1

ΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΚΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΣΙΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΝ (2-6 ΜΑΪΟΥ 2015).

Ἁγία Πόλις Ἱερουσαλήμ, 18 Ἰουνίου 2015

 Ὁ σκοπός τῆς ἐκδρομῆς αὐτῆς ἦταν προσκυνηματικός μέ παράλληλη προσπάθεια νά ἔρθουν οἱ  μαθητές σέ ἐπαφή μέ τίς ἐθνικές μας ρίζες καί νά βιώσουν μίαν ἀνεπανάληπτη ἐμπειρία τῆς γεωμορφολογίας, τῶν φυσικών καλλονῶν καί τῶν θρησκευτικών μνημείων, τά οποία τό ἔθνος μας ἐδημιούργησε σ’ αὐτά τά αλύτρωτα μέρη κατά τήν διάρκεια τῶν χιλίων περίπου ἐτῶν πού ἀσμένως μᾶς ὑποδέχονταν καί κατά τά ὁποία ἀναδειχθήκαμε κλειδοκράτορες μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, κρατώντας τήν Εὐρώπη ἐλεύθερη, ἐλώβητη καί ἀπαλλαγμένη ἀπό ἀνεπιθύμητες φυλετικές, πολιτισμικές καί πολιτιστικές προσμείξεις.

Ἡ Πατριαρχική Σχολή Ἱεροσολύμων γιά  πρώτη φορά στήν ἱστορία της πραγματοποίησε ἐκδρομή σ’ αὐτή τήν πολύπαθη καί ἀλύτρωτη πόλη, τήν Πόλη τῶν πόλεων, τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἀναχώρηση ἔγινε ἀπό τό ἀεροδρόμιο Ben Gurion International τοῦ Tel Aviv στἰς 2 Μαΐου μέ κατεύθυνση τό  ἀεροδρόμιο Σαμπίκα Γκόχεν, πού βρίσκεται στό ἀσιατικό τμήμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ὑποδοχή μας ἔγινε ἀπό  τόν Σεβασμιώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀνθηδῶνος κ. Νεκτάριο, Πατριαρχικό Ἐπίτροπο τοῦ Παναγίου Τάφου σέ αὐτή τή Βασιλίδα τῶν Πόλεων. Ἡ ἐκδρομή πραγματοποιήθηκε σέ ἀνταπόκριση τῆς προσκλήσεώς του, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε ὅλα τά ἔξοδα φιλοξενίας στήν πενθήμερη διάρκειά της. Ἡ φιλοξενία, τήν ὁποία μᾶς παρέσχε ἦταν ὄντως ἀβραμιαία. Ὑπεράνω ὅμως τῆς φιλοξενίας αὐτῆς ἐπιβάλλεται νά ὑπογραμμισθεῖ ἡ  διάθεση αὐτῆς τῆς προσφορᾶς ἡ  ὁποία εἶχε καί ἔχει ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς της τήν  μεγάλη ἀγάπη τοῦ   στή Σχολή μας, στό Πατριαρχεῖο μας γενικότερα καί στήν ἱστορική Ἐξαρχία μας στήν Κωνσταντινούπολη, τήν ὁποία ἀσμένως καί πλέον ἤ ἐπιτυχῶς διακονεῖ. Διασχίσαμε τήν ἀσιατική πλευρά καί περνώντας τή Γέφυρα τοῦ Βοσπόρου βρεθήκαμε στόν εὐρωπαϊκό τομέα τῆς Πόλεως. Κατευθυνθήκαμε στήν Ἁγία Σοφία, τόν Ἱππόδρομο καί τό Τόπ Καπί καί βγήκαμε στή συνέχεια στό Μετόχι μας, στή νῆσο Χάλκη, τόπο διαμονῆς μας. Πρίν ὅμως σταχυολογήσουμε συναισθήματα, συγκίνηση καί δέος ἀπό τήν επίσκεψή μας στά μεγαλειώδη καί ἐκστατικά προσκυνήματά μας, πού εἶχαν ὡς συνέπεια ἀνεξέλεγκτη ροή δακρύων γιά τούς πνευματικούς καί πολιτιστικούς αὐτούς θησαυρούς πού δημιουργήσαμε καί τόσο ἀπροσδόκητα χάσαμε, γιά  νά   βρίσκονται σήμερα στό ἐπίκεντρο μιᾶς ἀνεπιτυχοῦς, εὐτυχῶς, ἀλλοτριωτικῆς προσπάθειας, παραθέτουμε μία ἐπιγραμματική ἀναφορά μας σ’ αὐτή τήν κορωνίδα τῶν Πόλεων ὅλου τοῦ κόσμου, στήν παρουσία τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων στήν Κωνσταντινούπολη καί στἀ προσκυνήματα πού μας δέχθηκαν τήν πρώτη μέρα:

α. Κωνσταντινούπολη

Ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξε τό ἀποτέλεσμα τῆς πολιορκίας τῆς Βυζαντινῆς πρωτεύουσας, τῆς ὁποίας αυτοκράτορας ἦταν ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, ἀπό τόν Ὀθωμανικό στρατό μέ ἐπικεφαλῆς τόν σουλτᾶνο Μωάμεθ Β΄, 21 μόλις ἐτῶν, στίς 29 Μαΐου τοῦ 1453, πού ἦταν χαρακτήρας, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ βυζαντινολόγος Βασίλιεφ, ἰδιαίτερα σκληροτράχηλος, φιλοπόλεμος καί ὑπέκυπτε γενικά σέ κατώτερα πάθη. Ταυτόχρονα ὅμως, ἔδειχνε ἐνδιαφέρον γιά  τήν ἐπιστήμη καί τή μόρφωση ἐν ᾧ κατεῖχε τό χάρισμα τοῦ στρατηγοῦ, τοῦ πολιτικοῦ καί τοῦ ὀργανωτῆ. Ἡ  Ὀρθόδοξη Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ἔπαψε νά  ὑφίσταται, καί στή θέση της ἱδρύθηκε καί ἀναπτύχθηκε ἡ  Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, τῆς οποίας ἡ Πρωτεύουσα μεταφέρθηκε ἀπό   τήν Ἀδριανούπολη στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καί μετωνομάστηκε ἀπό τούς Τούρκους Ἰστανμπούλ καί παρέμεινε ἕδρα τῆς Αυτοκρατορίας ὡς τήν ὁριστική κατάλυσή της, τό 1922. Ἀντίθετα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἔλαμψε μέ τήν ἀνάδειξη σέ Πατριάρχη τοῦ ἀνθενωτικού Γενναδίου Σχολαρίου, καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ Μωάμεθ, λαμβάνοντας ἀπό τόν ἴδιο καί διάφορα προνόμια, μέχρι ἀκόμα καί τήν Ὀθωμανική Φρουρά. Ἡ  Ἅλωση εἶχε ὡς συνέπεια τόν τραυματισμό, ἀρχικά, τῆς περηφάνειας τῶν Ἑλλήνων, πού θρήνησαν τήν μεγάλη συμφορά σέ ὅλους τούς τόνους. Ὡστόσο, σύντομα ἄρχισε νά διαμορφώνεται ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Γένους. Τό πνεῦμα τοῦ Βυζαντίου μεταφέρθηκε ἀπό τούς λογίους τοῦ στήν Δύση. Οἱ Ὀθωμανοί ἔκλεισαν τούς δρόμους τῆς Ανατολῆς, ὠθώντας τούς Εὐρωπαίους στίς μεγάλες γεωγραφικές ἀνακαλύψεις.

Τά εἰς τήν Βασιλεύουσα ἐκτυφλωτικῆς λάμψεώς, τῆς σέ κορύφωση τέχνης μνημεῖα καί ἐκστασιακοῦ πολιτισμικοῦ μεγαλείου βεβηλώθηκαν ἀπό τήν σκοταδιστική ἐκτόνωση τῶν ἐστερημένων αἰσθητικής ἀντιλήψεως, εὐπρεπείας καί εὐαισθησίας κατακτητῶν καί σήμερα βεβηλωμένα, ἀκρωτηριασμένα, πολλάκις δε καί παραμορφωμένα εἰσδέχονται τήν συμπάθεια, τήν συγκίνηση, πολλάκις δε καί τήν ροή δακρύων τῶν ἀπό τά πέρατα τοῦ κόσμου προσκυνητών, οἱ  οποῖοι μέ ὄργανο τήν ἀφαιρετική φαντασία προσπαθοῦν νά   τά ἀποκαταστήσουν στήν ψυχή, στήν νόηση καί ἰδίως στήν καρδιά τους.

 

β. Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων.

Ἐπιβάλλεται νά σημειωθῇ ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Πατριαρχείου μας στήν Κωνσταντινούπολη κατά τό παρελθόν ἦταν ἐπιβλητική, δεδομένου ὅτι οἱ Πατριάρχες Ἱεροσολύμων γιά τριακόσια περίπου χρόνια ἐκλέγονταν καί ζοῦσαν στήν Κωνσταντινούπολη, τουτέστιν, οἱ Πατριάρχες ἀπό Θεοφάνη μέχρι καί τοῦ Ἀθανασίου. Οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως καί Ἱεροσολύμων ἀποφάσιζαν ἀπό κοινοῦ γιά τίς τύχες τοῦ Γένους.

Ἡ ἱστορία καί ἡ ἵδρυση τῶν τριῶν Μετοχίων τοῦ Παναγίου Τάφου στήν Βασιλεύουσα Πόλη ἀνάγεται στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰῶνα καί συγκεκριμένα στό 1517, πού ἀρχίζει ἡ κατοχή τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπό τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Οἱ Πατριάρχες τῶν Ἱεροσολύμων, οἱ ὁποῖοι ἀπό τότε ἐπισκέπτονταν τήν Κωνσταντινούπολη κατά τόν 17ο αἰῶνα διαμένουν πλέον συνέχεια γιά τριακόσια περίπου χρόνια σ’ αὐτήν, στό Μετόχι τοῦ Φαναρίου, ὥστε νά μποροῦν νά ἀντιμετωπίζουν καί νά ἐπιλύουν ἄμεσα τά προβλήματα πού προέκυπταν στούς Ἁγίους Τόπους. Αὐτό διευκόλυνε καί τήν οἰκονομική διαχείριση τοῦ Πατριαρχείου, ἐπειδή οἱ βασικοί οἰκονομικοί πόροι γιά τούς ἀγῶνες τῆς Ἀδελφότητος ὄχι μόνο γιά τήν ἀνάκτηση καί τήν συντήρηση τῶν προσκυνημάτων, ἀλλά καί τήν οἰκονομική του γενικότερα δραστηριότητα, προέρχονταν ἀπό τίς προσφορές καί τούς ἐράνους τῶν πλουσίων Μοναστηριῶν τῆς Μολδοβλαχίας, Οὐγγροβλαχίας, Ρουμανίας, Βεσσαραβίας, Τουρκίας, Ἑλλάδας, Κύπρου καί τῆς Κρήτης.

Τό Μετόχι στό Φανάρι ἱδρύθηκε τήν τρίτη δεκαετία τοῦ 17ου αἰῶνα ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων. Θεοφάνη, ὁ ὁποῖος ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἀγόρασε τόν χῶρο ἀπό τήν οἰκογένεια τῶν Καντακουζηνῶν.

Ὑπῆρξε κατοικία τῶν Πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων διά διακόσια καί πλέον ἔτη, ἕδρα τοῦ Ἱεροῦ Κοινοῦ τοῦ Παναγίου Τάφου, μέ βιβλιοθήκη, καθώς καί περιώνυμο Σχολή, πού ἄρχισε τήν λειτουργία της τό 1644 καί στήν ὁποία φοιτοῦσαν γόνοι τῆς Φαναριώτικης Ἀριστοκρατίας. Τό Μετόχι αὐτό τοῦ Παναγίου Τάφου ὑπῆρξε ὡς τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα, μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ σημαντικότερη ἑστία ἐθνικῆς καί πνευματικῆς ζωῆς τοῦ Γένους στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ πολιτική τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἦταν συνδεδεμένη μ’ ἐκείνη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Φαναριώτικης Ἀριστοκρατίας, πού ἀσκοῦσε μεγάλη πολιτική ἐπίδραση στήν Ὑψηλή Πύλη. Ἡ Ἐξαρχία μας, μέ ἕδρα τό Μετόχι αὐτό ἔχει μεταφερθεῖ στήν Χάλκη, ἐπειδή ἡ κατάσταση τοῦ κτιρίου δέν εἶναι καλή.

Τό δεύτερο Μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου βρίσκεται στήν Χάλκη τῆς Προποντίδας, καί ὀνομάζεται Ἅγιος Γεώργιος τοῦ Κρημνοῦ.

Ἡ Μονή ἀνοικοδομήθηκε ἐκ βάθρων ἀπό τόν Μητροπολίτη Χαλκηδῶνος Ἰωαννίκιο, ὁ ὁποιος ἀνῆλθε στόν Πατριαρχικό Θρόνο τό 1761, ἐχρημάτισε δέ Πατριάρχης μέχρι τό 1763. Πέθανε πλήρης ἡμερῶν σ’ αὐτήν τήν Μονή, ἀφ’ οὗ προηγουμένως φρόντισε νά ἀφιερώσει τό μοναστήρι καί τίς ἰδιοκτησίες του στόν Πανάγιο Τάφο. Ὁ τάφος του βρίσκεται στόν Νάρθηκα τῆς Μονῆς, ὅπου βρίσκεται θαμμένος καί ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ στόν δέ προαύλιο χῶρο ἐτάφη ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νικόδημος καί ὁ Ἀντιοχείας Σπυρίδων, ὁ τελευταῖος Ἕλληνας Πατριάρχης τῆς Ἀντιοχείας, καθώς καί ὁ Μητροπολίτης Νεαπόλεως Ἀρσένιος.

Τό τρίτο Μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου βρίσκεται στό Νεοχώρι τοῦ Βοσπόρου, καί ἀπό τόν 17ο αἰῶνα ὑπῆρξε θερινό ἐνδιαίτημα τῶν Πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων κατά τήν παραμονή τους στήν Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται περί τρίκλιτης Βασιλικῆς, λιθοπλινθόκτιστης μεταβυζαντινῆς λαϊκῆς τεχνοτροπίας, τυπικό παράδειγμα πολίτικης ἀρχιτεκτονικῆς τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰῶνα. Στόν νάρθηκα τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ ἀναπαύεται ὁ μέγας μεταξύ τῶν διαδόχων τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου καί καύχημα πολύτιμο τῆς Γεραρᾶς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος Πατριάρχης Κύριλλος ὁ Β’, τοῦ ὁποίου τά τίμια ὀστᾶ, μέ αὐτά τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Νικοδήμου, μεταφέρθηκαν στά Ἱεροσόλυμα κατά τό ἔτος 2004. Ἔτσι, μετά ἀπό 132 χρόνια, τά ὀστᾶ τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου ἀναπαύθηκαν στήν εὐλογημένη γῆ τῶν Ἱεροσολύμων μαζί μέ αὐτά τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Νικοδήμου.

 

γ. Ἁγία Σοφία.

Ἀπετέλεσε σ᾽ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας τήν ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καί ὑπῆρξε ὁ σημαντικώτερος Ναός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Κατά τήν περίοδο τῶν Σταυροφοριῶν καί συγκεκριμένα κατά τήν περίοδο 1204-1261 ὁ Ναός ἔγινε Ρωμαιοκαθολικός καί μετά τήν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τό 1453, μετατράπηκε σέ μουσουλμανικό Τέμενος. Εἰδικότερα καί κατά τήν διάρκεια τῆς Ἁλώσεως ἀπό τούς Φράγκους, ἡ Ἁγία Σοφία ὑπέστη τεράστιες ζημιές.

Ἐπίσης, κατά τήν περίοδο τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἔγιναν στό Ναό σημαντικές καταστροφές στίς τοιχογραφίες τοῦ Ναοῦ (ἀσβεστώθηκαν), ἀφ᾽ οὗ ἡ ἀπεικόνιση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος θεωρεῖται βλασφημία γιά τό Ἰσλάμ. Ὁ Ναός μέ τήν σπουδαία ἀρχιτεκτονική τοῦ ἀπετέλεσε πρότυπο γιά τήν κατασκευή καί ἄλλων Τεμενῶν, ὅπως τό Μπλέ Τζαμί.

Τό 1934 ὁ Μουσταφά Κεμάλ, στά πλαίσια ἐκσυγχρονισμοῦ τῆς Τουρκίας μετέτρεψε τό Τέμενος σέ μουσεῖο. Σήμερα ὁ Ναός ἐξακολουθεῖ νά εἶναι μουσεῖο, ἐν ᾧ πραγματοποιοῦνται σ᾽ αὐτόν παλιτιστικές ἐκδηλώσεις πού δέν ἁρμόζουν στόν χῶρο, ὅπως ἐπιδείξεις μόδας. Παράλληλα γίνονται προσπάθειες γιά τήν διάσωση τῶν ψηφιδωτῶν τοῦ ναοῦ.

Ἡ Ἁγία Σοφία ἀνήκει στις κορυφαῖες δημιουργίες τῆς Βυζαντινῆς ναοδομίας, προωτοποριακοῦ σχεδιασμοῦ καί ὑπῆρξε σύμβολο τῆς Πόλεως, τόσο κατά τήν Βυζαντινή, ὅσο καί κατά τήν Ὀθωμανική περίοδο. Τό παρόν κτίσμα ἀνεγέρθηκε τόν 6ο αἰῶνα ἐπί Βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ Α´ ἀπό τούς μηχανικούς Ἀνθέμιο ἀπό τίς Τράλλεις καί Ἰσίδωρο ἀπό τήν Μίλητο καί τήν διακονοῦσαν χίλιοι κληρικοί. Στό ἴδιο σημεῖο ἐπί τοῦ πρώτου λόφου τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί σέ κοντινή ἀπόσταση ἀπό τό Μέγα Παλάτιον καί τόν Ἱππόδρομο τῆς Πόλεως, εἶχαν κτιστεῖ παλαιότερα δύο ἀκόμα ναοί πού καταστράφηκαν ἀπό πυρκαγιά. Ὁ ναός εἶναι κτισμένος σέ ἀρχιτεκτονικό ρυθμό Βασιλικῆς μέ τροῦλο. Ὁ κυρίως χῶρος τοῦ κτίσματος ἔχει σχῆμα περίπου κύβου. Γενικά ὁ ναός εἶναι ὀρθογώνιο οἰκοδόμημα, μήκους 78, 16  μ. Καί πλάτους 71,82 μ. Κτισμένο στήν Ν/Δ πλευρά τοῦ πρώτου λόφου τῆς πόλεως μέ κατεύθυνση Ν/Α. Περιβάλλεται ἀπό δύο αὐλές τήν βόρεια καί τήν δυτική καλουμένη καί «αἴθριο». Συνορεύει νότια μέ τά πατριαρχικά κτίρια, τά ὁποῖα συνδέονταν μέ τό Αὐγουσταῖο, τήν μεγάλη δηλαδή πλατεῖα πού βρισκόταν τό λαμπρό ἀπό πορφυρό μάρμαρο ἄγαλμα τῆς Αὐγούστας Ἑλένης. Ἐσωτερικά ὁ ναός διαιρεῖται ἀπό δύο κιονοστοιχίες ἐξαρτώμενες ἀπό τούς πεσσούς σέ τρία κλίτη, ἀπό τά ὁποῖα τό μεσαῖο εἶναι διπλάσιου πλάτους τῶν ἑκατέρωθεν. Τό ἐσωτερικό σχέδιο εἶναι ἁπλό. Τέσσεριε τεράστιοι πεσσοί (κτιστοί τετράγωνοι στύλοι) πού ἀπέχουν μεταξύ τους ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο 30 μέτρα στηρίζουν τά τέσσερα μεγάλα τόξα, πάνω στα ὁποῖα ἑδράζεται ὁ τροῦλος μέ διάμετρο 31 μέτρα.

Στά τέσσερα αὐτά ὑπερῶα τόξα φέρονται ἐπιθήλια τόξα, συναποτελώντας ἔτσι μία περιμετρική βάση, ἐπί τῆς ὁποίας καί ἑδράζεται ὁ τέράστιος θόλος (τροῦλος). Ἡ περιμετρική βάση φέρει πλῆθος στυλιδίων ὑπό μορφή παραθύρων, ἀπό τά ὁποῖα καί ὁλόκληρος ὁ ναός καταυγάζεται ἀπό τό φῶς. Ὁ τροῦλος δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι αἰωρεῖται, ἐξαιτίας τῶν παραθύρων πού βρίσκονται γύρω στήν βάση του (ὁ ἱστορικός Προκόπιος λέει: «… δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι εἶναι ἕνα κομμάτι οὐρανοῦ πού κρέμεται στήν γῆ…»  Ἡ ὅλη κατασκευή παρουσιάζει πραγματικά τήν ἐντύπωση μιᾶς ἁρμονίας φωτός καί ἀρχιτεκτονικῆς. Τά ἑκατό αὐτά παράθυρα, 40 ἐπί τῆς στεφάνης τοῦ θόλου (τρούλου) καί τά ὑπόλοιπα στά ἡμιθήλια, τίς κόγχες καί τούς τοίχους προσδίδουν τήν εἰκόνα τῆς ἀνακρέμασης τοῦ θόλου, ὅπως προαναφέρθηκε, ἀπό τόν οὐρανό, οἱ δέ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου πού εἰσέρχονται στόν χῶρο, δίνουν τήν ἐντύπωση νά ἄγωνται / κατευθύνωνται ἀπό τούς οὐρανούς. Γενικά τά τόξα, τά ἡμιθήλια καί ὁ ἐκπληκτικός θόλος στηρίζονται στούς τέσσερις πεσσούς, οἱ λίθοι τῶν ὁποίων φέρονται στερεωμένοι μέ χυτό μόλυβδο καί σιδερένιους μοχλούς. Στήν δέ κατασκευή τοῦ θόλου ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ ἐλαφρόπετρες ἀπό τήν Ρόδο , πού φέρουν τήν ἐπίγραφή «Μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ Κωνσταντίνου). Ἐξωτερικά καί ἐπί τῆς κορυφῆς τοῦ θόλου φερόταν ὁ μέγας «ἐρυσίπτολις σταυρός» (=ἔρεισμα τῆς πόλεως),  πού ἔχει ἀντικατασταθεῖ μέ τήν ἡμισέληνο. Μετά τήν μετατροπή τοῦ ναοῦ σέ μουσουλμανικό τέμενος προστέθηκαν τέσσερις μιναρέδες.

 

Ὁ ὅλος ναός ἀποτελεῖται ἀπό τά ἑξῆς μέρη:

  • Τό αἴθριο

Εἶναι ἡ ὑπαίθρια μαρμαρόστωτη καί περίστηλη αὐλή, στό μέσον τῆς ὁποίας ἦταν ἡ «κομψή φιάλη», ἡ μαρμάρινη κρήνη πού ἔφερε τήν ὀνομαστή καρκινική ἐπιγραφή «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ» (δηλ. «Πλῦνε τίς ἁμαρτίες , ὄχι μόνο τό πρόσωπο»).

  • Ὁ ἔξω καί ὁ κυρίως νάρθηκας.

Πέντε πύλες ἀπό τό αἴθριο ὁδηγοῦν στόν ἔξω νάρθηκα καί ἀπό αὐτόν ἄλλες πέντε πύλες ὁδηγοῦν στόν ἐσωτερικό νάρθηκα, ἀπό τίς ὀποῖες ἡ μεσαία πύλη λέγεται καί μεγάλη ἤ Ὡραία Πύλη. Ἀπό τόν ἔσω νάρθηκα ἐννέα πύλες, τρεῖς ἀνά κλῖτος ὁδηγοῦν στόν κυρίως Ναό. Οἱ τρεῖς μεσαῖες ἐξ αὐτῶν καλοῦνται βασιλικές πύλες, ἐπειδή ἀπό αὐτές εἰσήρχετο ὁ Αὐτοκράτορας στίς ἐπίσημες τελετές. Πάνω ἀπό τόν ἔσω νάρθηκα εἶναι ὁ γυναικωνίτης, ἐξ οὗ καί τό ὄνομα «νάρθηξ γυναικωνίτιδος», ἡ εἴσοδος στόν ὁποῖο ὁδηγοῦσε σέ ἄλλο προαύλιο τῆς Β’ πλευρᾶς.

  • Ο κυρίως Ναός.

Ἡ εἴσοδος στόν κυρίως Ναό, ὅπως προαναφέρθηκε ἦταν οἱ τρεῖς Βασιλικές πύλες καί οἱ ἕξι ἀνά τρεῖς ἑκατέρωθεν τοῦ ἔσω νάρθηκα.

 

δ. ππόδρομος.

 Ὁ Ἱππόδρομος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦταν χῶρος δημόσιας ψυχαγωγίας πού προοριζόταν γιά ἱπποδρομίες καί ἁρματοδρομίες ἀποκτώντας παράλληλα θεσμικές καί πολιτικές διαστάσεις. Σήμερα στήν θέση τοῦ βρίσκεται ἡ πλατεία Σουλτάν Ἀχμέτ καί διασώζονται μόνο θραύσματα τοῦ ἀρχικοῦ συγκροτήματος.

Ὁ Ἱππόδρομος προηγεῖται χρονικά τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ὑπῆρξε κληροδότημα τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου. Ἦταν πιθανῶς σέ χρήση ἀπό τόν 2ο αἰῶνα. Κατά τήν αὐτοκρατορία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἐπεκτάθηκε καί ὡλοκληρώθηκε τό 303, μέ τήν προσθήκη τῆς σφενδόνης, πού ἀποτελοῦσε τό νοτιοδυτικό ἡμικυκλικό ἄκρο του. Μετατρέποντας τήν Κωνσταντινούπολη σέ Πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας του, ὁ Κωνσταντῖνος διαμόρφωσε ἕνα μνημειακό σύνολο ἀνεξαρτήτων ἀλλά ἀλληλοσυνδεομένων δημοσίων χώρων, μέρος τοῦ ὁποίου ἦταν καί ὁ Ἱππόδρομος. Τήν ἴδια ἐποχή ξεκίνησε καί ἡ συστηματική διακόσμηση τοῦ χώρου, ἡ ὁποία συνεχίστηκε ἀπό τούς ἑπομένους αὐτοκράτορες Κωνστάντιο, Θεοδόσιο Α’, Ἀρκάδιο καί Θεοδόσιο Β’ μέ μεταφορά πολυτίμων γλυπτῶν.

Στά ἀξιόλογα μνημεῖα τού Ἱπποδρόμου ἀνήκουν ἡ Στήλη τῶν Ὄφεων, ὁ Ὀβελίσκος τοῦ Θεοδοσίου Α’ καί ἕνας ἀκόμη ὀβελίσκος ἀπό συναρμοσμένους λίθους, πού ἀποδίδεται στόν Κωνσταντῖνο Ζ’ Πορφυρογέννητο, τά ὁποῖα σώζονται καί διατηροῦνται στό κέντρο τοῦ σύγχρονου δημοσίου χώρου. Γνωστά εἶναι ἐπίσης τέσσερα χάλκινα ἄλογα, πού εἶχαν ἀρχικά τοποθετηθεῖ σέ πύργο πάνω ἀπό τίς πύλες τοῦ Ἱπποδρόμου καί τό 1204 τοποθετήθηκαν ἀπό τούς Ἑνετούς στήν Βασιλική τοῦ ἁγίου Μάρκου.

Ὁ Ἱππόδρομος ἦταν κτισμένος κατά τά πρότυπα τοῦ Circus Maximus τῆς Ρώμης, διέθετε τό χαρακτηριστικό σχῆμα U. Ἡ χωρητικότητά τοῦ   ἐκτιμᾶται πώς ἔφθανε τίς 100.000 θεατές, ἐν ᾧ τό συνολικό μῆκος τοῦ ἦταν περίπου 450 μέτρα. Τό ἐξωτερικό πλάτος τοῦ στήν βάση τῆς σφενδόνης ἦταν 117 μέτρα καί τό ἐσωτερικό περίπου 79,5 μέτρα. Στό ΒΑ ἄκρο του ὑπῆρχαν δώδεκα πύλες ἤ θύρες, ἐξοπλισμένες μέ μηχανισμό πού ἐπέτρεπε τό ταυτόχρονο ἄνοιγμά τους. Αὐτές ἦταν καί τό σημεῖο ἐκκίνησης τῶν ἁρματοδρόμων. Στό μέσο τῆς Ἀνατολικῆς πλευρᾶς τοῦ Ἱπποδρόμου βρισκόταν τό αὐτοκρατορικό θεωρεῖο (κάθισμα), τό ὁποῖο συνδεόταν μέ τό Μεγάλο Παλάτι μέσῳ σπειροειδοῦς σκάλας (κοχλία).

Σέ ἰδεολογικό ἐπίπεδο ὁ Ἱππόδρομος, ὅπως καί ἄλλοι δημόσιοι χῶροι τῆς Βυζαντινῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνίσχυαν τό αἴσθημα τοῦ δεσμοῦ μέ τήν πόλη τῆς Ρώμης, λειτουργώντας παράλληλα ὡς πολιτικός θεσμός. Ἀποτελεοῦσε τόπο, ὅπου παρουσιάζονταν οἱ νέοι αὐτοκράτορες ἤ ἔρχονταν σέ ἐπαφή μέ τόν λαό στά πλαίσια ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων. Μέσα ἀπό τά ἀγωνίσματα τοῦ Ἱπποδρόμου καί τήν λαϊκή συμμετοχή δημιουργήθηκαν φατρίες (δῆμοι), καταλαμβάνοντας ξεχωριστές κερκίδες ἐπί τῆς δυτικῆς πτέρυγος τοῦ Ἱπποδρόμου καί ἀπέναντι ἀπό τό κάθισμα τοῦ Αὐτοκράτορα. Σταδιακά ἀπέκτησαν χαρακτηριστικά πολιτικῶν ἤ θρησκευτικῶν παρατάξεων, μέσα ἀπό τίς ὁποῖες ὁ Ἱππόδρομος ἐξελίχθηκε σέ τόπο δημόσιας ἔκφρασης.

 

ε. Τόπ Καπί.

Εἶναι ἀνάκτορο πού βρίσκεται στήν Κωνσταντινούπολη, κτισμένο σέ λόφο πού ἐπιβλέπει τό Βόσπορο καί ἦταν ἀκρόπολη τοῦ ἀρχαίου Βυζαντίου, ἀποτελοῦσε ἐπίσημη κατοικία τῶν σουλτάνων τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τά μέσα τοῦ 15ου αἰῶνα μέχρι τήν κατασκευή τοῦ παλατιοῦ Ντολμᾶ Μπαχτσέ (1853). Ἀρχικά ἦταν γνωστό ὡς «Νέο Παλάτι». Ἔλαβε τήν σημερινή ὀνομασία τοῦ κατά τόν 19ο αἰῶνα ἀπό παρακείμενη ὁμώνυμη πύλη. Εἶναι μέρος τῶν ἱστορικῶν περιοχῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πού ἀνήκουν συλλογικά στά μνημεῖα παγκόσμιας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς τῆς UNESCO.

Ἡ κατασκευή του χρονολογεῖται λίγα χρόνια μετά τήν κατάκτηση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τόν Μωάμεθ Β’. Τά τείχη πού περιβάλλουν τό παλάτι ἀνεγέρθηκαν περίπου τό 1460 καί ἡ κατασκευή του ὡλοκληρώθηκε τό 1478. Στήν διάρκεια τοῦ χρόνου ὑπέστη σημαντικές τροποποιήσεις, ἐπεκτάσεις, ἀλλά καί φυσικές φθορές, συνδυάζοντας τήν ἀρχιτεκτονική διαφόρων αἰώνων, καθώς νέα κτίσματα ἐπροστίθεντο ἀπό τούς σουλτάνους.

Τό ἄλλοτε κυβερνητικό κέντρο λειτουργεῖ ἀπό τίς 3 Ἀπριλίου τοῦ 1924 ὡς μουσεῖο καί ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα ἀξιοθέατα τῆς Πόλεως. Ἐκτός ἀπό τά ἱστορικά κτίσματα, στίς συλλογές του περιλαμβάνονται ἔργα κεραμεικῆς, Ἰσλαμικῆς καλλιγραφίας, χειρόγραφα, ὑφάσματα, τεχνουργήματα, θησαυροί τῶν σουλτάνων, καθώς καί Ἰσαλμικά κειμήλια μεγάλης ἀξίας. Τά κύρια τμήματα τοῦ παλατιοῦ εἶναι ἡ αὐτοκρατορική πύλη, τά τέσσερα προαύλια καί τό χαρέμι.

 

2η μέρα

α. κκλησιασμός στόν ερό Ναό γίας Τριάδος, τς Θεολογικς Σχολς τς Χάλκης

Ἡ ὀνομασία τῆς Σχολῆς «Ἱερά Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης» δείχνει τόν χαρακτῆρα καί τόν τόπο στόν ὁποῖο εὑρίσκεται ἐγκατεστημένη. Ὁ τόπος καλεῖται λόφος τῆς Ἐλπίδος ἐπί τῆς νήσου Χάλκης, μιᾶς τῶν Πριγκηποννήσων, ἡ ὁποία ἀπέχει μιά ὥρα περίπου ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Στόν λόφο αὐτό ἱδρύθηκε κατ᾽ ἀρχάς ἄγνωστον πότε, ἐπί τῶν Βυζαντινῶν χρόνων ἡ μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ὁ Πατριάρχης Γερμανός Δ’ τό 1842 ἀνέλαβε τήν ἀνίδρυση τῶν οἰκοδομημάτων τῆς ἀπό τοῦ ἔτους 1821 πυρίκαυστης καί ἐρειπωμένης Μονῆς καί τήν 1η Ὀκτωβρίου 1844, μέ ἰδιαίτερη τελετή ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Καισαρείας Παϊσίου, εὐλογήθηκε ἡ ἔναρξη λειτουργίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς στήν Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν 8η δέ τοῦ ἰδίου μηνός ἄρχισαν τά μαθήματα. Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἡ Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης ἱδρύθηκε γιά νά καλύψει τίς ἐκπαιδευτικές ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τῆς ᾽Ορθοδοξίας γενικότερα. Τήν ἵδρυσή τῆς ἐπέβαλαν καί εἰδικότερα αἴτια, ὅπως ἡ εὐρύτερη ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων κατά τόν 19ο αἰῶνα, ἡ ἀνάγκη τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί θεολογικῆς καταρτίσεως τοῦ Ὀρθοδόξου κλήρου, ἡ τακτική καί συστηματική καλλιέργεια τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, ἡ ἀντιμετώπιση σέ ἰδεολογικό ἐπίπεδο καί μέ αὐστηρά ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα καινοφανῶν δυτικῶν ἰδεολογιῶν ὅπως τοῦ ὑλισμοῦ καί κοινωνικο φιλοσοφικῶν συστημάτων μέ ἀντιχριστιανικές θέσεις, ἀλλά καί ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ προσυλητισμοῦ πού ἄρχισαν νά ἀσκοῦν σέ βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ δυτικές Χριστιανικές ὁμολογίες.

Ἡ Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης εἶναι ἵδρυμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἔχει ὡς ἄμεσο προστάτη, ρυθμιστή καί πνευματική κορυφή τόν ἑκάστοτε Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τήν περί αὐτόν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου. Τήν ἐσωτερική διεύθυνση τῆς Σχολῆς ἀσκεῖ ὁ Διευθυντής τῆς, πού ὀνομάζεται «Σχολάρχης». Σχολάρχης μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ Ἀρχιμανδρίτης ἤ συνήθως Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης.

Οἱ κτιριακές ἐγκαταστάσεις περιβάλλονται ἀπό κήπους, τήν αἰσθητική σχεδίαση καί τήν δημιουργία τῶν ὁποίων ἐπιμελήθηκε ὁ Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων Δωρόθεος. Πίσω ἀπό τό Ἱερό Βῆμα τοῦ Ναοῦ τῆς Μονῆς καί σέ ἰδιαίτερο χῶρο ἐκτός τῶν κήπων ὑπάρχουν τάφοι Πατριαρχῶν, Μητροπολιτῶν καί καθηγητῶν τῆς Σχολῆς.

 

κκλησιασμός μας (3/5/2015, μέρα Κυριακή)

Ἡ θεία Ἱεροτελεστία συνετελέσθη χοροστατοῦντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μας κ.κ. Βαρθολομαίου.

Μετά τό πέρας τῆς θείας Λειτουργίας, παρακολουθήσαμε ἔκθεση εἰκαστικῆς τέχνης τοῦ ζωγράφου «τοῦ χρώματος καί τοῦ φωτός» Μιχάλη Βακαλούλη καί τοῦ «ψηφοθέτη τοῦ χρώματος» Μελᾶ Καραγιάννη, πού ἔγινε σέ αἴθουσα τῆς Θεολογικῆς σχολῆς.

Στή συνέχεια, μᾶς παρέθεσε γεῦμα ἡ Α.Θ. Παναγιότης, ὁ Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος κατά τό τέλος τοῦ ὁποίου ὁ Σχολάρχης Μοναχός Δρ. Νικόλαος Ζέρβης σέ σύντομη εὐχαριστιακή ὁμιλία του, εἶπε μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς:

«Παναγιώτατε, εμεθα μπλεοι συγκινήσεως καί μφυρτοι εγνωμοσύνης πρός τόν Πανάγαθο Θεό, διότι σήμερα μετείχαμε, βουλήσει Του, σέ μία οράνια εροτελεστία συντελεσθεσα σατόν τόν ερό χρο τς στορικς καί λύτρωτης Θεολογικς Σχολς τς Χάλκης, μέ χοροστατοσαν τήν Υμετέραν σεπτήν καί λαοπρόβλητον νά τήν ρθοδοξίαν Παναγιότητα καί δή ες τύπον Χριστο, τήν ποίαν εροτελεστίαν δέν παρακολουθήσαμε παντες, μες, λλά μετείχαμε ες ατήν καί μάλιστα ες τύπον Χερουβείμ.

 Παναγιώτατε, διά πρώτην φοράν ες τήν στορίαν τς Πατριαρχικς Σχολς εροσολύμων, ο μαθητές τς πισκέπτονται τά Πανάγια Προσκυνήματα ατο το ελογημένου τόπου, ες τόν ποον τό θνος μας γιά χίλια περίπου χρόνια ναδείχθηκε κλειδοκράτορας μεταξύ νατολς καί Δύσεως, διαφυλάσσοντας λεύθερη τήν Ερώπη, τά ποα Προσκυνήματα σμένως τούς εσδέχονταν καί τά ποα κοσμε πλέον εδιακρίτως φωτογόνος παρουσία τς μετέρας Προσκυνητς Παναγιότητος, ποία σύν τος λλοις ποτελε σημεον ναφορς τς σύνολης ρθοδοξίας.

 Εχόμεθα κ βαθους καρδίας, σημερινή παρουσία τς Πατριαρχικς σχολς εροσολύμων ες ατόν τόν πολύπαθον καί μαρτυρικόν τόπον, νά ποτελέσει τήν παρχήν μις πνευματέμφορτης καί περικλονήτου συνδέσεως της μέ τό Οκουμενικό Πατριαρχεο, το ποίου λλαμψογόνος πνευματικότητα, πολύπαθη στορία καί κτινοβολία, λειτουργον ς μαγνήτης ναφορς καί εσδεκτικότητος τν παλμν τν ρθοδόξων λαν, προκαλοσα ρίγη συγκινήσεως ορανίου παραμυθίας καί γαλλιάσεως».

Ἀπαντώντας εἰς τά ὑπό τοῦ Σχολάρχου π. Νικολάου Ζέρβη λεχθέντα, ἡ Α.Θ. Παναγιότης ὁ Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος ἀναφέρθηκε στήν γνωριμία Του καί στίς ἐπί δεκαετίες πατρικές σχέσεις Του μέ αὐτόν καί ἐδήλωσε ὅτι:

α. Ἐπιθυμεῖ ὅπως τοῦ λοιποῦ ἡ Πατριαχική Σχολή Ἱεροσολύμων νά πραγματοποιῇ τήν ἐτήσιον ἐκδρομή της εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, φιλοξενουμένη ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου.

β. Ὑπόσχεται νά γίνῃ ἀδελφοποίησις τῆς Πατριαρχικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης μετά τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς τῶν Ἱεροσολύμων καί ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρθηκε εἰς τάς ἀνά τούς αἰῶνας σχέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, λέγοντας μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς:

«… Μήτηρ το Χριστο Μεγάλη κκλησία, τό Οκουμενικόν Πατριαρχεον διετήρησεν νά τούς αἰῶνας καί μέχρι σήμερον νεφέλους γαθάς σχέσεις συναργασία καί συναλληλίας μετά το Πρεσβυγενος Πατριαρχείου εροσολύμων ν πσι τος ζητήμασι, διορθοδόξους καί διαχριστιανικάς ν τ διαχρονικ διαφυλάξει τν Παναγίων Προσκυνημάτων, ν λληλοπεριχωρήσει πολλάκις καί πάντοτε μως ν διαφυλάξει νοθεύτου πό ὀθνείων στοιχείων καί κεραίας τς ρθοδόξου κκλησιαστικς πράξεως, παραδόσεως καί τάξεως ν τε τος δόγμασι καί ν τ κκλησιαστικ θεωρί καί πράξει καί ζωῇ.

 Εκοσιν αἰῶνας παρουσίας καί μαρτυρίας χουσα γιοτάτη κκλησία τν εροσολύμων, γνώρισεν μέρας δυσχειμέρους καί εδίους, μέρας νελεήτων διωγμν, λλά καί περβολικς αξήσεως το γεωργίου ατς, γνώρισεν ποταγήν ες λλοτρίους τς πίστεως ξωτερικούς παράγοντας καί ἄρχοντας, λλά καί μέρας νεκφράστου δόξης καί γαλλιάσεως, ς ερά Πορεία το Κυρίου ησο, πί γς διδασκαλία, τά θαύματα, τό πάθος, Σταυρός, νάστασις, πιδημία το Παρακλήτου Πνεύματος, θεία Χάρις, εφρόσυνος μέρα τς ψώσεως το Τιμίου καί Ζωοποιο Σταυρο».

 

β. Ἐπιστροφή στό Μετόχι τῆς φιλοξενίας μας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων.

  • Ελεύθερος χρόνος
  • Μαθήματα Ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἀπό τόν φιλοξενοῦντα μας Ἀρχιεπίσκοπον Ἀνθηδῶνος κ. Νεκτάριον.
  • Ἀπογευματινή περιοδεία στά ἀξιοθέατα τῆς νήσου Χάλκης.

 

3η ἡμέρα

α. Πρόσκληση πάλι σέ γεῦμα στό Νεοχώρι Βοσπόρου ἀπό τήν Α.Θ.Π. τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη μας κ.κ. Βαρθολομαῖο.

Κάποια ἡμέρα ἀπό τό Πάσχα ἕως τήν Πεντηκοστή, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης παραθέτει γεῦμα στήν Συνοδεία Του   σέ κάποια θρησκευτική μας Ἑστία στήν Κωνσταντινούπολη. Αὐτόν τόν χρόνο ἐπελέγη τό Νεοχώρι Βοσπόρου. Εἴχαμε τήν μεγάλη εὐλογία καί τήν ἐξαιρετική τιμή νά καλέσει καί ἐμᾶς καί μάλιστα νά κάμει ἰδιαίτερη ἀναφορά στήν παρουσία μας σέ αὐτό τό γεῦμα.

Τό Νεοχώρι βρίσκεται στήν Εὐρωπαϊκή ἀκτή τοῦ Βοσπόρου, μεταξύ τῆς Στένης καί τῶν Θεραπειῶν. Στόν 17ο αἰῶνα ἀριθμοῦσε τρεῖς χιλιάδες σπίτια καί εἶχε πολλούς κήπους καί ἀμπέλια. Τό χωριό ἀποτελεῖτο ἀπό τρεῖς μουσουλμανικές καί ἑπτά χριστιανικές συνοικίες.

Ὁ Σκαρλᾶτος Βυζάντιος ἀναφέρει ὅτι τό Νεοχώρι (τόν 18ο αἰῶνα) – «ἦταν συνοικούμενον τό πλεῖστον ὑπό Χριστιανῶν καί ἔχον τρεῖς Ἐκκλησίας καί ἰσαρίθμους ἀπό τῶν Ἐκκλησιῶν παρωνυμουμένας ἐνορίας, τήν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τήν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μετόχιον Ἁγιοταφιτικόν καί τήν τῆς Παναγίας εἰς τό καλούμενον κιόϋ-μπασί ἤ Κεφαλοχώριον».

Τό Νεοχώρι ἀκόμα καί μετά τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν τοῦ 1923 παρέμεινε μία ἀπό τίς σημαντικότερες Ρωμαιορθοδόξους Κοινότητες τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Σχετικά μέ τήν ἐκπαίδευση στό Νεοχώρι, ὁ Μανουήλ Γεδεών ἀναφέρει ὅτι «τρίτη κατά τήν ἡλικίαν ἐκ τῶν ἐν Βοσπόρῳ σχολῶν ἐστιν ἡ τοῦ Νεοχωρίου. Πρώτη μέν ἡ τοῦ Μεγάλου Ρεύματος, ὑποδείκνυσιν ἴχνη τῆς ὑπάρξεως αὐτῆς καί πρό τοῦ ἔτους 1750. Δευτέρα ἡ τοῦ Διπλοκιονίου, τῷ 1763 καί Τρίτη ἡ τοῦ Νεοχωρίου νοῶ δέ σχολάς τῶν κοινῶν γραμμάτων». Καί σέ αὐτήν τήν Κοινότητα παρατηρεῖται ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα μία ἔκρηξη στήν ἵδρυση συλλόγων καί ἀδελφοτήτων στό πλαίσιο τῆς γενικότερης σωματειακῆς Ὀργάνωσης τῆς ἐποχῆς.

 

β. Ἐπίσκεψη, ἐν συνεχείᾳ στό Ἱερό Προσκύνημα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τοῦ Μπαλουκλί.

Ἡ Ζωοδόχος Πηγή τοῦ Μπαλουκλί, ἤ Παναγία Μπαλουκλιώτισσα εἶναι ἱερό χριστιανικό, ἁγίασμα πού βρίσκεται στήν Κωνσταντινούπολη ἔξω ἀπό τή δυτική Πύλη τῆς Σηλυβρίας, ὅπου ὑπῆρχαν τά λεγόμενα «παλάτια τῶν πηγῶν», στά ὁποῖα οἱ Βυζαντινοί Αὐτοκράτορες παραθέριζαν τήν Ἄνοιξη.

Πῆρε τήν ὀνομασία τοῦ ἀπό τό τουρκικό ὄνομα Balik ( =ψάρι) καί περιλαμβάνει τό Μοναστήρι, τήν Ἐκκλησία καί τό Ἁγίασμα.

Γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγιάσματος ὑπάρχουν διάφορες ἐκδοχές. Ἡ ἐπικρατέστερη ἀνάγεται σέ ὄραμα, πού εἶδε ὁ Αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός, ὁ ὁποῖος καί ἔκτισε ἐκεῖ μοναστήρι μέ ὑλικά πού περίσσευσαν ἀπό τήν Ἁγία Σοφία. Ὁ Ναός κατέπεσε ἀπό σεισμούς ἤ πυρκαγιές 4 φορές. Τήν 4η φορά ἀνεγέρθηκε ἀπό τόν Ρωμανό τόν Λεκαπηνό. Κατά τόν 6ο αἰῶνα ἀποτελοῦσε ἀνδρική Μονή, στήν ὁποία προσερχόταν ὁ Αὐτοκράτορας κάθε Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως.

Κατά τήν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ναός καταστράφηκε καί τό ἁγίασμα καλύφθηκε. Ἀργότερα ἐπετράπη στούς Χριστιανούς νά ἀποκαλύψουν τό ἁγίασμα καί νά ἐπανιδρύσουν τό μικρό προσκύνημα. Τό 1825 καταστράφηκε ἀπό τούς γενιτσάρους καί τό 1827 ἀνευρέθηκε ἡ Ἱερά Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, εἰκονιζομένη ὑπέρ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Μετά ἀπό αὐτό, τό 1830 ὁ Σουλτᾶνος ἐπέτρεψε τήν νέα ἀνοικοδόμηση (5η φορά) τοῦ Ναοῦ ὅπως σήμερα διασώζεται , ἐπί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Κωνσταντίνου Α’, ὅπου καί ἐγκαινιάσθηκε μετά ἀπό πέντε χρόνια.

Σήμερα στήν αὐλή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς βρίσκονται οἱ τάφοι τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν. Τό δέ ἁγίασμα βρίσκεται στόν ὑπόγειο Ναό καί ἀποτελεῖται ἀπό μαρμαρόκτιστη πηγή, τό νερό τῆς ὁποίας θεωρεῖται ἁγιασμένο. Ἀπό ἐδῶ διαδόθηκε ὁ τύπος τῆς Παναγίας Ζωοδόχου Πηγῆς σέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο κόσμο. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ψηφιδωτή παράσταση τῆς εἰκόνας σώζεται στόν Ἐσωνάρθηκα τῆς Μονῆς τῆς Χώρας.

Σέ ἀνάμνηση τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ ἀπό τόν αὐτοκράτορα Λέοντα, ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε τήν κατ’ ἔτος ἑορτή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τήν Παρασκευή τῆς Διακαινισίμου Ἑβδομάδος.

 

γ.  Ἐπίσκεψη στήν Στέρνα Θεοδοσίου.

Ἡ Βασιλική κινστέρνα ἤ κιστέρνα εἶναι ἡ μεγαλύτερη ὑπόγεια δεξαμενή νεροῦ πού κατασκευάστηκε στήν Κωνσταντινούπολη, διαστάσεως περίπου 141 Χ 66,5 μ. στήν κάτοψη καί χωρητικότητα 78.000 m3 .  Βρίσκεται στόν πρῶτο λόφο τῆς Πόλεως, περίπου 150 μ. Νοτιοδυτικά τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐπί τοῦ Ἱστορικοῦ Κέντρου.

Ὀνομάστηκε ἔτσι ἀπό τήν θέση τῆς κάτω ἀπό τήν Βασιλική Στοά ,πού βρισκόταν δυτικά τοῦ Αὐγουσταίου. Ἡ Στοά κτίσθηκε πιθανῶς ἀπό τόν Μεγάλο Κωνσταντῖνο, ἀλλά καταστράφηκε περίπου τό 475. Ἡ κινστέρνα διαμορφώθηκε ὅπως ἔχει σήμερα, ὅταν ξαναχτίσθηκε γύρω στό 542 μ.Χ. ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό Α’, μετά τήν περίοδο τῆς Στάσης τοῦ Νίκα, γιά τήν ὕδρευση τῆς Κωνσταντινουπόλεως σέ ὁλόκληρη τήν Βυζαντινή περίοδο καί γιά νά προμηθεύει νερό στό παρακείμενο Μέγα Παλάτιον, ὅπου εἶχε τήν ἕδρα τοῦ   ὁ Βυζαντινός Αὐτοκράτορας.

Ἦταν ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα δημόσια ἔργα τοῦ Ἰουστινιανοῦ καί ἐξαίρετο δεῖγμα βυζαντινῆς μηχανικῆς. Μετά τήν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τό νερό τῆς βασιλικῆς κινστέρνας ἐχρησιμοποιεῖτο γιά τήν ἄρδευση τῶν κήπων στό παλάτι τοῦ Τόπ Καπί. Στόν χῶρο της μέ τήν ἐξαιρετική ἀκουστική δίνονται μουσικά κοντσέρτα.

 

4η ἡμέρα

 

α. Ἐπίσκεψη στό μαρτυρικό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο.

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο βρίσκεται στήν περιοχή πού ὀνομάζεται «Φανάρι». Στήν Μεσαιωνική ἑλληνική, «Φανάριον» σημαίνει φάρος. Στό Βυζάντιο ἡ περιοχή λεγόταν Πέτριον καί ἐδῶ ὑπῆρχε ὁ μεγαλύτερος φάρος τοῦ Κερατίου. Τό Πατριαρχεῖο εἶναι στριμωγμένο σέ ἕνα στενάκι, ἀνάμεσα σέ τείχη. Ὁλοκληρωτική ἀπουσία μεγαλοπρέπειας. Πίσω ἀπό τό τεῖχος κρύβεται ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἕνα μεγάλο ξύλινο κονάκι καί κάποια πέτρινα κτίσματα. Περιμένεις νά δεῖς κάτι μεγάλο καί ἀπογοητεύεσαι πλήρως. Ὅσον ἀφορᾷ τήν στάση τῶν Τούρκων ἔναντι τοῦ Πατριαρχείου, ἀρκεῖ μόνο νά δεῖ κανείς τό ὄνομα πού διάλεξαν γιά τόν δρόμο πού περνᾶ μπροστά ἀπό τό Πατριαρχεῖο. Μέχρι πρίν λίγα χρόνια λεγόταν Sadrazam Ali Pasa, τό ὄνομα τοῦ Βεζύρη πού διέταξε τόν ἀποκεφαλισμό τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε’, ἀλλά πρόσφατα ὁ δρόμος μετωνομάσθη σέ Φανατικοί Ὀθωμανοί (αὐτοί πού ἄρχισαν μία τρομερή σφαγή).

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀποτέλεσε κατά τήν διάρκεια τῆς μακρᾶς τοῦ ζωῆς τό κέντρο ἀλλά καί τό σωματοφύλακα τῆς θρησκευτικῆς καί ἐθνικῆς ζωῆς τοῦ Γένους τῶν Ρωμαίων, ἀλλά καί ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν τῆς περιοχῆς μέχρι τίς ἡμέρες μας.

Ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀναγνώρισε τήν ἕδρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς Πατριαρχεῖο καί ἡ Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος τήν κατέστησε πρωτόθρονη Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Μέ τήν τραγική παράδοση τῆς Πόλεως στούς Ὀθωμανούς, τό 1453, ὁ Μωάμεθ ὁ πορθητής, μέ μία κίνηση μεγάλης πολικτικῆς σημασίας, τοποθέτησε τόν φανατικό ἀνθενωτικό μοναχό Γεννάδιο Σχολάριο, στόν Πατριαρχικό θρόνο, παραχωρώντας του ὅλα τά προνόμια πού εἶχαν οἱ Αὐτοκράτορες. Ὁ Πατριάρχης ἀναγνωρίστηκε ὡς Ἐθνάρχης τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Ἔθνους, ἀνεξαρτήτως γλώσσας καί καταγωγῆς.

 

β. Ἐπίσκεψη στό Μετόχι τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων στό Φανάρι.

Ἀναφορά στό Μετόχι αὐτό γίνεται στό ὑποκεφάλαιο τῶν πρώτων σελίδων «Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων».  Εἶναι ἡ ἀρχική ἕδρα τῆς Ἐξαρχίας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων στήν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία ἔχει μεταφερθεῖ στήν Χάλκη, ἐπειδή ἡ κατάσταση τοῦ κτιρίου δέν εἶναι καλή.

 

γ. Ἐπίσκεψη στή Μονή τῆς Χώρας.

Ἡ Μονή τῆς Χώρας ὑπῆρξε Ἑλληνικό χριστιανικό μοναστήρι στήν Κωνσταντινούπολη πού μετατράπηκε ἀπό τούς Ὀθωμανούς σέ τζαμί κατά τόν 16ο αἰῶνα. Ἀπό τό 1958 λειτουργεῖ ὡς μουσεῖο. Ἡ μονή κτίστηκε στήν θέση τῆς σημερινῆς συνοικίας Ἐντιρνέ Καποῦ νότια τοῦ Κερατίου Κόλπου καί σέ κοντινή ἀπόσταση ἀπό τά Θεοδοσιανά Τείχη. Τό μνημεῖο σήμερα εἶναι γνωστό μέ τό ὄνομα Μουσεῖο Χώρας.

Ἡ πρώϊμη ἱστορία τῆς μονῆς δέν εἶναι γνωστή μέ βεβαιότητα. Ἡ παράδοση πού τήν συνοδεύει τοποθετεῖ τήν ἵδρυσή της στόν 6ο αἰῶνα ἀπό τόν ἅγιο Θεόδωρο, ἐν ᾧ ἔχει ἀποδειχθεῖ πῶς ὁ Ναός κτίσθηκε στό διάστημα 1077-81 ἀπό τήν πενθερά τοῦ Ἀλεξίου Κομνηνοῦ, Μαρία Δούκαινα, στή θέση παλαιότερων κτισμάτων, πού χρονολογοῦνται τόν 6ο καί τόν 9ο αἰῶνα. Ὑπέστη σοβαρή φθορά, πιθανῶς ἐξ αἰτίας σεισμοῦ καί ἐπισκευάσθηκε τό 1120 ἀπό τόν Ἰσαάκιο Κομνηνό. Ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης συνέβαλε στήν ἀνακαίνισή της (1316-21) καί ἦταν ὑπεύθυνος γιά τήν προσθήκη τοῦ ἐξωνάρθηκα τοῦ νότιου παρεκκλησίου καθώς καί γιά τόν διάκοσμο τοῦ ναοῦ, πού περιλάμβανε ἀξιόλογα ψηφιδωτά καί τοιχογραφίες.

Πάνω ἀπό τήν μεγάλη θύρα τῆς Μονῆς, ἀπό τήν ὁποία εἰσέρχονταν ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ νάρθηκα στόν ναό, βρίσκεται ἡ εἰκόνα τοῦ Θεόδωρου Μετοχίτη, διά μωσαϊκοῦ, πού δείχνει τόν Μετοχίτη νά προσφέρει στόν καθισμένο στόν θρόνο Σωτῆρα Χριστό τό σχέδιο τοῦ Ναοῦ. Ὁ ναός εἶχε δύο νάρθηκες, τούς ὁποίους κοσμοῦσαν μωσαϊκά καί τοιχογραφίες τοῦ Θεοδώρου Μετοχίτη. Τά μωσαϊκά τοῦ δευτέρου νάρθηκα εἶναι ἕξι ἡμικύκλια, πού ἀπεικονίζουν τόν Χριστό νά θεραπεύει ποικίλες ἀσθένειες. Ἐπίσης πάμπολλες εἰκόνες διακοσμοῦν τούς τρούλους καί τούς τοίχους. Οἱ εἰκόνες εἶναι ἀπό τίς ὡραιότερες βυζαντινές. Τά χρώματα εἶναι ἔντονα, οἱ ἀναλογίες τῶν μελῶν ἁρμονικές καί ἡ ἔκφραση τῶν προσώπων φυσική. Ὁ μεσαῖος τροῦλος ἔχει μία ρωγμή πού τόν διασχίζει. Στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ διασώζονται διάφορα μάρμαρα ἁρμονικῆς συναρμογῆς. Οἱ Ὀθωμανοί ἔχουν καλύψει μερικές ἐπιφάνειες μέ ἀσβέστη.

 

δ. Ἐπίσκεψη στήν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν.

Ὁ Ναός τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν ἱδρύθηκε ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Πουλχερία καί τόν σύζυγό τῆς Μαρκιανό, μεταξύ 450-453. Ἐπί Λέοντος Α’ γνώρισε ἰδιαίτερη αἴγλη. Ὁ ναός ἐπεκτάθηκε καί προσκτίσθηκαν ὁ χῶρος τοῦ «ἁγίου λούσματος», τοῦ ἁγιάσματος καί παρεκκλήσιο γιά τήν ἐναποθέτηση τῶν κειμηλίων τῆς Παναγίας, πού τότε μεταφέρθηκαν ἀπό τήν Παλαιστίνη στήν Κωνσταντινούπολη, μέ ἀποτέλεσμα ὁ Ναός νά γίνει τό κυριότερο προσκυνηματικό κέντρο τῆς Θεοτόκου στήν Πόλη. Ἐπί Ἰουστινιανοῦ Α’ ὁ ναός ἀνακαινίσθηκε καί ἐπεκτάθηκε. Τήν ἴδια περίοδο ἀφιερώθηκαν στό ναό σημαντικά περιουσιακά στοιχεῖα. Παράλληλα στόν ναό ἔφθασαν νά ὑπηρετοῦν συνολικά  74 ἄτομα, 12 Πρεσβύτεροι, 18 διάκονοι, 6 διακόνισσες, 8 ὑποδιάκονοι, 20 ἀναγνῶστες, 4 ψάλτες καί 6 θυρωροί. Τό 1070 ἡ Ἐκκλησία καταστράφηκε ἀπό πυρκαγιά καί ἀνακαινίσθηκε ἀπό τούς αὐτοκράτορες Ρωμανό Δ’ καί Μιχαήλ Ζ’  Δούκα. Ξανακαταστράφηκε καί ἀνοικοδομήθηκε ἀπό τόν Ἀνδρόνικο Κομνηνό τό 1184. Ξανακάηκε τό 1434, λίγο πρίν τήν Ἅλωση.  Μετά τό 1434 ἔμεινε μόνο ὁ χῶρος τοῦ ἁγιάσματος, ἐν ᾧ ἡ ὑπόλοιπη περιοχή περιῆλθε μέ τήν Ἅλωση στούς Ὀθωμανούς. Τόν 18ο αἰῶνα ἡ περιοχή τοῦ ἁγιάσματος ἀγοράσθηκε ἀπό τήν συντεχνία τῶν γουναράδων. Μέχρι τό 1858 ἡ συντεχνία ἀγόρασε διάφορα οἰκόπεδα γύρω ἀπό τό ἁγίασμα, προκειμένου νά εἶναι εὔκολη ἡ ἐπέκταση τοῦ ναϋδρίου πού ὑπῆρχε πάνω ἀπό τό ἁγίασμα. Παράλληλα ἀπό τό 1856 μέχρι τό 1866 τό ναΰδριο σταδιακά ἐπεκτάθηκε μέ εὐθύνη τῆς συντεχνίας. Τό ἔτος αὐτό (1866), ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος ἀπεφάσισε νά κατασχέσει τό ἁγίασμα μέ τό ναό καί νά τά θέσει ὑπό τήν εὐθύνη τοῦ Πατριαρχείου. Κατά τήν διάρκεια τῶν Σεπτεμβριανῶν, ὁ Τουρκικός ὄχλος κατέστρεψε τόν νάρθηκα καί ὅλα τά ξύλινα μέρη τοῦ ναοῦ. Ὑπό τήν εὐθύνη τοῦ τότε Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ναός ἀνοικοδομήθηκε στήν σημερινή τοῦ   μορφή καί ἐγκαινιάσθηκε στίς 26 Ἰουνίου 1960. Ἡ Ἐκκλησία ἁγιογραφήθηκε τό 1964 μέ θέματα ἀπό τήν ἱστορία τοῦ ναοῦ.

Παναγία ἡ Βλαχερνίτισσα εἶναι ὁ χαρακτηρισμός τῆς θαυματουργικῆς εἰκονος τῆς Θεοτόκου, πού ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία καί παριστάνεται σέ στάση δεομένης καί φέρει μπροστά ἀπό τό στῆθος τῆς τόν Χριστό σέ ἐγκόλπιο.

 

ε. Ἐπίσκεψη στήν κλειστή ἀγορά.

στ. Ἐπιστροφή στή Χάλκη, στή Μονή φιλοξενίας μας.

 

5η ἡμέρα.

Ἀναχώρηση ἀπό τή νῆσο Χάλκη γιά τό ἀεροδρόμιο Sabicha, ἀπ’ ὅπου μέ τήν πτήση 783 τῆς Πήγασος, ἀναχωρήσαμε στίς 12.30 καί ἀφίχθημεν στό Tel Aviv στίς 14.50. Ἐν συνεχείᾳ καί ὕστερα ἀπό διαδρομή μίας περίπου ὥρας, ἐπιστρέψαμε αἰσίως στά Ἱεροσόλυμα, ἔμπλεοι συγκινήσεως καί ἔμφορτοι ἐμπειριῶν ἀπό τήν ἐπί πενθήμερον ἀλληλοπεριχωρητική κοινωνία μας μέ τίς μεγαλειώδεις πνευματικές καί πολιτισμικές ἐθνικές μας ἐξάρσεις στήν βασιλίδα καί κωρωνίδα Πόλη τῶν πόλεων Κωνσταντινούπολη, ὅπου ζήσαμε χρονικές ἀναγωγές μέ ἄκρατο ἐνθουσιασμό καί ὀδυνηρές προσγειώσεις στήν σημερινή πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα ἐγκλωβισμοῦ ἑνός πολύ φτωχοῦ κτιριακά Πατριαρχείου μας, σέ ἕνα στενό δρομάκι μιᾶς ὑποβαθμισμένης συνοικίας, διωγμοῦ πρίν 60 περίπου χρόνια 300.000 Ἑλλήνων ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί ἐπιμόνου ἀρνήσεως τῶν φορέων καί μισαλλοδόξων ἀντιλήψεων κατακτητῶν νά ἐπιτρέψουν τήν ἐπαναλειτουργία τῆς Ἱστορικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, διότι ἀρνοῦνται ἀλλά καί ἀδυνατοῦν νά ἀντικρύσουν τό Φῶς.

 

Μοναχός δρ. Νικόλαος Ζέρβης

παιδαγωγός, θεολόγος, οἰκονομολόγος, Σχολάρχης τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς Σιών τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων.