1

Ἡ Πατριαρχικὴ Σχολὴ τῆς Σιών

Ἡ Πατριαρχικὴ Σχολὴ τῆς Σιών

null
Ἡ Ἁγιοταφιτικὴ ἀδελφότης ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνας τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔχει τὴν μεγάλην εὐλογίαν καὶ τιμήν, μέσῳ μυρίων ἀντιξοοτήτων, νὰ δίδῃ τὴν Ὀρθόδοξον μαρτυρίαν τῆς χριστιανικῆς Πίστεως εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους, συνδεoμένην ἀμέσως μὲ τὸ κοσμοσωτήριον γεγονὸς τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου μας. Ἀνέκαθεν εἰς τὴν πολύπαθον αὐτὴν περιοχὴν διεξήγετο ἀγὼν διατηρήσεως καὶ ἐνισχύσεως τοῦ σταθεροῦ θεμελίου τῆς πίστεώς μας μὲ συνεχῆν ἐπαγρύπνησιν, θᾶρρος καὶ μαχητικότητα. Εἰς τὸν ἀγῶνα αὐτόν, πρωταρχικὸν ρόλον ἔπαιξαν τὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα τοῦ Πατριαρχείου μας.

Ἡ Ἁγιοταφιτικὴ ἀδελφότης ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς ὑπάρξεώς της διετήρησε σχολὰς διαφόρων βαθμίδων διὰ τὴν μόρφωσιν κληρικῶν, ἱκανῶν νὰ ἀνταποκριθοῦν εἰς τὴν ὑψηλὴν πνευματικὴν ἀποστολήν της. Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος ἕως τὰς ἀρχὰς τοῦ 20ου αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία Ἱεροσολύμων διέθετε τὴν περίφημον Θεολογικὴν Σχολὴν τοῦ Σταυροῦ, ἡ ὁποία ἀνέδειξε πληθώραν διακεκριμένων Θεολόγων, μεταξὺ αὐτῶν καὶ καθηγητὰς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἀξιομνημόνευτον ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς τῆς μαθητείας τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου κ.κ. Θεοφίλου τοῦ Γ’ εἰς τὴν Πατριαχικὴν Σχολὴν τοῦ Ἱεροῦ Κοινοῦ τοῦ Παναγίου Τάφου. Εἰσήχθη τὸν Ἰούλιον τοῦ 1964 καὶ ἀπεφοίτησεν τὸν Ἰούνιον τοῦ 1970.

Ἡ Ἀδελφότης σήμερον διαθέτει τὴν Πατριαρχικὴν Σχολήν, ἡ ὁποία εἶναι Γυμνάσιον καὶ Λύκειον καθ’ ὅλα ἰσότιμος πρὸς τὰ δημόσια σχολεῖα Μέσης Ἐκπαιδεύσεως τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας, ἀναγνωρισμένη ὑπὸ τοῦ κράτους, ἀπὸ τὸ ἔτος 1911. Ἡ Πατριαρχικὴ Σχολὴ ἀκολουθεῖ τὸ πλῆρες πρόγραμμα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ἐμπλουτισμένον μὲ εἰδικὰ μαθήματα, τὰ ὁποῖα καλύπτουν τὸν εἰδικὸν ρόλον της. Τὸ διδακτικὸν προσωπικὸν ἀποτελοῦν καθηγηταὶ ἀπεσπασμένοι ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ πτυχιοῦχοι κληρικοὶ τοῦ Πατριαρχείου. Ἡ Σχολή, ἡ ὁποία διαθέτει καὶ Οἰκοτροφεῖον, στεγάζεται εἰς κτήριον τοῦ Πατριαρχείου, εἰς τὸν λόφον τῆς Ἁγίας Σιών, ὀλίγα μέτρα ἀπὸ τὸ Ὑπερῶον ὅπου συνετελέσθη ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος καὶ ἡ ἐπιφοίτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Τὸ Πατριαρχεῖον ἔχει ὅλην τὴν φροντίδα τῶν μαθητῶν καὶ ἀναλαμβάνει ὅλας τὰς δαπάνας αὐτῶν, διὰ τὴν φοίτησίν τους, τὴν διαβίωσίν τους καὶ γενικότερον οἱασδήποτε ἀνάγκας τους κατὰ τὴν διαμονήν τους εἰς τὴν Σχολήν.

Οἱ μαθηταὶ ἐκτὸς τῶν ὡρῶν διδασκαλίας, αἱ ὁποῖαι διεξάγονται τὰς πρωϊνὰς ὥρας ἔχουν προγραμματισμένην ἀπογευματινὴν μελέτην καὶ συμμετέχουν εἰς τὰς μεγαλοπρεπεῖς τελετὰς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Ἡ Σχολὴ ἀποτελεῖ τὸ φυτώριον τῆς Ἀδελφότητος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον θὰ προέλθουν οἱ αὐριανοὶ Ἁγιοταφῖται Πατέρες. Στόχος της εἶναι ἡ προετοιμασία νέων, ἱκανῶν νὰ ἀνταποκριθοῦν εἰς τὴν ὑψηλὴν ἀποστολὴν τῆς ἐθνικῆς καὶ πνευματικῆς κληρονομίας τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος.

Οἱ ἀπόφοιτοι τῆς Σχολῆς μετὰ ἀπὸ ἐλευθέραν προσωπικήν τους ἐπιλογὴν δύνανται νὰ ἐνταχθοῦν εἰς τὴν Ἀδελφότητα καὶ μὲ τὴν φροντίδα τοῦ Πατριαρχείου νὰ συνεχίσουν τὰς σπουδάς των εἰς Ἑλληνικὰ ἢ ξένα Πανεπιστήμια. Ἐὰν θελήσουν νὰ ἀποχωρήσουν δύνανται νὰ λάβουν μέρος εἰς τὰς εἰσαγωγικὰς ἐξετάσεις, ἢ ἐφ’ ὅσον ἔχουν συμπληρώσει τετραετῆ τοὐλάχιστον φοίτησιν εἰς τὴν Σχολὴν δύνανται νὰ λάβουν μέρος εἰς τὰς εὐνοϊκὰς εἰσαγωγικὰς ἐξετάσεις τῶν ὁμογενῶν.

Ἡ Σχολὴ δέχεται μὲ ἰδιαιτέραν χαρὰν οἱονδήποτε μαθητὴν μὲ ἦθος καὶ χριστιανικὰς ἀρχάς, ὁ ὁποῖος θὰ ἤθελε νὰ ἀρχίσῃ ἢ νὰ συνεχίσῃ τὰς σπουδάς του εἰς τὴν Ἁγίαν πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν Κύπρον ἢ τὴν ὁμογένειαν τοῦ Ἐξωτερικοῦ. Ὅλα αὐτὰ δεικνύουν μίαν ἀναμφισβήτητον πραγματικότητα: Τὴν ὁλοφάνερον ἀρωγὴν τοῦ Πατριαρχείου ἡμῶν εἰς τὴν ἐκπαιδευτικὴν διαδικασίαν, διότι ὁ Χριστιανισμὸς ζεῖ, ἀνανεοῦται, ἀνακαλύπτει δρόμους, ἀναδεικνύει διαλεκτοὺς ἀνθρώπους, ἀξίους, νὰ ἐκπροσωπήσουν ἐντόνως καὶ παραστατικῶς τὴν πνευματικὴν καὶ ἠθικὴν ἡμῶν ζωήν. Ζῶμεν λοιπὸν αὐτὴν τὴν πολυσύνθετον πραγματικότητα, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει εἰς ἡμᾶς νὰ βιῶμεν τὴν πνευματικὴν ζωήν, δίχως νὰ ἀναιροῦμε τὸν ἑαυτὸν ἡμῶν. Περίλαμπρος καὶ μοναδικὴ εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ κόσμου ἡ πνευματικὴ συγκομιδὴ τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριαρχείου τῶν Ἱεροσολύμων. Ἐνισχύει μὲ τὴν παρουσίαν του καὶ τὴν ἐνεργὸν συμμετοχήν του τὴν μαθησιακὴν διαδικασίαν, καὶ συντελεῖ εἰς τὴν ὀργανικὴν ἑνότητα γνώσεως καὶ πίστεως. Παρέχει τὴν πλουσίαν ἐμπειρίαν τῶν καταστάσεων καὶ τῶν συνθηκῶν, ὂν γνώστης ἐμβριθὴς τῶν ποικίλων προβλημάτων καὶ ἐμποδίων, τὰ ὁποῖα ἑκάστοτε ἀναφύονται.

Ἀποτελεῖ ἠθικὸν χρέος ὅλων ἡμῶν, ἡ διὰ παντὸς μέσου στήριξις τοῦ θεαρέστου ἔργου τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, τὸ ὁποῖον ἔχει βαθεῖαν συναίσθησιν ὅτι ἡ παιδεία, καὶ μάλιστα ἡ Ἐκκλησιαστικὴ, συντελεῖ εἰς τὴν ἠθικοπνευματικὴν καλλιέργειαν τοῦ ἀνθρώπου, καθιστᾶσα αὐτὸν ἐλεύθερον καὶ ἱκανὸν νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὰς συγχρόνους προκλήσεις. Ὁμοίως, αὔτη καλλιεργεῖ τὸν ἀνθρωπισμόν, τὴν ἀγάπην, τὴν εἰλικρίνειαν, τὸν σεβασμὸν εἰς τὸν συνάνθρωπον, ἐπιτυγχάνουσα τὸν μετασχηματισμὸν τῶν συνειδήσεων, θέτουσα τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸν ὀρθὸν δρόμον, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Εἶναι αἰώνιον ἀγαθόν, ἀνώτερον ἀπὸ τὸν πλοῦτον, τὴν δόξαν, τὴν ὀμορφιάν, τὴν εὐγενικὴν καταγωγὴν καὶ τὴν σωματικὴν ρώμην. Παραμένει καὶ συνοδεύει τὸν ἄνθρωπον εἰς ὁλόκληρον τὴν πνευματικὴν καὶ ἠθικὴν ζωήν του, ὁδηγὸν αὐτὸν εἰς ἔργα ἀθάνατα.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας οὖσα πνευματικὴ κοινότης, ἀπὸ τὰ πρῶτα της βήματα ἀνέλαβεν τὴν ἀγωγὴν τῶν νέων καὶ ἔπαιξε βασικὸν ρόλον εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς προσωπικότητάς των. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὑπῆρξαν οἱ σημαντικότεροι χριστιανοὶ παιδαγωγοί, κληροδοτοῦντες ἡμῖν σπουδαῖα πνευματικὰ ἀγαθά. Ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα ἐνέτειναν τὸν ἀγῶνα μας, τὰ ὁποῖα ἔδωσαν ὅραμα καὶ προοπτικήν, καὶ μᾶς προφύλαξαν ἀπὸ ποικίλας παραχαράξεις παρέχοντα εἰς ἡμᾶς πρότυπα καὶ ὑψηλὰς ἐπιδιώξεις. Ἂς γίνωμε λοιπὸν μιμηταὶ τοῦ ἔργου των, καὶ τῆς δεδικαιωμένης θεαρέστου πορείας των.