1

Σπουδαῖαι πνευματικαί μορφαί

Σπουδαῖαι πνευματικαί μορφαί

null
Εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Παλαιστίνης ἐπραγματώθη τὸ ὕψιστον γεγονός, τὸ ὁποῖον ἐσφράγισε τὴν πνευματικὴν ζωὴν τοῦ κόσμου, ἡ γέννησις τοῦ Θεανθρώπου, ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ ἐπηρεάσῃ ριζικῶς τὴν ἀνθρωπότητα, καταρρίπτουσα κάθε φυλετικήν, ἐθνικήν, κοινωνικήν, γλωσσικὴν ἢ ἄλλην διάκρισιν. Οἱ θεοβάδιστοι τόποι τῆς Παλαιστίνης καὶ ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀποτελοῦν ἔκφρασιν αὐτοῦ τοῦ ὑψίστου γεγονότος καὶ κέντρα προσκυνήματος, χριστιανικῆς λατρείας καὶ θρησκευτικῆς εὐλαβείας καὶ κατανύξεως. Ἱδρύθησαν ἱεροὶ ναοὶ εἰς κάθε περιοχὴν μὲ ἀποστολήν τους τὴν διαφύλαξιν καὶ συντήρησιν τῶν ἱερῶν προσκυνημάτων, μὲ τὴν ἱεραρχίαν καὶ τὸ πλήρωμα τοῦ Πατριαρχείου, τὸν κλῆρον καὶ τὸν μοναχισμὸν ἀγρύπνους φρουροὺς κατὰ τῶν βανδαλισμῶν καὶ βεβήλων συμπεριφορῶν ἀλλοδαπῶν.

Ἤδη ἀπὸ τὸν 4ον αἰῶνα συγκροτεῖται τὸ Τάγμα τῶν «Σπουδαίων» μοναχῶν, ἀποστολὴ τῶν ὁποίων ἦτο ἡ ἄμεσος ἐπίλυσις προβλημάτων, τὰ ὁποῖα ἐγεννοῦντο εἴτε ἀπὸ τὴν συρροὴν τῶν προσκυνητῶν, εἴτε ἀπὸ περιστασιακοὺς ἐξωγενεῖς παράγοντας. Ἐντούτοις ὁ λειτουργικὸς προσανατολισμὸς τοῦ Πατριαρχείου ἐστόχευε εἰς τὴν πλήρη ἀξιοποίησιν τῶν ἱερῶν προσκυνημάτων διὰ τὴν πνευματικὴν ἀνάτασιν ὄλου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.
Ἀπὸ τὰς προαναφερθείσας ἐκκλησιαστικὰς τάξεις ἀνεδείχθησαν σπουδαῖαι πνευματικαὶ μορφαί, αἱ ὁποῖαι ἠγωνίσθησαν διὰ τὴν διατήρησιν καὶ διάδοσιν τῆς λαμπρότητος τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καὶ συνετέλεσαν τὰ μέγιστα εἰς τὴν πνευματικὴν καθοδήγησιν τῶν Χριστιανῶν. Τὸν 4ον αἰῶνα δεσπόζει ἡ μορφὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων Κυρίλλου, ὁ ὁποῖος μὲ τὰς περιφήμους Κατηχήσεις του προετοίμαζε τοὺς πιστοὺς νὰ δεχθοῦν τὸ ἱερὸν μυστήριον τοῦ βαπτίσματος. Τὸν 5ον αἰῶνα κυριαρχεῖ ἡ μορφὴ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἰουβεναλίου, ὁ ὁποῖος ἤσκησε μεγάλην ἐπιρροὴν εἰς τὴν Γ΄ καὶ Δ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον.
Οἱ θεοβάδιστοι τόποι ἀπετέλεσαν, ὅπως ἦτο ἀναμενόμενον, ὁρμητήριον τῶν ἀσκητῶν, ἐκ τῶν ὁποίων μεγάλαι μορφαὶ ἀνεδείχθησαν ὡς πρότυπα μοναχικοῦ βίου καὶ ταυτοχρόνου ἀγῶνος διὰ τὴν ἑδραίωσιν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ χριστιανικῆς πνευματικότητος. Τὸν 6ον αἰῶνα κυριαρχοῦν αἱ ἀσκητικαὶ μορφαὶ τῶν ὁσίων Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου καὶ Κυρίλλου τοῦ Σκυθοπολίτου, καθὼς καὶ τοῦ Λεοντίου τοῦ Βυζαντίου, μεγάλου θεολόγου τῆς ἐποχῆς, πρὸς τὰς ὁποίας ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανὸς Α΄ ἐπιδεικνύει μέγαν σεβασμὸν καὶ ἐμπιστοσύνην, ἀνάγων αὐτοὺς ὡς ἐφαλτήρια τῆς ὅλης ἐκκλησιαστικῆς του τοποθετήσεως καὶ πολιτικῆς.
Λαμπρὸν πρότυπον τῆς ἀγαστῆς σύμπνοιας καὶ ἑνότητος μεταξὺ τῆς ἀσκητικῆς θεωρίας καὶ τῆς ἀγωνιστικότητος διὰ τὴν θεμελίωσιν τῆς ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως ὑπῆρξε ὁ μέγας Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος. Τὸ ἀνήσυχον πνεῦμα του καὶ ἡ ἀφιέρωσις τῆς ζωῆς του εἰς τὸν μοναχισμὸν καὶ εἰς τὴν διακονίαν τῆς ὀρθοδοξίας τῆς ἐκκλησίας του ὑπῆρξαν ἀφορμὴν διὰ τὴν ἐκλογήν του διὰ τὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων. Ἐξάλλου ὡς ἁπλὸς μοναχὸς μὲ ἀκλόνητον χριστιανικὴν πίστιν ἀπεδοκίμασε τὴν αἵρεσιν τοῦ Μονοθελητισμοῦ καὶ τοῦ Μονοενεργητισμοῦ εἰς τοὺς Πατριάρχας Κωνσταντινουπόλεως Σεργίου καὶ Ἀλεξανδρείας Κύρου.

Οἱ σπουδαῖοι αὐτοὶ πνευματικοὶ ταγοὶ τῶν μὲ τὴν ἀδιάσειστον πνευματικὴν καὶ θεολογικήν τους βάσιν ἐδημιούργησαν γερὰ καὶ σταθερὰ θεμέλια, ἐπάνω εἰς τὰ ὁποῖα προσέθεσε τὸ ἰδικὸ της λιθάρι διὰ τὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων καὶ ἡ Ἁγιοταφιτικὴ Ἀδελφότης τοὺς χαλεποὺς καιροὺς τῆς κυριαρχίας τῶν Ἀράβων, τῶν Σταυροφοριῶν καὶ τῆς Τουρκοκρατίας εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Παλαιστίνης. Ἡ Ἁγιοταφιτικὴ Ἀδελφότης κατέφερε νὰ μείνουν ἀλώβητα τὰ ἱερὰ προσκυνήματα, ἀπὸ τὸ σπήλαιον τῆς Βηθλεὲμ μέχρι τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὸν Κενὸν Τάφον. Ἀκόμα καὶ σήμερον ἡ Ἁγιοταφιτικὴ Ἀδελφότης καὶ τὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων ἔρχονται ἀντιμέτωποι μὲ πλῆθος κινδύνων-ἐχθρικῶν στάσεων, αἱ ὁποῖαι στόχον ἔχουν τὴν διάρρηξιν τῆς ἑνότητος τῆς ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως.

Α. Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος εἶναι ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς χριστιανοσύνης, ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς πόλεως, τῆς «Μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν», τῆς Ἱερουσαλήμ. Μετὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου διεκρίθη μεταξὺ τῶν ἱερῶν ἀνδρῶν καὶ οἱ Ἀπόστολοι λόγω τῆς ἀρετῆς του τὸν ἀπεδέχθησαν ὡς ἐπίσκοπον τῆς Ἱερουσαλήμ. Νωρὶς ἐκτιμήθη ὑπὸ τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ὥστε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους Πέτρον καὶ Ἰωάννην τὸν Εὐαγγελιστὴν νὰ θεωρῆται «στύλος» τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ (Γαλ. Β΄,9). Ἡ ἀξία καὶ ἡ ἀρετή του ἐκτιμήθησαν καὶ ὑπὸ τῶν Ἑβραίων τῆς Συναγωγῆς. Ἀναφέρεται ὅτι «διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς δικαιοσύνης ἐκαλεῖτο ὁ Δίκαιος». Τὰ ὀρθὰ καὶ συνετὰ λόγια του, ἡ ἀνιδιοτέλεια καὶ ἡ φωτεινὴ μορφή του τὸν ἐπέβαλαν εἰς τὰς ἀνθρωπίνους συνειδήσεις ὡς ἱερὸν πρόσωπον. Ἀναφέρεται ὅτι «προσηύχετο γονυπετὴς προσκυνῶν τῷ Θεῷ καὶ αἰτούμενος ἄφεσιν τῷ λαῷ». Ὀνομάζετο Ἀδελφόθεος, Ἀδελφός τοῦ Θεοῦ, Ἀδελφός τοῦ Κυρίου, καθὼς πολλοὶ ἀγνοοῦντες τὸ μυστήριον τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ἐνόμιζον ὅτι εἶχε σαρκικὴν συγγένειαν μὲ τὸν Ἰησοῦν (Ματθ. Ιγ΄, 55). Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὑπῆρξε καὶ θεόπνευστος διδάσκαλος τῶν Χριστιανῶν. Δεῖγμα τῆς ἀληθείας τῶν λόγων του ἀποτελεῖ ἡ ἐπιστολὴ ποὺ ἔγραψε τὸ 50 μ.Χ. εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὴν ἀπηύθυνε «ταῖς δώδεκα φυλαῖς (τοῦ Ἰσραήλ) ταῖς ἐν τῇ διασπορᾷ», ἤτοι πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Διὰ αὐτὸ ὀνομάζεται καὶ «καθολικὴ ἐπιστολή». Εἰς τὰ πέντε κεφάλαια τῆς ἐπιστολῆς του ἀναφέρεται εἰς πλῆθος θεμάτων τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζωῆς. Μὲ ὀλίγα λόγια διαφωτίζει τοὺς ἀναγνῶστας καὶ τοὺς καθοδηγεῖ εἰς τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν ἀλήθειαν. Διδάσκει ὅτι δὲν εἶναι τὸ πᾶν νὰ ἀκούῃ κανεὶς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ τὸν ἐφαρμόζῃ, ἐνῶ τονίζει ὅτι ἡ πίστις χωρὶς ἔργα δὲν ὠφελεῖ. Κάνει ἐπίσης μνείαν εἰς τὸ ἔργον τῶν διδασκάλων ἀναφέρων ὅτι ὅσοι διδάσκουσιν θὰ κριθοῦν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ αὐστηρότερον καὶ συνεπῶς θὰ τιμωρηθοῦν αὐστηρότερον διὰ τὰ πταίσματά τους, ἐνῶ καλεῖ τοὺς μορφωμένους καὶ τοὺς ἐπιστήμονας νὰ προσέξουν τοὺς λόγους του, διὰ νὰ ἀχθοῦν πρὸς αὐτογνωσίαν. Εἰς τὸ τέλος καλεῖ τοὺς ἀναγνῶστας νὰ προσεύχωνται, διότι ἡ προσευχὴ ἔχει δύναμιν, θυμίζων τὰ κατορθώματα τοῦ Προφήτου Ἠλία, ποὺ τὰ ἐπετύχαινε μὲ τὴν προσευχήν. Κλείνει τὴν ἐπιστολήν του λέγων ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιστρέφει εἰς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Κυρίου, σώζει τὴν ψυχήν του ἀπὸ αἰώνιον θάνατον καὶ σβήνει τὰς ἁμαρτίας του, μακριὰ ἀπὸ τὴν πλάνην. Ἕως σήμερον σώζεται ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, τὴν ὁποίαν πολλὲς Μητροπόλεις τελοῦν εἰς τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου. Εἶναι ἡ πρώτη ἀποστολικὴ Λειτουργία, ἐκ τῆς ὁποίας προῆλθον καὶ αἱ Λειτουργίαι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος εἶχε μαρτυρικὸν θάνατον ὑπὸ τοὺς Σταυρωτὰς τοῦ Κυρίου. Μαρτυρεῖται ὅτι κατεδικάσθη ὑπὸ τοῦ Ἀρχιερέως Ἄνανου εἰς διὰ λιθοβολισμοῦ θάνατον, ὀλίγον πρὶν τὴν πολιορκίαν τῆς Ἱερουσαλὴμ ὑπὸ τῶν Ρωμαίων.

Β. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐαγγελιστὴς

Τὸ ἱερὸν κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιον ἔχει τὴν δευτέραν θέσιν εἰς τὴν σειρὰν τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Εἶναι τὸ μικρότερον εἰς ἔκτασιν, μὲ 16 κεφάλαια. Ἐγράφη εἰς Ρώμην, μεταξὺ 65-70 μ.Χ. Γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὴν δρᾶσιν τοῦ Κυρίου, ἀπὸ τὴν Βάπτισίν Του ἕως τὴν Ἀνάληψίν Του. Δὲν γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὴν Γέννησιν καὶ τὸν παιδικὸν βίον τοῦ Κυρίου, οὔτε εἰς μακρὰς ὁμιλίας τοῦ Ἰησοῦ. Ἀναφέρονται μόνον τέσσαρες παραβολαὶ τοῦ Κυρίου καὶ καθόλου προφητεῖαι. Ὅμως δίδεται μεγάλη ἔμφασις εἰς τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Ἰησοῦ, προβάλλοντας τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ. Διὰ αὐτὸν τὸν λόγον εἰκονίζεται ὁ Μᾶρκος ὑπὸ τῶν ἁγιογράφων μὲ ἕναν λέοντα πλησίον του, συμβολίζοντα τὴν ἐξουσίαν, τὴν δύναμιν καὶ τὴν μεγαλοπρέπειαν τοῦ Κυρίου. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος ἀναφέρει ὅτι ὅταν εἰς τὸν κῆπον τῆς Γεθσημανῆ ὁ ὄχλος «μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλου» ἦλθε διὰ νὰ συλλάβῃ τὸν Ἰησοῦν, εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν Αὐτοῦ παρέμεινε ἐκεῖ, δὲν ἔφυγε, «Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ» (Μάρκ. Ιδ΄,51). Ὅμως μέρος τοῦ ὄχλου τὸν εἶδε καὶ ἐπιχείρησε νὰ τὸν κακοποιήσῃ. Καὶ ἐκεῖνος ἔφυγε φοβούμενος, χωρὶς τὸ ἔνδυμά του, «Ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ’ αὐτῶν». Ὁ νέος οὗτος ἦτο ὁ Ἰωάννης, υἱὸς τῆς Μαρίας, εἰς τὴν οἰκίαν τῆς ὁποίας ἐτελέσθη ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος. Ἦτο ὁ νέος, ὁ ὁποῖος «συνηκολούθει αὐτῷ», ὅταν ὁ Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς Του βγῆκε ἀπὸ τὸ ὑπερῶον τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Ὁ Ἰωάννης ἔπειτα ὠνομάσθη Μᾶρκος. Καὶ εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἀναφέρει εἰς τὸ Εὐαγγέλιόν του τὸ γεγονός. Ὁ Μᾶρκος δὲν ἦτο εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, οὔτε Τὸν ἐγνώριζε καλῶς, καθὼς ὁ Ἰησοῦς ἔζησε εἰς τὴν Ναζαρὲτ καὶ ἔδρασε εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Ἦτο ἀνηψιὸς τοῦ Βαρνάβα καὶ υἱὸς τῆς Μαρίας, ἡ ὁποία ἐγνώρισε τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀφωσιώθη εἰς Αὐτόν, διδοῦσα τὴν εὐρύχωρον οἰκίαν της, διὰ προσευχὴν καὶ λατρείαν ὑπὸ τῶν πιστῶν τοῦ Κυρίου. Πιθανῶς ἡ οἰκία τούτη καθηγιάσθη ὑπὸ τοῦ Κυρίου τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅταν εἰς τὸ ὑπερῶον ἐτελέσθη ἡ πρώτη Θεία Εὐχαριστία, τελουμένη ὑπὸ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Μᾶρκος ἦτο εἷς συμπαθητικὸς καὶ εὐγενὴς νέος, μὲ σεβάσμιαν καταγωγὴν καὶ θεοσεβὲς οἰκογενειακὸν περιβάλλον. Οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας ἐξετίμησαν τὰς ἀρετὰς τοῦ Μάρκου καὶ τὸν ἐπῆραν μαζί τους εἰς τὴν Ἀντιόχειαν «συμπαραλαβόντες καὶ Ἰωάννην τὸν ἐπικληθέντα Μᾶρκον» (Πράξ. Ιγ΄,25). Πλησίον αὐτῶν ἐξελίχθη εἰς ἕναν ἀξιόλογον κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἀναφέρεται διὰ πρώτην φορὰν μὲ τὸ ὄνομα “Μᾶρκος” εἰς τὸ βιβλίον τῆς Καινῆς Διαθήκης «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων». Ὅταν ὁ Θεὸς ἐκάλει τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Παῦλον νὰ ἐξορμήσουν εἰς ἄλλους τόπους, διὰ νὰ κηρύξουν τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, οὗτοι ἐπῆραν μαζί τους καὶ τὸν Μάρκον διὰ βοηθόν. Ἄφησαν τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Κύπρον, τὴν πατρίδα τῆς μητρός του καὶ τοῦ θείου του, Βαρνάβα. Ἀπὸ τὴν Σαλαμίναν ἕως τὴν Πάφον ὁ Μᾶρκος προσέφερε τὰς ἱεραποστολικάς του ὑπηρεσίας μὲ σθένος καὶ δύναμιν θαυμαστήν. Ὅταν ἐπέρασαν εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὁ Μᾶρκος δὲν ἠκολούθη τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ ἐπέστρεψε εἰς Ἱεροσόλυμα. Διὰ αὐτὸν τὸν λόγον, ἀργότερον εἰς τὴν δευτέραν ἐξόρμησιν, οἱ Ἀπόστολοι ἔφθασαν εἰς σοβαρὰν διαφωνίαν, «ἐγένετο δὲ παροξυσμός, ὥστε ἀποχωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων» (Πράξ. Ιε΄,39) μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Βαρνάβας νὰ λάβῃ ὡς συνοδὸν καὶ βοηθόν του τὸν Μάρκον καὶ νὰ ἀναχωρήσουν πρὸς Κύπρον, ἐνῶ ὁ Παῦλος νὰ λάβῃ ὡς βοηθόν του τὸν Σίλαν καὶ νὰ ἀναχωρήσουν πρὸς Ἀντιόχειαν. Ὁ Παῦλος δὲν τὸν ἐδέχετο, καθὼς «ἠξίου τὸν ἀποστάντα ἀπ’ αὐτῶν ἀπὸ Παμφυλίας καὶ μὴ συνελθόντα αὐτοῖς εἰς τὸ ἔργον, μὴ συμπαραλαβεῖν τοῦτον» (Πράξ. Ιε΄,38). Ὅμως οὗτος ὁ παροξυσμὸς δὲν ἐδημιούργησε ἔχθραν. Ἀντιθέτως, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸν ἀναφέρει εἰς τὰς ἐπιστολάς του, ὁ δὲ Μᾶρκος ηὑρίσκετο πλησίον του, ὅταν ἦτο φυλακισμένος εἰς τὴν Ρώμην. Εἰς τὴν Ρώμην ὁ Μᾶρκος συνήντησε τὸν πνευματικόν του πατέρα, τὸν ἀπόστολον Πέτρον, τὸν ὁποῖον ἠκολούθη ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ηὖρε μαρτυρικὸν θάνατον εἰς Ἀλεξάνδρειαν τῆς Αἰγύπτου, ὅπου τὸν ἔσυραν μὲ ὁρμὴν οἱ εἰδωλολάτραι εἰς χώματα καὶ λίθους. Ἠγνόουν ὅμως ὅτι ἡ ψυχή του εἶχε ἀνέβει εἰς τοὺς οὐρανοὺς «Σύροντες γῆν Μᾶρκον οἱ μιαιφόνοι, πρὸς οὐρανοὺς πέμποντες αὐτὸν ἠγνόουν». Τὸ μαρτυρικὸν σῶμα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου ἐτάφη ὑπὸ τῶν Χριστιανῶν εἰς Ἀλεξάνδρειαν καὶ τὰ λείψανα μετεφέρθησαν ὑπὸ εὐσεβῶν ἐμπόρων εἰς Βενετίαν τὸ 828 μ.Χ.