1

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ (Β’ ΜΕΡΟΣ)

Μετά ἀπό τό Βέλικο Τέρνοβο περάσαμε ἀπό τήν Βράτσα, ὅπου εὑρίσκεται ἡ Ἱερά Μητρόπολις Βράτσης, στήν ὁποία εἶναι Μητροπολίτης  ὁ Σεβασμιώτατος κ. Καλλίνικος -φίλος στενός καί ἀγαπημένος τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου. Ἡ πόλη τῆς Βράτσας ἀπέχει 116 χιλιόμετρα ἀπό τήν Σόφια καί ἔχει πληθυσμό 60.500 κατοίκους. Εἶναι μία ἐξίσου ἱστορική παλαιά Θρακική πόλη, μέ πολλά μνημεῖα καί ἀρχαιότητες. Κατά τούς Ρωμαϊκούς  χρόνους ἡ πόλη τῆς Βράτσας ὀνομαζόταν Βάλβη (=βαλβίς, θυρίς), λόγῳ τοῦ στενοῦ περάσματος  στήν κεντρική θύρα τῆς πόλεως, ἀπό τήν ὁποία ἔπρεπε νά περάσει ὅποιος ἐπιθυμοῦσε νά εἰσέλθῃ  στήν πόλη-κάστρο μέ τήν λαμπρή ἱστορία.

Συνεχίζοντας τή διαδρομή μας, φθάσαμε στήν πόλη Μοντάνα. Ἐδῶ ἔχει τήν ἕδρα της ἡ Ἱερά Μητρόπολις Βιδινίου, στήν ὁποία Μητροπολίτης εἶναι ὁ Σεβασμιώτατος κ. Δομετιανός. Τύχαμε λαμπρῆς ὑποδοχῆς  ἀπό τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Βελίκης κ. Σιώνιο (διότι ὁ Μητροπολίτης Βιδινίου ἀπουσίαζε στήν Σόφια, σέ Συνεδρίαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου) καί ἀπό πλῆθος ἱερέων καί πιστῶν, στόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου.

Στήν πόλη Μοντάνα παραμείναμε δύο ἡμέρες.

Ἡ πόλη αὐτή, τῶν 44.000 κατοίκων, εἶναι τό διοικητικό κέντρο τῆς ὁμώνυμης ἐπαρχίας Μοντάνα, εὑρίσκεται 30 χιλιόμετρα ἀνατολικά ἀπό τά σύνορα τῆς Βουλγαρίας μέ τήν Σερβία καί εἶναι κτισμένη στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ogosta. Kατοικήθηκε ἀπό Ρωμαίους, Σλάβους, Ἕλληνες, Θρᾶκες, Τούρκους, Οὕννους, Γότθους, καί ἀπό Ἄραβες –ἐξ Ἀνατολῶν.

Ὅταν -στά πρό Χριστοῦ χρόνια- εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στήν Μοντάνα  Ἕλληνες εἰδωλολάτρες μετέφεραν ἐκεῖ το πνεῦμα τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ καί πολιτισμοῦ καί  ἡ πόλη εἶχε ὡς προστάτες τῆς τήν Ἄρτεμη καί τόν Ἀπόλλωνα.

Τό χρονικό διάστημα πού βρισκόμασταν στήν Μοντάνα ἐπισκεφθήκαμε τήν Ἱερά Γυναικεῖα Κοινοβιακή Μονή τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου – Κλεισούρσκι. Ἕνα ἐξαιρετικό  μοναστήρι, κτισμένο σέ μία ὑπέροχη, μαγευτική τοποθεσία, ὅπου στό κέντρο τῆς -πάνω σε λοφίσκο- δέσποζε τό Καθολικό της Μονῆς. Στήν Μονή αὐτή ἐγκαταβιώνουν ὀκτώ μοναχές, μαζί μέ τήν ἡγουμένη τούς Ταϊσία. Μᾶς ὑποδέχθηκαν θερμά καί ἡ ἡγουμένη μᾶς ξενάγησε στό μικρό μουσεῖο τῆς Μονῆς, στό ἁγιογραφεῖο καί στά παρεκκλήσια. Θαυμάσαμε τήν πνευματικότητα τῆς συνοδείας, τήν καθαριότητα τῶν χώρων, τήν τάξη, τήν εὐπρέπεια, τούς κήπους, τά ἄνθη. Τό μοναστήρι αὐτό εἶναι γνωστό καί  ὡς ἡ μονή  τῆς Κλεισούρας καί εἶναι ἕνα ἀπό τά 4 μεγαλύτερα μοναστήρια σέ ὁλόκληρη τήν Βουλγαρία. Ἱδρύθηκε τό 1240.  Ἀρχικά, ἦταν ἀνδρῴα Μονή καί καταστράφηκε ἐπανειλημμένως ἀπό τούς Ὀθωμανούς Τούρκους. Τό 1862 οἱ Τοῦρκοι ἔκαψαν ὁλοσχερῶς –γιά μίαν ἀκόμη φορά- τό μοναστήρι καί ἐφόνευσαν ὅλους τους πατέρες, μαζί μέ τούς προσκυνητές καί φιλοξενουμένους τῆς Μονῆς. Ξανακτίστηκε τό 1869 καί ὁ κυρίως ναός ἐγκαινιάστηκε τό 1891. Τό 2008 ἐγκαταστάθηκε  ἡ νέα  γυναικεία συνοδεία καί ξεκίνησε τόν ἐξωραϊσμό καί τήν ἀνακαίνιση-ἀναστήλωση τῆς Μονῆς. Θαυμάσαμε τό ὑπέροχο μικρό μουσεῖο της μέ τά ὑπέροχα ἄμφια, τά θυμιατά, τά καντήλια, τίς εἰκόνες, τά εὐαγγέλια -μεταξύ των ὁποίων ἦταν καί ἕνα ἑλληνικό παλαιό Ἱερό Ἀντιμήνσιο τοῦ 1700. Ἐπαινέσαμε τήν καθηγουμένη Ταϊσία γιά τό ὑπέροχο  ἔργο, τό δικό της καί τῶν μοναζουσῶν.

Τήν ἴδια ἡμέρα τό μεσημέρι,  γευματίσαμε μαζί μέ μέλη τῆς Κυβέρνησης τῆς Βουλγαρίας,  τῆς Τουριστικῆς Ἀστυνομίας, καθώς καί μέ ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καί λαϊκούς ἀπό τήν πόλη Μοντάνα. Τό γεῦμα  μᾶς παρετέθη σέ μία ὑπέροχη τοποθεσία δίπλα στήν λίμνη Ogosta (=Αὐγούστα), ἡ ὁποία  εὑρίσκεται στά βορειοδυτικά τῆς χώρας καί ἔχει 5 χιλιόμετρα μάκρος καί 1 χιλιόμετρο πλάτος. Εἶναι ἡ δεύτερη μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη στή Βουλγαρία -καί σέ ὅλα τά Βαλκάνια, καί εἶναι μία ἀπό τίς μεγαλύτερες  λίμνες τῆς Εὐρώπης. Ἐκεῖ φάγαμε ψάρια  ἀπό τήν λίμνη,  τά ὁποῖα εἶναι σχεδόν τά ἴδια μέ τό ψάρι γουλιανός πού ἔχουμε στήν Ἁγία Γῆ (στήν Τιβεριάδα καί στόν Ἰορδάνη ποταμό).  Ἡ διαφορά τούς εἶναι ὅτι στήν ραχοκοκαλιά τῶν ψαριῶν δέν εἶναι ἀποτυπωμένη ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας, ὅπως συμβαίνει -θαυματουργικά- ἐδῶ στούς Ἁγίους Τόπους.

Ἡ τοποθεσία στή λίμνη ἦταν μαγευτική. Οἱ δέ ἐκπρόσωποι τῆς Κυβερνήσεως, τῆς Ἀστυνομίας καί τοῦ Δημάρχου τῆς Μοντάνας μᾶς ἔδειξαν πολλή ἀγάπη, μεγάλο σεβασμό καί ἐκτίμηση. Κυρίως ὅμως, μᾶς ἐξέφρασαν τήν εὐγνωμοσύνη τους  πρός τόν Μακαριώτατο Πατριάρχη Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλο Γ΄ καί πρός τήν Ἱερά Σύνοδο,  γιά τήν ἀνεκτίμητη εὐκαιρία καί εὐλογία -τῆς προσκύνησης τοῦ Τιμίου Ξύλου- πού τούς δόθηκε. Δέν εἶχαν λόγια καί πράξεις, γιά νά ἐκφράσουν τήν χαρά τους καί τίς εὐχαριστίες τους. Ἡ δέ Τουριστική Ἀστυνομία καί τό περιπολικό ἦταν συνεχῶς μαζί μας ἀπό τόν ἐρχομό μας στό ἀεροδρόμιο τῆς Σόφιας, μέχρι τήν ἀναχώρησή μας γιά τήν Ἁγία Γῆ.

Ἀπό ὅπου καί ἄν περνούσαμε, νέκρωναν οἱ δρόμοι, ἀπό τήν Ἀστυνομία καί παντοῦ ἡ ὑποδοχή τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τοῦ Τιμίου Ξύλου ἦταν ὑποδοχή ἀρχηγοῦ κράτους. Μέ ροδοπέταλα νά ραίνουν τήν Ἱερά Εἰκόνα, μέ κόκκινους διαδρόμους, μέ συνοδεία τήν φιλαρμονική τοῦ κάθε δήμου, μέ τίς γυναῖκες καί τά κορίτσια κάθε πόλης νά φοροῦν τίς παραδοσιακές στολές τους, μέ τίς καμπάνες νά κτυποῦν χαρμόσυνα καί πλῆθος κλήρου καί λαοῦ νά ὑποδέχεται, νά παρακολουθῇ καί νά συνοδεύῃ.

Μᾶς τσάκιζε ἡ συγκίνηση, μέ τόν π. Ἰουστίνο καί ἐμένα, θαυμάζοντας τήν ἀνταπόκριση τοῦ κόσμου, ὄχι μόνον τῶν πιστῶν ἀλλά καί αὐτῶν ἀκόμα τῶν ἀδιαφόρων καί ἀθέων, διότι τό καθεστώς γιά χρόνια πολλά εἶχε πλάσει μιά κοινωνία φοβίας καί ἀθεΐας, ἀφοῦ κατέκαψαν καί κατέστρεψαν καθετί χριστιανικό καί ὀρθόδοξο. Ἡ μανία τῶν ἀθέων τότε ξύλωσε ἀκόμα καί τά θεμέλια των μοναστηριῶν καί ναῶν, ἔτσι ὥστε τίποτα νά μήν θυμίζῃ τόν Χριστόν καί Κύριόν μας. Ὅμως ἡ κρυφή καί ἄσβεστη πίστη καί ἐλπίδα ἀναζωπύρωσε καί φούντωσε καί πάλι τήν φλόγα γιά τόν Θεό καί τήν Ὀρθοδοξία – Ὀρθοπραξία. Ἡ παρουσία μᾶς ἐδῶ -ἀπό τά Ἱεροσόλυμα μέ τό Τίμιο Ξύλο- ἦταν γι’ αὐτούς πραγματικά, ἕνα Θεῖο δῶρο.

Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας ἐπισκεφθήκαμε ἕνα ἄλλο ὑπέροχο μοναστήρι, τήν ἀνδρῴα Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου (Lopushna Monastery), ἡ ὁποία εὑρίσκεται στήν πλευρά τῶν δυτικῶν βαλκανικῶν βουνῶν, στήν ἐπαρχία τῆς Μοντάνα. Ἡγούμενος καί ἀνακαινιστῆς τῆς Μονῆς εἶναι ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Βελίκης κ. Σιώνιος, ὁ ὁποῖος -μέ ἕναν μόνον μοναχό-  ἀνέλαβε τήν ἀναστήλωση τῆς Μονῆς. Ἐπιτελεῖ ἕνα τεράστιο ἔργο στήν Μονή, πνευματικό, κοινωνικό καί ἀναστηλωτικό.

Καί αὐτό τό μοναστήρι, ὅπως ὅλα ἄλλωστε, εὑρίσκεται σέ μία μαγευτική καταπράσινη τοποθεσία δίπλα στήν πλευρά τοῦ βουνοῦ καί τοῦ δάσους. Ἡ μονή κτίστηκε μεταξύ 12ου  καί 14ου αἰῶνος. Τόν 18ο-19ο αἰώνα στήν Μονή αὐτή στεγαζόταν καί Ἐκκλησιαστική Σχολή. Τό καθολικό τῆς Μονῆς καταστράφηκε ἀπό ἐπιδρομεῖς ἀρκετές φορές καί τελευταία φορά ξαναχτίστηκε τό 1850-1853. Εἶναι ἕνας ὑπέροχος μεγαλοπρεπής ναός -Βασιλική μετά τρούλου- μέ πολλά γοτθικά στοιχεῖα, ἐμπνευσμένος ἀπό τό λαμπρό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Ρίλας, (Rilski Μanastir)  ἀφιερωμένος στόν Τίμιο Πρόδρομο μέ δύο παρεκκλήσια ἐντός, ἀφιερωμένα στούς Ἁγίους Ἀναργύρους Κοσμᾶ καί Δαμιανό. Πολύ φιλόξενος ὁ  Ἐπίσκοπος, ἡγούμενος καί κτίτωρ τῆς Μονῆς, ὁ  Θεοφιλέστατος κ. Σιώνιος. Σέ κάθε μας βῆμα μέ τόν Τίμιο Σταυρό στήν ἐπαρχία τῆς Μοντάνα, ἀλλά καί ἀλλοῦ, ἦταν δίπλα μας. Ἀξέχαστη θά μᾶς μείνει ἡ ἀγάπη του, καί ἡ καλοκαρδία του.

Τήν ἑπόμενη ἡμέρα μᾶς περίμενε ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Βασίλειος στή Μονή του. Εἶναι ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Τσιπρόβτσι (Chiprovtsi Monastery). Μία πολύ μικρή συνοδεία σέ ἕνα ἄλλοτε λαμπρό μοναστήρι τοῦ 10ου αἰῶνος, τό ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Ρίλας. Ἡ Μονή καταστράφηκε 7-8 φορές καί τελευταία φορά ἀναστηλώθηκε τό 1829. Τό μεγάλο  καμπαναριό τῆς Μονῆς ἔχει καί παρεκκλήσι ἐντός του, καθώς καί ὁμαδικό τάφο–ὀστεοφυλακιο μέ πλῆθος λειψάνων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν ἐκεῖ ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων.

Ἑπόμενος σταθμός μας μέ τήν εἰκόνα τοῦ Τιμίου Ξύλου γιά τήν προσκύνηση, ἦταν ἡ πόλη Βίντιν (Βιδίνιον), ἡ ὁποία εὑρίσκεται στό βορειοδυτικό ἄκρο τῆς Βουλγαρίας, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Δούναβη καί τήν ἀποκαλοῦν «ἡ Βόρεια Πύλη τῆς Βουλγαρίας».  Ἡ πόλη, ἡ ὁποία ἀπέχει ἐλάχιστα ἀπό τά σύνορα τῆς Βουλγαρίας μέ τή Σερβία καί τή Ρουμανία καί  εἶναι μία πόλη 48.000 κατοίκων.

Τό Βίντιν, ἡ παραποτάμια αὐτή πόλη, πρωτοκατοικήθηκε ἀπό Κέλτες, κατόπιν ἀπό Ρωμαίους. Κατά τήν ρωμαϊκή ἐποχή ὀνομαζόταν Μπονόνια. Στή συνέχεια καταστράφηκε ἀπό ἐπιδρομές τῶν Ἀβάρων (=νομαδικός λαός τῆς Εὐρασίας, οἱ ὁποῖοι μιλοῦσαν τήν ἴδια γλῶσσα μέ τούς Οὕννους) καί ἀργότερα κατοικήθηκε ἀπό σλαβικές φυλές.

Τήν ἐποχή τοῦ μεσαιωνικοῦ βουλγαρικοῦ κράτους ἦταν γνωστή ὡς Μπάντιν (ὡς τίς ἀρχές τοῦ 11ου αι.) καί Μπντίν (μετά ἀπό αὐτό). Ἀπό τόν Μεσαίωνα καί μετά, διατηροῦσε ἕδρα ἐπισκόπου. Τήν πόλη αὐτήν πολιόρκησε καί κατέλαβε τό 1003 ὁ Βασίλειος ὁ Βουλγαροκτόνος.

Δεινοπάθησε τό Βίντιν κατά τήν Ὀθωμανική κατάκτηση, καί κατόπιν ἀπό τούς Οὔγγρους. Μέ τήν εἴσοδο τῶν Οὐγγρικῶν στρατευμάτων (τό 1365) ἀκολούθησε ἡ ἄφιξη τῶν Φραγκισκανῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιδόθηκαν φανατικά στόν ἀναβαπτισμό τῶν κατοίκων, ὥστε νά ἐπιτευχθῇ ἡ πλήρης ἀφομοίωση τοῦ κρατιδίου στήν παπική Οὐγγαρία.

Καί πάλι ἡ πόλη τοῦ Βιδινίου ἔπεσε κάτω ἀπό τόν Ὀθωμανικό Τουρκικό ζυγό μέχρι τόν Σέρβο-Βουλγαρικό πόλεμο τοῦ 1885, ὁπότε ἡ πόλη πολιορκήθηκε ἀπό τόν Σερβικό στρατό, ἀλλά νικηφόρα τήν κατέλαβαν καί πάλι οἱ Βούλγαροι.

Οἱ ἀρχαιότητες τῆς πόλης εἶναι ἡ μνήμη της καί τό ἔμβλημά της. Τά πολιτιστικά μνημεῖα της εἶναι πάνω ἀπό 100.

Ὅταν φθάσαμε στό Βίντιν, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης  Βιδινίου κ. Δομετιανός, -στήν Μητρόπολη τοῦ ὁποίου ἀνήκει ἡ πόλη-, ἀπουσίαζε στή Σόφια, σέ συνεδρίαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ὡστόσο, μᾶς ἐπιφυλάχθηκε λαμπρή ὑποδοχή στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀπό τόν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Πολύκαρπο -πτυχιοῦχο θεολόγο τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης-  ὁ ὁποῖος εἶναι προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, καί ἀπό πλῆθος Ἀρχιμανδριτῶν, Ἱερέων, Ἱεροδιακόνων καί πιστῶν. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα λειτουργήσαμε στόν Καθεδρικό αὐτόν Ναό, (ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δεύτερος μεγαλύτερος Ναός στή Βουλγαρία μετά ἀπό τόν Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νιέφσκι), μαζί  μέ τόν Πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βιδινίου, Πανοσιολογιώτατο  Ἀρχιμανδρίτη π. Ἄνθιμο.

Ἐπισκεφθήκαμε τά κτίρια τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, εἴδαμε τόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Σκέπης (καί οἱ δύο ναοί εἶναι τοῦ 17ου αἰῶνος), τό σῆμα κατατεθέν τῆς πόλης –τό μεσαιωνικό ὀχυρό-κάστρο Baba Vida Castle, τό τζαμί-βιβλιοθήκη-μαυσωλεῖο τοῦ πασᾶ Ὀσμᾶν Πασβάντογλου, τό φρούριο Καλέτο (=κάστρο)  (Belogradchik Fortress – Kaleto), τήν Ἑβραϊκή Συναγωγή τοῦ 1894 -ἡ ὁποία ἐρημώθηκε μέ τήν μετανάστευση τῶν Ἑβραίων πίσω στό κράτος τοῦ Ἰσραήλ, (εἶναι ἕνα ὑπέροχο κτίριο πού θυμίζει περισσότερο ἐκκλησία-βασιλική, παρά συναγωγή).

Ἐπίσης ἐπισκεφθήκαμε Ὀρθόδοξα μοναστήρια τῆς περιοχῆς Βιδινίου καί τύχαμε σπουδαίας φιλοξενίας ἀπό ὅλους τούς Πατέρες. Στήν πόλη τοῦ Βίντιν συναντηθήκαμε μέ τόν Νομάρχη τῆς ἐπαρχίας, καθώς καί μέ τόν Δήμαρχο τῆς πόλης, κ. Γεώργιο Γεωργώφ -ἕνα νέο παιδί 33 ἐτῶν μέ οἰκογένεια,  τοῦ ὁποίου ἡ σύζυγος ἔχει ἐπισκεφθεῖ τήν Ἁγία Γῆ καί ἔχει καταενθουσιαστεῖ ἀπό τά Πανάγια Προσκυνήματα τῶν Ἁγίων Τόπων. Ὅλοι τους ἦταν πολύ ἐγκάρδιοι μαζί μας, φιλόξενοι, μέ ἀγάπη, σεβασμό καί χαρωπά πρόσωπα …

(συνεχίζεται)

Ἀρχιμανδρίτης Ἰγνάτιος

Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ποιμένων, Βηθλεέμ

ngg_shortcode_0_placeholder