Ἱεραί Ἀκολουθίαι κατά τό τυπικόν τοῦ 1122
Ἱεραί Ἀκολουθίαι κατά τό τυπικόν τοῦ 1122
Τὸ πολυτιμότατον αὐτὸ μνημεῖον διὰ τοὺς Παλαιστινολόγους διεγείρει μέγα ἐνδιαφέρον. Ὅπου παρίσταται ἀνάγκη, ἔστω καὶ κατὰ προσέγγισιν, ἐπιχειροῦν νὰ καθορίσουν α) τὸν χρόνον κατὰ τὸν ὁποῖον διεμορφώθη καὶ ἔλαβε τελείαν ἀνάπτυξιν καὶ ἐφαρμογὴν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπως αὐτὸ ἐμφανίζεται εἰς τὴν ἔκδοσιν «Ἀναλέκτων Ἱεροσολυμιτικῆς Σταχυολογίας» ὑπὸ Α. Π. Κεραμέως καὶ β) πότε περιῆλθε εἰς ἀχρηστίαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν.
Ἐκτενῆ ἀναφορὰν εἰς τὸ Τυπικὸν κάνει ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νικόλαος ὁ Α΄. «Καὶ ὑπὲρ τοῦ ἁγιωτάτου καὶ Θεοφυλάκτου ἡμετέρου Πατριάρχου Νικολάου» ὁ ὁποῖος ἐπατριάρχευσεν ἀπὸ τὸ 932-947. Τὴν σύνταξιν λοιπὸν τοῦ τυπικοῦ πρέπει νὰ ἀναγάγουμε εἰς τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ Ι΄ αἰῶνος. Ἐὰν στρέψωμε τὴν προσοχήν μας εἰς τὴν τοπογραφικὴν θέσιν τῶν ἁγίων Τόπων αὐτὴ ἀνταποκρίνεται ἀκριβῶς πρὸς τὴν ἐποχὴν αὐτήν.
Τὸ Τυπικὸν τοῦ 1122 παρέχει σπουδαίας πληροφορίας διὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν ἱερῶν Ναῶν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ περὶ τοῦ ἀπαρτισμοῦ καὶ τῆς καταστάσεως τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἐν γένει βίου κατὰ τὴν περίοδον τῆς Ἀραβοκρατίας. Ἀπὸ τὴν ἀντιπαραβολὴν πρὸς τὰς προηγουμένας τυπικὰς διατάξεις τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων φανερώνεται ἡ μεγάλη ἀνάπτυξις, τὴν ὁποίαν ἔλαβε ἀπὸ διαπρεπεστέρους Παλαιστινίους ὑμνογράφους, οἱ ὁποῖοι ἤκμασαν ἀπὸ τοῦ Ζ΄ μέχρι τοῦ Ι΄ αἰῶνος, ὅπως τὸ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Σωφρονίου, Ἀνδρέου Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Κοσμᾶ Μαϊουμᾶς καὶ ἄλλων. Κατὰ τὸ Τυπικὸν αὐτό, διὰ τὸ ὁποῖον γίνεται λόγος, οἱ Σπουδαῖοι μοναχοὶ ἦσαν ἀφοσιωμένοι εἰς τὴν Ἱερὰν διακονίαν τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἐτελοῦσαν τὰς νυχτερινὰς ἀκολουθίας, ὅπως καὶ τὴν Βυζαντινὴν περίοδον. Οἱ Σπουδαῖοι λοιπὸν ἦσαν Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι μοναχοὶ καὶ ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστον μέρος τοῦ κλήρου τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας, λαμβάνοντες ἐνεργότατον μέρος εἰς τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως ἰδίως κατὰ τὸ χρονικὸν διάστημα, ὅπου δὲν τελεῖται ἐπίσημος Πατριαρχικὴ Θεία λειτουργία. Οἱ Σπουδαῖοι μοναχοὶ ἀναφέρονται ἤδη κατὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Κύριλλον Ἱεροσολύμων. Εἰς τὸ Μοναστήριον αὐτό, τὸ ὁποῖον τώρα καλεῖται τῆς Μεγάλης Παναγίας, οἱ Σπουδαῖοι ἔφθαναν τὴν Ἁγίαν Ἀνάστασιν ἀπὸ τὴν θύραν τῶν Κατηχουμένων, διότι συμφώνως πρὸς τὸ Τυπικόν, αὐτὸ θὰ ἐπετέλουν καὶ τὰς ἄλλας νυχτερινὰς ἀκολουθίας εἰς τὸν Γολγοθᾶ καὶ εἰς τὸν Ἅγιον Κωνσταντῖνον. Ἡ σπουδαιότης τοῦ καθ’ ὅλου ἀρχαίου Πατριαρχικοῦ Τυπικοῦ εἶναι μεγίστη διότι δὲν ἀποδεικνύει μόνον ὅτι ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία διετήρησε εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας τὴν τελετουργικὴν πράξιν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπὸ τὸν Δ΄ αἰῶνα διαμορφωθεῖσαν, ἀλλὰ καὶ διότι διαφωτίζει εἰς πολλὰ τὴν ἐσωτερικὴν κατάστασιν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων κατὰ τὴν σκοτεινὴν περίοδον τῆς Ἀραβοκρατίας. Ὡς ἀνακεφαλαίωσις, παρατηρεῖται ὅτι οἱ Πατριάρχαι Ἱεροσολύμων καὶ οἱ ὑπ’ αὐτοὺς ἀφοσιωμένοι μοναχοὶ εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἐκπροσωποῦν τὸ «Βασιλικὸν Γένος τῶν Ρωμαίων» εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους, εἰς τὴν Παλαιστίνην πρὸς φρούρησιν αὐτῶν, ἀναγνωριζόμενοι ἀπὸ τοὺς Ἄραβας Χαλίφας μὲ τὴν συνθήκην τοῦ Ὀμὰρ Χαττάπ. Οἱ φύλακες αὐτοὶ τῶν Παναγίων προσκυνημάτων τελοῦν, ὅπως καὶ πρωτύτερον κατὰ τὴν βυζαντινὴν περίοδον, τὰς καθιερωμένας ἀπὸ τὸν Δ΄ αἰῶνα ἱερὰς ἀκολουθίας εἰς τὴν ἑλληνικήν. Ἑορτάζουν τὰς μνήμας τῶν ἀοιδίμων κτητόρων Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων καὶ ὡς ὁμόδοξοι καὶ ὁμόφυλοι εὔχονται «καὶ ὑπὲρ τῶν εὐσεβεστάτων καὶ θεοφρουρήτων ἡμῶν βασιλέων κατὰ πάντων πολεμίων ἐχθρῶν κραταιοτάτους καὶ τροπαιούχους ἀναδειχθῆναι». Ἀγωνίζονται ὑπερανθρώπως μέσα ἀπὸ δυσπεριγράπτους στερήσεις καὶ δοκιμασίας, νὰ διατηρήσουν τὰ ἱερὰ αὐτὰ σεβάσματα τῆς πίστεώς μας, ὡς πολύτιμον πατρικὴν κληρονομιάν. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Πατριάρχαι τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἀφοσιωμένοι μοναχοὶ πάρα πολὺ ἠγωνίσθησαν διὰ τὴν στερέωσιν τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τὴν ὑπεράσπισιν τῶν χριστιανῶν εἰς τὴν Παλαιστίνην κατὰ τὴν περίοδον αὐτήν.