1

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ (Α’ ΜΕΡΟΣ)

Μέ τήν εὐλογία τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου Γ΄ καί τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, συνοδεύσαμε μαζί μέ τόν π. Ἰουστῖνο –ἡγούμενο τοῦ Φρέατος τοῦ Ἰακώβ- τήν Ἱερά Εἰκόνα τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει τεμάχιον Τιμίου Ξύλου, σέ διάφορες πόλεις, ἐπαρχίες καί μητροπόλεις τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας -πρός εὐλογίαν καί πνευματικήν ἐνίσχυσιν τῶν πιστῶν.

Ἡ πνευματική αὐτή ἀποστολή τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων στήν Βουλγαρία διήρκησε δέκα ἡμέρες -ἀπό τήν 26ην Ἰουνίου ἕως καί τήν 5ην Ἰουλίου 2012- καί πραγματοποιήθηκε κατόπιν αἰτήσεως τοῦ Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Σόφιας καί Πατριάρχου πάσης Βουλγαρίας κ.κ. Μαξίμου, ὁ Ὁποῖος διάγει τό 98ο ἔτος τῆς ἡλικίας του.

Τήν εὐθύνη τῆς ὀργάνωσης, τοῦ προγραμματισμοῦ καί τήν γενική ἐπιμέλεια τῆς προσκυνηματικῆς περιήγησης στή χώρα, εἶχε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δοροστόλου κ. Ἀμβρόσιος μαζί μέ τόν Πρωτοσύγκελό του, Πρωτοπρεσβύτερο π. Ντόμπριτς (π. Εὐάγγελος).

Ἦταν ἕνα κοπιαστικό -ἀλλά εὐλογημένο- προσκυνηματικό ταξίδι καί γιά ἐμᾶς, σέ ἱερούς χώρους, σέ ἐκκλησίες καί μοναστήρια τῆς Βουλγαρίας. Ἡ Βουλγαρία ἔχει περίπου 4.720 ναούς, 600 παρεκκλήσια καί μονές, καθώς καί δύο Θεολογικές Σχολές -τῆς Σόφιας καί τοῦ Βελίκο Τύρνοβο- καί τρία Τμήματα Θεολογίας -στά Πανεπιστήμια τοῦ Σοῦμεν, τοῦ Κάρτζαλι καί τοῦ Πλόβντιβ (Plovdiv-Φιλιππούπολη).

Ἡ προσκυνηματική περιήγηση τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνας μέ τό Τίμιο Ξύλο στήν Βουλγαρία ξεκίνησε ἀμέσως μετά ἀπό τήν προσγείωσή μας στό ἀεροδρόμιο Ὄκπρομ, τῆς Σόφιας. Ἐκεῖ, μᾶς ἐπιφυλάχθηκε λαμπρή ὑποδοχή ἀπό τήν Πατριαρχική Συνοδεία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖτο ἀπό τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Ζνεπόλεως κ. Ἰωάννη -βοηθό Ἐπίσκοπό τοῦ Μακαριωτάτου καί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σόφιας, ἀπό Πρωτοσυγκέλους Μητροπόλεων, ἀπό ἱερεῖς, ἀπό ἱεροδιακόνους, καί ἀπό τόν γενικό γραμματέα τοῦ Ὑπουργείου Θρησκευμάτων τῆς Βουλγαρίας. Τήν ἴδια ἡμέρα ἀναχωρήσαμε, μέ τή συνοδεία τῆς τουριστικῆς ἀστυνομίας, γιά τήν παλαιά βυζαντινή πόλη Μεσημβρία (Mesembria) -τό σημερινό Νεσέμπαρ (Nesebar ἤ Nessebur). Ἡ πόλη αὐτή εὑρίσκεται στίς ἀκτές τῆς Μαύρης Θάλασσας, σέ ἀπόσταση 600 χιλιομέτρων ἀπό τήν Σόφια καί 20 χιλιομέτρων βόρεια ἀπό τό Μπουργκᾶς (Πύργος). Τήν ὀνομάζουν, τό Μαργαριτάρι τῆς Μαύρης Θάλασσας ἤ τό Ντουμπρόβνικ (λιμάνι στήν Ἀδριατική θάλασσα, τῆς Δαλματίας τῆς Κροατίας) τῆς Μαύρης Θάλασσας. Εἶναι μία ἱστορική πόλη, μία Πόλη-Μουσεῖο, μέ ἱστορία 3.000 χρόνων καί μέ πολλά ἀρχαῖα Ρωμαϊκῶν, Ἑλληνιστικῶν καί Βυζαντινῶν χρόνων. Ἔχει μεγάλη τουριστική κίνηση καί εἶναι ἕνας ἀπό τούς κυριώτερους τουριστικούς προορισμούς τῆς Βουλγαρίας.

Στήν θέση πού ἦταν ἡ ἀρχαία πόλη Μεσημβρία βρίσκεται τό σημερινό Νεσέμπαρ. Εἶναι κτισμένο πάνω σε μιά βραχώδη χερσόνησο -παλαιότερα ἦταν νησί- καί ἑνώνεται μέ τή στεριά, μέ μία λωρίδα γῆς. Ἡ μικρή καστροπολιτεία, μέ τήν ἑλληνική ψυχή, πού θυμίζει ἔντονα τή Μονεμβασία, γιά χιλιάδες χρόνια ἀντέχει στό πέρασμα τοῦ χρόνου. Ἔχει πολλά ἀρχαιολογικά ἐρείπια τῆς προχριστιανικῆς περιόδου, ἀκρόπολη, ναό τοῦ Ἀπόλλωνα, ἀρχαία ἀγορά, τμήματα ἀρχαίων θρακικῶν τειχῶν. Ἔχει σαράντα βυζαντινές ἐκκλησίες, μεσαιωνικά μνημεῖα ἀπό τήν περίοδο πού ἡ πόλη ἀποτελοῦσε μία ἀπό τίς σημαντικότερες περιοχές τοῦ Βυζαντίου στά δυτικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας, ἐνῶ τά ξύλινα σπίτια τά ὁποῖα ἔχουν κατασκευαστεῖ τόν 19ο αἰῶνα ἀποτελοῦν χαρακτηριστικά δείγματα τῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἐκείνης τῆς περιόδου.

Τό 1983, λόγῳ τῆς σημαντικῆς ἱστορικῆς σημασίας της καί λόγῳ τῶν πολλῶν καί διαφορετικῶν πολιτισμῶν πού πέρασαν ἀπό αὐτήν, ἡ πόλη ἀνακηρύχθηκε ἀπό τήν UNESCO ὡς Μνημεῖο Παγκόσμιας Πολιτιστικῆς Κληρονομιᾶς, θεωρουμένη ὡς «Πόλη-Μουσεῖο». Σήμερα, τό Νεσέμπαρ ἔχει πληθυσμό 12.000 κατοίκων.

Ὁ πρῶτος οἰκισμός στήν περιοχή δημιουργήθηκε ἀπό ἀρχαίους Θρᾶκες. Στίς ἀρχές τοῦ 6ου π.Χ. αἰῶνα, κατά τόν δεύτερο ἑλληνικό ἀποικισμό, ἱδρύθηκε ἑλληνική ἀποικία ἀπό Μεγαρεῖς (Ἕλληνες δωρικῆς καταγωγῆς), ἡ ὁποία ἀποτέλεσε μεγάλο καί σημαντικό ἐμπορικό κέντρο. Τό 71 π.Χ. τήν κατέλαβαν οἱ Ρωμαῖοι.

Τό 1452 μ.Χ. παραχωρήθηκε -ἀπό τόν Κωνσταντῖνο ΙΑ’ τόν Παλαιολόγο- στόν Οὖγγρο ἡγεμόνα Οὐνυάδη, ὡς ἀντάλλαγμα γιά τή συμμαχία του στόν πόλεμο κατά τῶν Τούρκων. Ἡ κατάληψη τῆς πόλης ἀπό τούς Ὀθωμανούς, τό 1453, σηματοδότησε τήν ἀρχή τῆς παρακμῆς της. Ἡ πόλη ὡστόσο διατήρησε τά ἀρχιτεκτονικά της μνημεῖα. Τό 1878, ἔγινε μέρος τῆς αὐτόνομης Ὀθωμανικῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, μέχρι τήν ἕνωσή της -τό 1886- μέ τήν Βουλγαρία. Μέχρι τό τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα ἡ Μεσημβρία (Nesebar) ἀποτελοῦσε μιά μικρή πόλη Ἑλλήνων κατοίκων, κυρίως ψαράδων καί ἀμπελουργῶν.

Μετά τήν φυγή τῶν Ἑλλήνων, τό 1925, χτίστηκε τό νέο τμῆμα τῆς πόλης καί ἡ ἱστορική παλαιά πόλη ἀναστηλώθηκε. Ἀκόμα καί σήμερα οἱ ντόπιοι τήν ὀνομάζουν πόλη τοῦ θεοῦ Ἀπόλλωνα.

Στήν ἀρχαία βυζαντινή εἴσοδο τῆς λαμπρῆς αὐτῆς πόλεως, τύχαμε θερμῆς ὑποδοχῆς ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σλίβεν κ. Ἰωαννίκιο καί ἀπό πλῆθος ἱερέων καί πιστῶν. Μέ πομπή φθάσαμε στόν  Ἱερό Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἕναν ὑπέροχο μεγάλο Ναό μέ παλαιές ἑλληνικές βυζαντινές εἰκόνες -ὁ ὁποῖος βρίσκεται στό κέντρο τῆς Μεσημβρίας- ὅπου καί λειτουργήσαμε.

Στήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ναοῦ εἶναι γραμμένο στά ἑλληνικά ὅτι ὁ Ναός κτίστηκε μέ δαπάνες τῶν ἑλλήνων κατοίκων τῆς Μεσημβρίας καί ὅτι ἐγκαινιάστηκε τό ἔτος 1884.

Στήν πόλη αὐτή μείναμε δύο ἡμέρες γιά νά ἔχουν τόν χρόνο νά προσκυνήσουν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, καθώς καί ἐπισκέπτες-προσκυνητές, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔρθει ἀπό τήν Ρωσία, τήν Οὐκρανία καί τήν Σερβία. Ὁ ναός ἔμεινε ἀνοικτός σχεδόν ὅλη τή νύκτα.

Κατά τή διάρκεια τῆς διήμερης παραμονῆς μας στήν Μεσημβρία ἐπισκεφθήκαμε τήν πόλη τῆς Ἀγχιάλου καί τήν ἀνδρῴα μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, πού εὑρίσκεται ἐκεῖ. Παλαιότερα, ἡ μονή ἀπεῖχε 20 χιλιόμετρα ἀπό τήν πόλη, ἡ ὁποία ἔχει πλέον ἐπεκταθεῖ κατά πολύ, μέ ἀποτέλεσμα ἡ μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου νά βρίσκεται –σήμερα- ἐντός της πόλεως. Ἐκτός ἀπό προσκύνημα καί μονή, λειτουργεῖ καί ὡς ἐνορία γιά τούς κατοίκους.

Θαυμάσαμε τίς πολλές βυζαντινές εἰκόνες καί, κυρίως, τήν θαυματουργική εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία θεωρεῖται μία ἀπό τίς δέκα θαυματουργές εἰκόνες τῆς χώρας. Ὀνομαστό μέχρι τίς ἡμέρες μας εἶναι καί τό ὑπέροχο θαυματουργό ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Κρυστάλλινο νερό, ἰαματικό, θαυματουργικό! Ἄξια λόγου ἐπίσης, ἦταν καί ἡ μεγάλη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου -εἰκόνα τοῦ 1700- μέ ἀφιέρωση καί δέηση στά ἑλληνικά.

Μέ τόν ἡγούμενο τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος μᾶς συνόδευε, ἐπισκεφθήκαμε στή συνέχεια καί τόν μοναδικό ἑλληνικό Ναό στήν Ἀγχίαλο (Πομόρια), τόν ἱερό ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος (1765).

Ἡ Ἀγχίαλος (Πομόρια-Pomorie), κτισμένη στίς παρυφές μιᾶς μεγάλης πεδιάδας, ἡ ὁποία ὠνομαζόταν  -ἀπό τήν Βυζαντινή ἐποχή- κάμπος τῆς Ἀγχιάλου, ἱδρύθηκε τόν 6ο π.Χ. αἰῶνα. Ἡ ἀρχική της ὀνομασία ἦταν Ἀγχιάλη, «Ἀγχιάλη πολίχνιον Ἀπολλωνιατῶν» ἤ Ἀγχιάλεια ἤ Ἀγχίαλος. Στή Ρωμαϊκή ἐποχή μετωνομάστηκε σέ Οὐλπία ἤ Οὐλπιάνα καί κατά τήν Βυζαντινή ἐποχή ὠνομαζόταν  Ἀχωλός ἤ Ἀχελῶ.

Ἡ Ἀγχίαλος διατήρησε συμπαγῆ ἑλληνικό πληθυσμό κατά τήν διάρκεια τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Μετά τήν Ἅλωση τῆς Πόλης (1453) κατέφυγαν καί ἐγκαταστάθηκαν στήν Ἀγχίαλο μερικές ἀπό τίς πιό ἐπιφανεῖς οἰκογένειες τοῦ Βυζαντίου (Παλαιολόγοι, Καντακουζηνοί, Δοῦκες, Ράλληδες κ.α.). Οἱ Καντακουζηνοί τῆς Ἀγχιάλου διακρίθηκαν στό ἐμπόριο καί ὑπῆρξαν προστάτες τῶν γραμμάτων. Πολλοί Ἕλληνες, κάτοικοι τῆς Ἀγχιάλου, ἦταν μέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ἤδη, πρίν ἀπό τό 1819.

Μετά τήν ἔκρηξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, στήν Ἀγχίαλο ἀπαγχονίστηκαν ὁ Μητροπολίτης Εὐγένιος καί πολλοί πρόκριτοι καί ἱερεῖς. Ἡ Ἀγχίαλος ἔγινε ἕδρα ἐπισκόπου ἀπό τόν 2ο μ.Χ. αἰῶνα. Κατά τή διάρκεια τοῦ 15ου αἰῶνα προήχθη σέ Μητρόπολη. Εἶχε πολλές ἐκκλησίες, ἀλλά κάηκαν ὅλες τό 1906 πού ἡ πόλη κατεστράφη. Διεσώθη μόνον -καί ὑπάρχει μέχρι σήμερα- ὁ ἑλληνικός Ναός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ -τόν ὁποῖο καί ἐπισκεφθήκαμε- καθώς καί ἡ μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, (γιά τήν ὁποία ἔχουμε μιλήσει πιό πάνω), ἡ ὁποία κτίστηκε τό 1856 ἀπό τήν ἑλληνική κοινότητα καί ἔχει μεγάλη περιουσία σέ κτήματα, ἀμπέλια καί ἁλυκές.

Σύμφωνα μέ ἑλληνικές πηγές, στά μέσα του 19ου αἰῶνα ἡ Ἀγχίαλος εἶχε 4.000 Ἕλληνες καί 50 οἰκογένειες Τούρκων, ἐν ᾧ στά τέλη τοῦ 19ου, καί στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνα, κατοικοῦσαν στήν πόλη 5.800 Ἕλληνες, σέ σύνολο περίπου 6.000 κατοίκων. Οἱ ἐπίσημες βουλγαρικές στατιστικές δίνουν ὅτι ἡ Ἀγχίαλος εἶχε 5.365 Ἕλληνες κατοίκους τό 1893 καί τό 1900 εἶχε 4.579 Ἕλληνες κατοίκους.

Πόσα λοιπόν νά πρωτοδιηγηθῇ καί νά γράψῃ κανείς γιά τό ἔνδοξο ἱστορικό παρελθόν τῆς πόλεως τῆς Ἀγχιάλου καί τῶν Ἑλλήνων κατοίκων αὐτῆς; Σήμερα ἡ πόλη ὀνομάζεται -στά Βουλγαρικά- Πομόρια (Pomorie), ὄνομα τό ὁποῖο διατηρεῖ τήν ἑλληνική ἐτυμολογία, καθώς σημαίνει «παρά τήν θάλασσαν» (po=κοντά, more=θάλασσα) καί εἶναι μιά μοντέρνα πόλη μέ πολλά ξενοδοχεῖα καί πολύ τουρισμό, ἡ ὁποία -παράλληλα- διατηρεῖ μέρος τῶν ἀρχαιοτήτων της καί τῆς μακραίωνης πολιτιστικῆς της κληρονομιᾶς.

Ἀφήνοντας τίς πόλεις τῆς Μεσημβρίας καί τῆς Ἀγχιάλου, μέ τήν εἰκόνα τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης μέ τόν Τίμιο Σταυρό, φθάνουμε σέ μιά ἄλλη ὀνομαστή πόλη, τήν πόλη τῆς Δοροστόλου, τῆς σημερινῆς Σιλίστρας (Silistra).

Ἐκεῖ, στήν κεντρική πλατεία τῆς Σιλίστρας, εἴχαμε –λόγῳ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ- λαμπρή ὑποδοχή, ἀπό πλῆθος κόσμου.

Μᾶς ὑποδέχθηκε θερμότατα ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δοροστόλου κ. Ἀμβρόσιος, μαζί μέ ἄλλους Ἀρχιερεῖς, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βάρνης καί Μεγάλης Πρεσλάβας κ. Κύριλλο, τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Δεβόλεως κ. Θεοδόσιο -ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Τρωϊάν, δύο Ἀρχιερεῖς ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Ρουμανίας καί πλῆθος ἱερέων, μοναζουσῶν, πιστῶν καί προσκυνητῶν ἀπό ἄλλες ἐπαρχίες, πόλεις καί χωριά τῆς Βουλγαρίας, καθώς καί ἀπό τήν Ρουμανία.

Μέ λαμπρή πομπή καί λιτανεία φθάσαμε στόν μητροπολιτικό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Ἐκεῖ ἐτελέσθη δέησις, ἁγιασμός καί, στή συνέχεια, ἔγιναν προσφωνήσεις καί ἀντιφωνήσεις, ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου τῶν Ἱεροσολύμων -ἀπό τόν Ἀρχιμανδρίτη π. Ἰουστῖνο, ἡγούμενο τοῦ Φρέατος τοῦ Ἰακώβ- καί ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου Βουλγαρίας κ.κ. Μαξίμου -ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δοροστόλου κ.Ἀμβρόσιο.

Στήν παραποτάμια (εἶναι δίπλα στόν ποταμό Δούναβη) πόλη τῆς Σιλίστρας παραμείναμε γιά τέσσερις ἡμέρες.

Τήν μεθεπομένη ἡμέρα -παραμονή τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου- πήγαμε, τήν Ἱερά Εἰκόνα τῶν Ἰσαποστόλων μέ τό Τίμιο Ξύλο, στό χωριό Καλιπέτροβο. Τό Καλιπέτροβο βρίσκεται σέ ἀπόσταση 60 χιλιομέτρων ἀπό τήν πόλη τῆς Δοροστόλου. Ἐκεῖ τελέσθηκε ὁ Ἑσπερινός -μέ ἁγιασμό καί ἀρτοκλασία, στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.

Ἀνήμερά τῆς ἑορτῆς τῶν  Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου ἡ θεία Λειτουργία καί πανήγυρις τελέσθηκε στόν ὁμώνυμο ναό στήν πόλη τῆς Σιλίστρας μέ λιτάνευση τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος μέ τό Τίμιο Ξύλο. Συλλειτούργησαν ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δοροστόλου Ἀμβρόσιος, ὁ Βάρνης καί Μεγάλης Πρεσλάβας Κύριλλος, ὁ Δεβόλεως Θεοδόσιος, ὁ Στοβίου Ναούμ -Ἀρχιγραμματέας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὁ Βελίκης Σιώνιος -Σχολάρχης τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς τῆς Μητροπόλεως Σόφιας καί ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς ἀνδρῴας Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου Λοπούσνα (Lopushna) καί ὁ Ἀγαθονικίας Μπόρις -ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μπάτσκοβο.

Ἡ πόλη αὐτή, τῆς Δοροστόλου (Σιλίστρας), εὑρίσκεται στό βορειοανατολικό ἄκρο τῆς Βουλγαρίας, στήν δεξιά ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Δούναβη (στήν ἀριστερή ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, εὑρίσκεται ἡ Ρουμανία). Ἡ πόλη ἦταν γνωστή καί ὡς Δουρόστολος ἤ Ντράσταρ καί, ἀργότερα, ἦταν γνωστή καί ὡς Θεοδωρόπολις, ἀπό τόν Ἅγιο Θεόδωρο τόν Στρατηλάτη, ὁ ὁποῖος -λέγεται- ὅτι βοήθησε τόν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Ἰωάννη Τσιμισκῆ, τό 970-971 μ.Χ., στή μάχη τοῦ Δουροστόλου.

Εἶναι μία ὡραία πόλη μέ ἐρείπια Ρωμαϊκῶν καί Βυζαντινῶν χρόνων, μέ βυζαντινές Ἐκκλησίες, μέ κάστρο μεσαιωνικό καί πολλά μνημεῖα, μέ ἕνα ὑπέροχο ἀρχαιολογικό μουσεῖο καί πολλά ἄλλα ἐκθέματα. Ἡ πόλη καλύπτει μιά περιοχή 516 χιλιομέτρων μέ 18 χωριά καί ἔχει πληθυσμό 36.000 κατοίκων.

Ἑπόμενη στάση τῆς ἀποστολῆς μᾶς ἦταν ἡ πόλη Τέρβελ, στή νότια Βουλγαρία, καί ὁ Ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου -καί ἐδῶ- τέθηκε σέ προσκύνημα ἡ Ἱερά Εἰκόνα μέ τό Τίμιο Ξύλο. Ἡ πόλη αὐτή -σύμφωνα μέ βυζαντινές πηγές- ἔλαβε τό ὄνομά της ἀπό τόν Χᾶν (=ἀρχηγός, ἡγεμόνας) Τέρβελ ἤ Τερβέλη, ὁ ὁποῖος ἦταν αὐτοκράτορας τῆς Βουλγαρίας στήν ἀρχή τοῦ 8ου μ.Χ. αἰῶνα. Ὁ Τέρβελ ἦταν Χριστιανός, ὅπως καί ὁ παπποῦς τοῦ Χᾶν Κουμπράτ. Ἦταν γιός τοῦ Ἀσπαρούχ, τοῦ ἱδρυτοῦ τοῦ Βουλγαρικοῦ κράτους. Τό 704 μ.Χ. βοήθησε τόν ἔκπτωτο αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό Β’ νά ἀνακαταλάβῃ τόν θρόνο του. Μετά τήν ἐπανενθρόνισή του, ὁ Ἰουστινιανός Β’ ἔδωσε στόν Τέρβελ τό χέρι τῆς κόρης του, τόν τίτλο τοῦ Καίσαρα καί τήν περιοχή Ζαγόρα (Στάρα Ζαγκόρα=Παλαιά Ζαγορά).

Ἑπόμενος σταθμός μας, γιά προσκύνηση τῶν κατοίκων, ἦταν ἡ πόλη τοῦ Μεγάλου Τυρνόβου, τό σημερινό Βέλικο Τάρνοβο. Εἶναι μία πόλη τῆς βορειοκεντρικῆς Βουλγαρίας, κτισμένη στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γιάντρα (παραπόταμος τοῦ Δούναβη). Ἐκεῖ, στόν πανέμορφο βυζαντινό ναό τῆς Ἀναστάσεως -ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάστηκε πρόσφατά- μᾶς ἀνέμεναν ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεγάλου Τυρνόβου κ. Γρηγόριος, μαζί μέ πλῆθος ἱερέων καί πιστῶν.

Ἡ παλαιά πόλη ἦταν κτισμένη σέ τρεῖς λόφους, στόν Τσάραβετς, στήν Τραπέζιτσα καί τήν Σβέτα Γόρα (=Ἱερό Βουνό).

Ὁ λόφος τῆς Τραπέζιτσας εἶναι διάσημος γιά τίς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες πού ὑπάρχουν ἐκεῖ.

Τό Βέλικο Τάρνοβο ἦταν ἡ μεσαιωνική πρωτεύουσα τῆς Βουλγαρίας. Ἦταν γνωστή ὡς ἡ πρωτεύουσα τῆς δεύτερης Βουλγαρικῆς αὐτοκρατορίας καί συχνά ἀναφέρεται ὡς «ἡ πόλη τῶν Τσάρων». Κατά τούς βυζαντινούς χρόνους ἦταν ἡ δεύτερη σημαντικότερη πόλη, μετά τήν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν πόλη κοσμοπολίτικη, μέ πολλούς ξένους ἐμπόρους καί διπλωμάτες.

Ἀπό τόν 12ο  μέχρι καί τόν 14ο μ.Χ. αἰῶνα τό Βέλικο Τάρνοβο ἦταν τό ἰσχυρότερο ὀχυρό τῆς Βουλγαρίας, ἀλλά καί τό πιό σημαντικό πολιτικό, οἰκονομικό καί θρησκευτικό κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Βούλγαρος ἱερέας Γκρέγκορι Τσαμπλάκ (Γρηγόριος Τσαμπλάκος), 14ος μ.Χ. αἱ., περιγράφει τήν πόλη ὡς “μία πολύ μεγάλη καί πανέμορφη πόλη, ἡ ὁποία περιτριγυριζόταν μέ τείχη καί εἶχε 12.000 μέ 15.000 κατοίκους».

Ἀπό τό 17ο μ.Χ. αἰῶνα, οἱ Μητροπολῖτες Τυρνόβου ὥρισαν τήν ἑλληνική γλῶσσα γιά τίς λειτουργίες, ἵδρυσαν ἑλληνικό σχολεῖο καί ἑλληνική βιβλιοθήκη. Οἱ Φαναριῶτες ἡγεμόνες συνέχισαν αὐτό τό ἔργο.

Σήμερα, εἶναι σημαντικό διοικητικό, οἰκονομικό καί ἐκπαιδευτικό κέντρο στήν Βόρεια Βουλγαρία. Προσελκύει πολύ τουρισμό λόγῳ τῆς σπουδαίας ἀρχιτεκτονικῆς τῆς παλαιᾶς πόλης καί συνδυάζει προϊστορική, θρακική καί ἀρχαία κληρονομιά.

(συνεχίζεται)

 

Ἀρχιμανδρίτης Ἰγνάτιος

Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ποιμένων, Βηθλεέμ

ngg_shortcode_0_placeholder