισκοπήν ἡμῶν δέν εἶναι δυνατόν, ἵνα μή μνημονευθῇ ἡ τραγική μοίρα τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τόν Κ’ αἰώνα. Ὡς σύμβολα τοῦ Γολγοθᾶ τῆς γῆς τοῦ Χέλμ κατά τόν περασμένον αἰῶνα μποροῦν ἵνα χρησιμεύσουν τά ἑξῆς τρία γεγονότα. Τό 1938, κατά τήν διάρκειαν δύο μηνῶν, εἰς μίαν περίοδον εἰρήνης, εἰς ἕνα χριστιανικόν κράτος, κατεστράφησαν ἐδῶ 127 ὀρθόδοξοι ναοί. Εἰς τήν δεκαετίαν τοῦ 1940 εἰς τήν γῆν τοῦ Χέλμ καί Ποδλαχίας ἔλαβε χώραν τό μαρτύριον ὑπέρ πίστεως, ὅταν πολλοί ἄνθρωποι ἐθυσίασαν τήν ζωήν αὐτῶν. Πρίν ἀπό ἑπτά χρόνια ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας ἡμῶν συγκατέλεξεν μερικούς ἐξ αὐτῶν εἰς τήν Σύναξιν τῶν Μαρτύρων τοῦ Χέλμ καί τῆς Ποδλαχίας. Τό τρίτον γεγονός, τό ὁποῖον εἶναι ἀποφασιστικόν διά τήν μοῖραν τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπί τοῦ ἐδάφους αὐτοῦ, εἶναι αἱ ἀπελάσεις τοῦ Ὀρθοδόξου πληθυσμοῦ, αἱ ὁποῖαι διεπράχθησαν κατά τό μέσον τῆς δεκαετίας τοῦ 1940, γεγονός τό ὁποῖον προκάλεσεν τό ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί ἔγιναν ἐδῶ ὀλιγάριθμοι.

Ἡ ἀναγέννησις τῆς Ὀρθοδόξου ὑποδομῆς τῆς ἐπισκοπῆς ἐπί τοῦ ἐδάφους αὐτοῦ ἦλθε μόλις εἴκοσι χρόνια πρίν. Σήμερα ἡ πρωτεύουσα τῆς ἐπισκοπῆς εἶναι τό Λούμπλιν, καί αὐτή ἐπονομάζεται ἡ ἐπισκοπή τοῦ Λούμπλιν καί τοῦ Χέλμ. Τό Λούμπλιν δέν εἶναι ἕνας τυπικός τόπος εἰς τήν ἐπαρχίαν τοῦ Χέλμ. Εἰς τήν ἀντιπαράθεσιν πρός τό ἀνατολικόν μέρος τῆς ἐπισκοπῆς ἡμῶν, εἰς τό Λούμπλιν οἱ Ὀρθόδοξοι ἦταν πάντοτε μία ὀλιγάριθμος μειονότης ἐν τῷ μέσῳ τῆς Πολωνικῆς Ρωμαιοκαθολικῆς πλειοψηφίας. Αἱ ἀπαρχαί ὅμως τῆς Ὀρθοδοξίας φθάνουν ἐδῶ τόν Μεσαίωνα καί ἡ τοπική κοινότης – παρά τό ὅτι ἐν διασπορᾷ – ἔπαιζε ἕνα μεγάλον ρόλον. Ὡς ἀπόδειξις τούτου μπορεῖ να εἶναι καί τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησιαστική Ἀδελφότης τοῦ Λούμπλιν, ἱδρυθεῖσα τό ἔτος 1586, ὡς μία ἀπό τάς πρώτας Ἀδελφότητας εἰς τήν Μητρόπολιν, εἶχεν καταστατικόν ἐπικυρωθέν ὑπό τούς Ἀνατολικούς Ὀρθοδόξους Πατριάρχας.

Ὁ ὑπέροχος καθεδρικός ναός αὐτός τῆς τοῦ Σωτῆρος Μεταμορφώσεως, εἰς τόν ὁποῖον εὑρισκόμεθα, εἶναι ἕνας ἀπό τούς παλαιοτέρους Ὀρθοδόξους Ἱερούς Ναούς εἰς τήν Πολωνίαν. Ἐκτίσθη αὐτός εἰς μίαν πολύ δύσκολον διά τήν Ὀρθοδοξίαν περίοδον – εἰς τάς ἀρχάς τοῦ ΙΖ’ αἰῶνος. Τόν καθηγίασεν διά τῆς σεπτῆς δεξιᾶς αὐτοῦ ἕνας ἀπό τούς πιό ἐξέχοντας Ἱεράρχας τοῦ ΙΖ’ αἰῶνος – ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος (Μογίλας), τοῦ ὁποίου Ἡ Κατήχησις (Ὁμολογία Πίστεως) ἐπεκυρώθη τό 1643 ὑπό τούς Ὀρθοδόξους Πατριάρχας τῆς Ἀνατολῆς, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Παϊσίου.

Ἀκριβῶς εἰς τόν Ἱ. Ναόν τοῦτον ἐπί αἰῶνας εὑρίσκετο ἡ πολυτίμητος εἰκών τῆς Θεοτόκου τοῦ Λούμπλιν, ἡ ὁποία ἐχάθη πρίν ἀπό σχεδόν ἑκατόν ἔτη. Ἀξιοσημείωτον εἶναι τό, ὅτι δίπλα εἰς αὐτήν τήν πολυτίμητον εἰκόνα ἐτοποθετήθη ἕνα ἀντίγραφον τῆς εἰκόνος τῆς Ἱεροσολυμιτίσσης, τήν ὁποίαν οἱ εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι χριστιανοί τοῦ Λούμπλιν ἔλαβον ἀπό τόν προκάτοχον Ὑμῶν – τόν Πατριάρχην Ἱεροσολύμων Δαμιανόν πρίν ἑκατόν ἔτη – τό 1907. Τότε ὁ Πατριάρχης αὐτός ἐχάρισεν ἐπίσης ἕνα κομμάτι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου καθώς καί ἕνα κομμάτι ἀπό τήν πέτραν τοῦ Γολγοθᾶ, τά ὁποῖα περιβάλλονται ἐνταῦθα μετά μεγάλης τιμῆς. Δέον ὅπως ἀναφερθοῦν τά λόγια του Πατριάρχου Δαμιανοῦ, τά ὁποῖα ἀπευθύνθηκαν πρίν ἀπό ἑκατόν ἔτη εἰς τούς ἐνορίτας τοῦ Λούμπλιν, μετά τῶν ὁποίων ἐστήριζεν αὐτούς εἰς τήν ἁγίαν Ὀρθοδοξίαν: «καμία ζημία δέν πρόκειται ἵνα βλάψῃ ὑμᾶς, ἐάν μετά καθαρᾶς συνειδήσεως θέλητε μείνει ἰσχυροί εἰς τήν τῶν πατέρων πίστιν καί πεπεισμένοι εἰς τό ὅτι ἡ μόνη Ὀρθόδοξος πίστις δίδει σωτηρίαν πρός τήν αἰώνιον ζωήν» .

Τό Λούμπλιν εἶναι πόλις μετά μεγάλης ἱστορίας, ὅπου ἐκτός τῶν Πολωνῶν ἔζησαν ἐπί αἰῶνας οἱ ἐκπρόσωποι πολλῶν ἐθνῶν καί θρησκειῶν, καθώς καί ἡ ἴδια Ὀρθόδοξος Κοινότης ἦτο καί εἶναι πολυεθνική. Τό Λούμπλιν ὅμως εἶναι καί τόπος μνήμης, ἀκριβῶς ᾧδε εὑρίσκεται τόπος πολύ συμβολικός διά ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα – τό στρατόπεδον συγκεντρώσεως τοῦ Μαϊντάνεκ, ὅπου μέ ἕνα θηριῶδες τρόπον ἐξολοθρεύθηκαν δεκάδες χιλιάδων ἀνθρωπίνων ὑπάρξεων.

Καλωσορίζομεν Ὑμᾶς, Μακαριώτατε Πατριάρχα, εἰς τήν ἐπισκοπήν ἡμῶν, εἰς τήν ὄμορφην πόλιν ταύτην, εἰς τόν ἱστορικόν Ἱ. Ναόν, ὡς τόν Προκαθήμενον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Μήτηρ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν. Εἴμεθα πολύ εὐγνώμονες πρός τήν Αὐτοῦ Μακαριότητα, τόν Ἀρχιεπίσκοπον Σάββαν, διά τήν σημερινήν ἑορτήν εἰς τό Λούμπλιν. Χαιρόμεθα, ὅτι εἶναι παρών ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν καί ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἰωσήφ Ζητσίνσκι, ὁ Ρωμαιοκαθολικός Μητροπολίτης τοῦ Λούμπλιν.

Μακαριώτατε Πατριάρχα τῆς Ἁγίας Πόλεως Ἱερουσαλήμ, εἰς ἀνάμνησιν τῆς ἐν προσευχῇ συναντήσεως ἡμῶν, παρακαλῶ δεχθεῖτε τήν εἰκόνα τῆς προστάτιδος τῆς γῆς ἡμῶν, τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Χέλμ. Εὐχαριστοῦμεν διά τήν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τήν ὁποίαν κομίσατε σήμερον εἰς τήν ἐπισκοπήν ἡμῶν ἀπό τήν ἁγίαν γῆν τῆς Ἱερουσαλήμ.