1

Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΡΟΝΙΚΗΝ ΕΟΡΤΗΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ.

Τήν Παρασκευήν 22αν Ὀκτωβρίου 2010, ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαῖος, ἀκολουθῶν ἀρχαίαν συνήθειαν προεξῆρξε τοῦ Ἑσπερινοῦ εἰς τόν ἐν Νεοχωρίῳ ἱερόν ναόν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐπί τῇ μνήμῃ τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, τήν 23ην Ὀκτωβρίου 2010, Θρονικῇ ἑορτῇ τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Εἰς τό πλαίσιον τοῦ πανηγυρικοῦ τούτου Ἑσπερινοῦ, ὁ Ἔξαρχος τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων εἰς Κωνσταντινούπολιν Ἀρχιμανδρίτης π. Νεκτάριος προσεφώνησε τόν Παναγιώτατον διά τῆς κάτωθι προσφωνήσεως:

Παναγιώτατε Δέσποτα,

Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς,

Εξοχώτατε κύριε Γενικέ Πρόξενε,

Αγαπητοι προσκυνηταί του Ιερού Μετοχίου τούτου ,

Τα ανέκαθεν πατριαρχικά προνόμια δέον φυλάττεσθαι απαρασάλευτα, και τηρείσθαι απαρεγχείρητα, ου μην αλλά και δια της αυτών ενεργείας πάσι κατάδηλα γίνεσθαι∙ έκαστον γαρ των όντων των τε καθ εαυτά υφεστώτων, και των εν άλλοις το είναι εχόντων, της οικείας ενεργείας ενεκα πέφυκε∙ πάσα γαρ έξις , ωσαύτως και υπόστασις, ενεργείας αμοιρούσα, ως μη ούσα λογίζεται∙ προνομιον άρα, και των προνομίων εξαίρετον των πατριαρχικών τον επ’ αδείας έχειν τον του οικουμενικού θρόνου προϊστάμενον τας εσπερίους ευχάς εκτελείν τας επι τη μνήμη του Αγίου Αποστόλου Ιακώβου και πρώτου των Ιεροσολύμων Ιεράρχου γενομένου, εν ενί των εν Κωνσταντινουπόλει Μετοχίων του Παναγίου και Ζωδόχου Τάφου.

Συνήχθημεν ουν επι το αυτό και πάλιν ίνα αγαλλομένη καρδία, της Υμετερας Παναγιότητος προεξαρχούσης,  τελέσωμεν τον εσπερινόν της μνήμης του Αγιου Ιακώβου του Αδελφοθέου. Συνήχθημεν επι το αυτό ολίγους μήνας μετά την πανήγυριν των θυρανοιξίων του Ιερού τούτου Ναού , κατόπιν της ριζικής αυτού ανακαινίσεως, παρευρεθέντος συν τη Υψηλή Υμών Θεοτιμήτω Κορυφή  και του Μακαριωτάτου Πατρός ημών και Πατριάρχου της Σιωνίτιδος Εκκλησίας κυρίου κυρίου Θεοφίλου.

Υποδεχόμενος Υμάς συν τη Τιμία Υμών Συνοδεία, ευχάς αναπέμπω τω εν Τριαδι Θεώ και ευχαριστίας  τω Πατρί ημών και Πατριάρχη κυρίω Θεοφίλω, τω καταξιώσαντι  με τοιαύτης τιμής και ευλογίας, ονομάσαντά με Επίτροπον Αυτού εις τα εν Κωνσταντιπόλει Μετόχια του Παναγίου  Τάφου, τα οποία από τον 17ον αιώνα με την παρουσίαν επίσης και αυτών των ιδίων των Πατριαρχών Ιεροσολύμων, επί τριακόσια και πλέον έτη διεδραμάτισαν σπουδαίον ρόλον εις  την ζωήν  της Εκκλησίας και του Γένους, όπως περίτρανα αποδεικνύεται από τας δέλτους της ιστορίας.

Επιτραπείτω μοι όμως, Παναγιώτατε Δέσποτα, σήμερον αντί άλλης προσφωνήσεως εν βραχύτητι λόγου, να αναφερθώ εις μιαν των αγιωτάτων μορφών, αι οποίαι οιακοστρόφησαν την Ιεροσολυμιτικήν ολκάδα εν θαλάσσαις λίαν τεταραγμέναις κατά τους σκοτεινούς κάτω χρόνους. Τον Πατριάρχην Αθανάσιον, καθηγούμενον του εν Νεοχωρίω Μετοχίου του Παναγίου Τάφου, τον οποίον  Αρχιμανδρίτην έτι όντα προσεκάλεσεν η Αγιοταφιτική Αδελφότης, ίνα ανέλθη τας βαθμίδας του σταυρικού Γολγοθά, επί του οποίου από της εποχής του σήμερον εορταζομένου Αγιου Ιακώβου εστήθη ο θρόνος των προκαθημένων της Σιωνίτιδος Πρωτογόνου Εκκλησίας.

Αθανάσιος ο Ε,΄ Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα, έλαβε τον της αθανασίας και της ζωής  στέφανον κατά το έτος 1845, δόκιμος γενόμενος, «ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ιακώβ. Α’, 12). Τούτους τους λόγους έγραφε προς τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ τας εν τη διασπορά ο Θείος Ιάκωβος, μακαρίζων δια τούτων τους εις ποικίλους περιπίπτοντας πειρασμούς και περιπετείας της ζωής και όμως υπομένοντας μετά καρτερίας και ανοχής, άνευ τινός γογγυσμού και απελπισίας. Και οι μεν λόγοι ούτοι του Αδελφοθέου ανήκουσιν, είπερ και εις άλλον τινά, εις αυτόν αυτού μάλιστα του αποστολικού θρόνου διάδοχον, τον Ιεράρχην των Ιεροσολύμων Αθανάσιον τον Ε΄. Ο δε θεσπέσιος Παύλος διαγράφων προς τον μακάριον αυτού μαθητήν Τιμόθεον τα της επισκοπικής επαγγελίας καθήκοντα, υπομιμνήσκει αυτόν δια ποίων έργων οφείλει αναδεικνύειν εαυτόν δόκιμον εις το στάδιον της επισκοπικής ζωής: «σπούδασον σεαυτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ Θεῷ, ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας.». (Β’ Τιμ. 15). Ούτως έλαμψεν εν τω νοητώ στερεώματι της Εκκλησίας ο πολύφωτος και αρίζηλος αστήρ της Ορθοδοξίας Αθανάσιος ο Ε΄,

«Τόν Θεόν φοβοῦ καί τάς ἐντολάς Αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ο άνθρωπος» (Εκκλησ. ΙΒ’,13). Τοιούτον σοφόν αποδίδωσι τον ορισμόν του ανθρώπου ο σοφός Εκκλησιαστής, και τοιούτων ανθρώπων γόνος ευκλεής υπήρξεν ο ιερός Αθανάσιος. Γεννηθείς εν Ραιδεστώ τη κατά την Προποντίδα, ανετράφη εκ βρέφους εν φόβω Κυρίου, μορφούμενος την νοεράν μόρφωσιν κατά το παράδειγμα της ευσεβείας και τον βίον των θεοφιλών αυτού γεννητόρων, οίτινες έβλεπον τον υίον «ὡς νεόφυτον ἐλαίας περί τήν τράπεζαν αὐτοῦ» (Ψαλμ. Ρκζ. 3) θαλερόν και χλοάζοντα. Ευθύς δε την παιδικήν ηλικίαν παραλλάξαντα απήγαγεν η τα πάντα σοφώς διεξάγουσα και οικονομούσα του Πνεύματος δύναμις τον χρηστόν τα ήθη και αγαθόν την ψυχήν παίδα εις την Αγίαν Πόλιν Ιερουσαλήμ, εις προσκύνησιν των αγίων Θεοβαδίστων Τόπων. Εκεί μεταφυτευθείς ο ευλογημένος ούτος της Ραιδεστού βλαστός, έμελλεν αυξήσαι εις μέγεθος αμφιλαφές δια της ευσεβείας, και αναβήναι εις ύψος άορνον δια της ταπεινώσεως, και καρποφορήσαι εκατονταπλασίονα, καθώς το ξύλον εκείνο του Προφητάνακτος «τό πεφυτευμένον παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ὅ τόν καρπόν αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ καί τό φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται καί πάντα, ὅσα ἄν ποιῇ κατευοδωθήσεται».(Ψαλμ. Α’,3). Εκεί έλαβε την ιεράν αυτού αγωγήν και κατηχήθη τα της θεοσεβείας μαθήματα, υποταγείς εις τινά των πατέρων ως το παιδάριον Σαμουήλ παρα τω Ηλί. Ούτω λοιπόν προτετελεσμένον και δεδοκιμασμένον ανάγει το Πνεύμα το Άγιον εις το θείον και μέγα της ιερωσύνης αξίωμα. Τότε εξήστραψεν ο ζήλος αυτού υπέρ του αγαθού. Τότε έλαμψαν τα ουράνια χαρίσματα, δι ών υπήρχεν προωρισμένος άνωθεν, εις βοήθειαν του Ζωοδόχου Τάφου, ανεφάνη εργάτης ανεπαίσχυντος ο ιερεύς του Θεού, ο ζηλωτής Αθανάσιος.

Έτι από των αποστολικών χρόνων και εξής έπεμπον εις Ιεροσόλυμα τας λεγομένας «λογίας» οι απανταχού της Ορθοδοξίας κατατιθέντες όσον ηδύνατο η προηρείτο έκαστος εις διατροφήν της αυτόθι πρωτογόνου των αγίων εκκλησίας έπεμπον δε αυτάς δια των μάλιστα πιστών και δεδοκιμασμένων ανδρών, ως μαρτυρεί ο Παύλος γράφων προς τους εν Κορίνθω πιστούς: «Περὶ δὲ τῆς λογείας τῆς εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιήσατε. 2 κατὰ μίαν σαββάτων ἕκαστος ὑμῶν παρ’ ἑαυτῷ τιθέτω θησαυρίζων ὅ,τι ἂν εὐοδῶται, ἵνα μὴ ὅταν ἔλθω τότε λογεῖαι γίνωνται. 3 ὅταν δὲ παραγένωμαι, οὓς ἐὰν δοκιμάσητε, δι’ ἐπιστολῶν τούτους πέμψω ἀπενεγκεῖν τὴν χάριν ὑμῶν εἰς Ἱερουσαλήμ·». (Α’΄Κορινθ. Ιστ΄ 1-3). Τοιούτος απεστάλη προς τους αδελφούς παρά των αγίων εν Ιερουσαλήμ και ο ευδόκιμος Αθανάσιος. Στέλλεται λοιπόν μετα τινός γέροντος μακράν εις διαπόντιον αποδημίαν, υποφέρει κόπους, υπομένει θλίψεις, στερήσεις, ταλαιπωρίας κακουχίας, υπακούων μετα καρτερίας εις την διαταγήν της Εκκλησίας αυτού και εις την αποστολικήν νουθεσίαν, «Σύ οὖν κακοπάθησον ὡς καλός στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ».  (Β’ Τιμ. Κ. ) Μετά ταύτα επανέρχεται εις ταύτην την Βασιλεύουσαν, όπου μετά τα την προς Κύριον εκδημίαν Αβραμίου και Προκοπίου των Αγίων Πατριαρχών παραλαμβάνει αυτόν εις την συνοδείαν αυτού ο Άνθιμος, ο αγιώτατος και σοφώτατος εκείνος Ιεράρχης, όστις, μεγάλα φρονών περι του Αθανασίου απολύει αυτόν εις πολύ εκτενέστατον στάδιον προς τα ίχνη των ενδόξων αυτού προκατόχων. Παϊσίου του ευαρεστήσαντος τον Θεόν δια της ασκήσεως , και των θαυμάτων την χάριν παρ΄ αυτού κομισαμένου, Νεκταρίου του Λατινομάστιγος, του της υγιούς  διδασκαλίας το νέκταρ εις την Εκκλησίαν του Χριστού πελαγίσαντος. Δοσιθέου του θεσπεσίου στύλου του ακλονήτου της Ανατολικης Εκκλησίας, του των αιρέσεων ολέθρου, του κολοσσαίου και ακαταμαχήτου προπυργίου της Ορθοδοξίας. Χρυσάνθου, του χρυσού άνθους της Εκκλησίας, του κληρονομήσαντος τον ζήλον  και την σοφίαν και τον θρόνον και τας αρετάς του κατά σάρκα συγγενούς αυτού Δοσιθέου. Εφραίμ του ευφράναντος την εκκλησίαν δια της μελιρρύτου διδασκαλίας αυτού.

Τούτων λοιπόν των αληθώς Μακαριωτάτων Πατριαρχών τας οδοιπορίας ιχνεύων και ο Αθανάσιος αποστέλλεται εις την εξαρχίαν της άνω και κάτω Ιβηρίας. Εκεί διέτριψε δωδεκαετίαν όλην, παρα πάντων των εν εκείνοις τοις κλίμασιν ορθοδοξούντων λαών τιμώμενος ενταυτώ και τιμών το Ιερόν αυτού κατάστημα. Εκεί εδοξάσθη δια την ταπείνωσιν και την σεμνότητά του και από των τα σκήπτρα των εκείσε δύο ηγεμονών κατεχόντων φιλοχρήστων Καισάρων. Αλλ’ όμως ουδ εν τοιαύτη τη παροικία διετέλεσε απείραστος ο Αθανάσιος. Στίφη ενόπλων εκ της γείτονος Περσίας εισέβαλον εις την Ιβηρίαν και την χώραν εδήωσαν και πολλά κακά επέφεραν κατά του ορθοδόξου πληρώματος. Καταλαβόντες δε την Τυφλίδα πολλάς θλίψεις και στενοχωρίας επέφερον εις πάντας. Εκεί ωδίνισε ωδίνας  μετά των άλλων, και ο Έξαρχος Αθανάσιος, μετά δε την άλωσιν και του φρουρίου της Τυφλίδος  εξ εφόδου, ο Αθανάσιος μόλις σώζεται δια σαργάνης και διαφεύγει την αιχμαλωσίαν κρυβείς επι χρόνον πολύν εις τα Καυκάσια και Κεραύνεια όρη, απωλέσας πάσαν αυτού την ουσίαν. Μετά τούτους δε τους σφοδρούς και θυελλώδεις των πειρασμών χειμώνας, επανέρχεται εις την βασιλίδαν των πόλεων, ήτις έμελλε μετ ού πολύ γενέσθαι της δόξης αυτού το εξαίσιον θέατρον, και αναπαύεται μικρόν από των πόνων και κόπων εν τη κατά το Νεοχώριον αυτού ηγουμενία, ίνα πάλι αποδυθή εις αυτούς ενδοξώτερον του λοιπού και γενναιότερον, εις ο περιέμενεν αυτόν λαμπρόν της δοκιμασίας στάδιον.

Οποία ήτο η κατάστασις των πραγμάτων εκείνης της εποχής τόσον των εκκλησιαστικών όσον και των του λαού δύναται τις ευκόλως να ανεύρη ανατρέχων εις την ιστορίαν. Λαίλαψ και τυφών και καταιγίς χειμώνος κατακαλύπτει και συμπυκνοί και σκοτίζει τον ορίζοντα. Φωνή πολέμου και αιχμαλωσίας και πάσης κακώσεως κατέπληξε και ενέκρωσε πάσαν ψυχήν και πάσαν καρδίαν χριστιανού. Εις μίαν δύσκολον δια την Εκκλησίαν ώραν απέρχεται εις την εν ουρανοίς Ιερουσαλήμ ο Πατριάρχης Πολύκαρπος. Εν τοιαύτη εποχή εγχειρίζεται την πηδαλιουχίαν της Πατριαρχίας ο Αθανάσιος. Και από εκείνης της ημέρας κατέπιε πολύν λύπην και εψωμίσθη πολλά δάκρυα δια την οικτράν και οδυνηράν κατάστασιν του Γένους και ιδιαιτέρως δια την του Ιεροσολυμιτικού Θρόνου τοιαύτην. Τριάντα εκατομμύρια γρόσια επεβάρυνον τον Άγιον  Τάφον και την καρδίαν του Πατριάρχου Αθανασίου. Εις διάστημα περίπου δέκα ετών τη συνδρομή του Οικουμενικού Πατριάρχου και της Μεγάλης Εκκλησίας, των Ομογενών, των Ορθοδόξων αδελφών της Ρωσίας Ιβηρίας και Δακίας κατώρθωσεν ο πολύαθλος Πατριάρχης την εξάλειψιν σχεδόν του χρέους, το οποίον ηπείλη την απεμπόλησιν της ιδιοκτησίας υπο του Ορθοδόξου γένους των Ρωμαίων των Παναγίων Προσκυνημάτων. Αλλ ΄ουχί μόνον το χρέος απέσβεσε, αλλά και επισκευάς ναών εξετέλεσε. Άπαντα σχεδόν τα ευαγή Μοναστήρια του Παναγίου Τάφου και τους ναούς και τα άλλα οικοδομήματα, τα μεν πεσόντα ανήγειρε, τα δε πεπονηκότα υπό του χρόνου ανεκαίνισε. Και εις άλλας δε άλλων κλιμάτων Εκκλησίας ανοικοδομουμένας συνέτρεξε και μάλιστα τας εν Κωνσταντινουπόλει. Και εις τον περικαλλέστατον Ναόν της Ζωοδόχου Πηγής μετά χαράς και προθυμίας συνέδραμε και τα εν Φαναρίω και Χάλκη Μετόχια του Παναγίου Τάφου επηνόρθωσε. Αλλά και του Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου την περιφανή ανέγερσιν συνέδραμε.

Και σοφίας όμως  πολυγραμμάτου ημοίρησεν ο Αθανάσιος, και προς τούτο μέγας ήτο ο διακαής αυτού ζήλος υπέρ της παιδείας του έθνους ζήλος. Συνιστάτο ελληνικόν σχολείον οπουδήποτε της πατρώας γής; Πρώτος ο Αθανάσιος ίνα πρώτος πάντων συνεργήση δια χρημάτων. Αυτός και εις την λαμπράν του Γένους Σχολήν ότε εν τη Ξηρά Κρήνη ελειτούργη ετήσιον βοήθειαν συνεισέφερε, και το εν Χάλκη Φιλολογικόν Φροντιστήριον πέντε ολόκληρα έτη γενναίως υπεστήριξε. Αλλά και δια την μονήν της Αγίας Τριάδος, ότε εκ βάθρων ανεκαινίσθη, συνετέλεσε ο Αθανάσιος ού μικρόν ουδέ μνείας έλλασον.

Αμέτρηται αι ευεργεσίαι του πολύαθλου Πατριάρχου, τιτάνιοι οι αγώνες αυτού, απερίγραπτον το των ευαγών αυτού πράξεων προς την Εκκλησίαν και το Γένος.

Πρεσβύτης και προβεβηκώς τη ηλικία, το καλλίνικον αυτού τέλος προετοιμάσας και φοβούμενος, ίνα μη αιφνίδιος θάνατος ανάψη σκάνδαλα και ταραχάς εν τη Εκκλησία των Ιεροσολύμων, ηρετίσατο αριστίνδην κατά την αρχαίαν του θρόνου συνήθειαν και ανέδειξεν επινεύσει της Αγιωτάτης Αυτού Συνόδου, υποψήφιον της Πατριαρχείας Καισάρειον, Καισαρείας της Φιλίπου Επίσκοπον. Εκείνου δε θανόντος εξελέξατο αύθις τον Αρχιεπίσκοπον Θαβωρίου Ιερόθεον. Δυστυχώς όμως τη επιρροή παρά τη Υψηλή Πύλη του Ηγεμόνος της Σάμου Βογορίδου, όστις απεστρέφετο τον Ιερόθεον, δεν ενεκρίθη η εκλογή και η αναγνώρισις αυτού υπό του Σουλτάνου και αντ’ αυτού εξελέγη ουχί πλέον εν Κωνσταντινουπόλει ως ήτο έθος αλλ’ εν Ιεροσολύμοις πλέον τη συνδρομή της Ρωσικής Κυβερνήσεως ο Κύριλλος ο Β΄ ο από Λύδδης, ο εψηφισμένος Ιεροσολύμων Ιερόθεος ο από Θαβωρίου απεστάλη ως Έξαρχος εις Ρωσίαν μετά δε την παρέλευσιν ολίγων ετών εξελέγη Πατριάρχης Αντιοχείας.

Εξομολογηθείς ουν πάλιν και πολλάκις εις τον πνευματικόν αυτού πατέρα ο ιερός ποιμήν και βλέπων παρούσαν την τελευτήν αυτού, εζήτη  παρ΄ αυτού επιμόνως το μέγα και αγγελικόν του μοναχικού βίου σχήμα.

Και ιδού λοιπόν εν μέσω απλέτου και ανεσπέρου φωτός και αγγέλλων πτερυγιζόντων ευρέθη, ουχί πλέον ο Πατριάρχης Αθανάσιος, αλλ΄ ο μοναχός Αθανάσιος, υιός μετανοίας και ευτελούς απαρνήσεως το αγγελικόν σχήμα ενδεδυμένος. Φθάσας δε εις την δύσιν του επιγείου αυτού βίου συγχωρηθείς και συγχωρήσας τους πάντας παρέδωκε το πνεύμα εις τας χείρας του Δημιουργού και Δεσπότου. Το ιερόν αυτού σκήνος εκηδεύθη εις τον Πατριαρχικόν Ναόν και παραπλεύσαν τον Βόσπορον ενταφιάσθη εν τω Ιερώ Ναώ τούτω του Αγίου Γωργίου δόκιμος γενόμενος και λαβών τον στέφανον της ζωής.

Ο Θεός μακαρίσαι την ψυχήν αυτού και αξιώσαι και ημάς του στεφάνου της ζωής . Αμήν

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας.