1

ΟΙ ΚΑΙΣΑΡΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ

Ἡ ὀνομασία Καισάρεια σημαίνει «ἡ πόλη τοῦ Καίσαρα». Ἀρκετοί Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες οἱ ὁποῖοι -ἀπό τόν Γάϊο Ἰούλιο Καίσαρα- εἶχαν υἱοθετήσει τόν τίτλο τοῦ Καίσαρα ἔδιναν τό ὄνομα Καισάρεια, σέ διάφορες πόλεις καί τοποθεσίες τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Κάποιες ἀπό αὐτές τίς πόλεις ἀποτελοῦν σημαντικές τοποθεσίες γιά ἐμᾶς τούς Χριστιανούς.

Πολλοί νομίζουν ὅτι ὑπάρχει μία μόνον Καισάρεια. Ἡ γνωστή, ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο, Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὡστόσο, ἐκτός ἀπό αὐτή, ὑπῆρχαν καί στήν Ἁγία Γῆ ἄλλες δύο πόλεις μέ τήν ὀνομασία Καισάρεια, ἐξίσου σημαντικές.

Ἡ μία ἦταν ἡ Καισάρεια ἡ παράλιος, κτισμένη στό δυτικό ἄκρο τῆς πεδιάδας Σαρῶν, στά παράλια της Μεσογείου, μεταξύ τῆς Χάιφας καί τοῦ Τέλ Ἀβίβ. Καί ἡ ἄλλη, ἡ πιό ἐντυπωσιακή -γιά τήν ἀρχαιοελληνική παρουσία της στή Μέση Ἀνατολή- εἶναι ἡ Καισάρεια τοῦ Φιλίππου «μία ἑλληνική ἀρχαία πόλη στά ὑψίπεδα τοῦ Γκολάν».

Οἱ τρεῖς αὐτές πόλεις μέ τήν ὀνομασία Καισάρεια ἀντιστοιχοῦν σέ τρεῖς κορυφαίους σταθμούς τῆς Ὀρθοδοξίας μας, δηλαδή στή γέννηση, τή διάδοση καί τήν καρποφορία της.

Ἡ Καισάρεια τοῦ Φιλίππου συνδέεται μέ τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου μας, μέ τήν ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου γιά τόν Κύριο ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, καθώς καί μέ τήν αἱμορροοῦσα γυναίκα -τήν μετέπειτα Ἁγία Βερονίκη- καί τό ἄγαλμα τοῦ Κυρίου πού εἶχε τοποθετήσει στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ της καί τό ὁποῖο θαυματουργοῦσε.

Ἡ Καισάρεια ἡ παράλιος συνδέεται μέ τή διετῆ φυλάκιση τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου, καθώς καί μέ τήν μεταστροφή τῶν ἐθνῶν καί τήν ἔνταξή τους στήν Ἐκκλησία, ἀπό τόν Ἀπόστολο Πέτρο.

Τέλος, ἡ Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας συνδέεται μέ τούς μεγάλους θεοφόρους πατέρες καί ἰδιαιτέρως μέ τόν Μέγα Βασίλειο, τό καύχημα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας βρίσκεται στήν κεντρική Ἀνατολία τῆς Τουρκίας καί εἶναι χτισμένη στούς πρόποδες τοῦ ὄρους Ἀργαίου (τούρκ. Erciyes). Ἀρχικά ὀνομαζόταν Μάζακα (Mazaca), ἀργότερα -κατά τούς Ἀλεξανδρινούς χρόνους- ὀνομαζόταν Εὐσέβεια (Eusebeia) καί ὅταν οἱ Ρωμαῖοι κατέλαβαν τήν Καππαδοκία, τό 70 π.Χ., τῆς ἔδωσαν τό ὄνομα Καισάρεια (Caesareia), πρός τιμήν τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα. Ἡ πόλη ἀναφέρεται ἐπίσης καί ὡς Μάζακα-Καισάρεια (Mazaga-C?sarea).

Ὑπῆρξε σημαντικό στρατηγικό σημεῖο, λόγω τῆς γεωγραφικῆς της θέσης καί ἐξαιρετικό ἐμπορικό κέντρο, γιατί διασταυρώνονταν ἐκεῖ οἱ μεγάλοι ἐμπορικοί δρόμοι τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦσαν στή Μεσοποταμία καί τήν Ἀρμενία, στόν Βόσπορο καί στό Αἰγαῖο.

Ὁ πλήρης ἐξελληνισμός τῆς περιοχῆς, ἀπό τόν 1ο μ.Χ. αἰῶνα, βοήθησε τά μέγιστα στήν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀπό τόν 3ο ἕως τόν 5ο μ.Χ. αἰῶνα ἄκμασε ἡ θεολογική διανόηση. Ἡ Καισάρεια ἀναδείχθηκε (ἀπό τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο στή Χαλκηδόνα, τό 451 μ.Χ.) πρώτη μητρόπολη -σέ ἱεραρχία καί σέ κύρος- τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ μητρόπολη Καισαρείας εἶχε καθιερωθεῖ ὡς Πρωτόθρονος, δηλαδή πρώτη στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης της ἔφερε τόν τίτλο Ὑπέρτιμος τῶν ὑπερτίμων καί ἔξαρχος πάσης Ἀνατολῆς.

Οἱ Μητροπολίτες τῆς Καισαρείας πρωτοστατοῦσαν σέ κάθε πολιτική καί θρησκευτική κίνηση τῆς περιοχῆς, μέ συνέπεια ὅλη ἡ Καππαδοκία νά γίνει σύντομα κέντρο κάθε θρησκευτικῆς καί ἐκπαιδευτικῆς δράσης. Μέ τή δύναμη καί τήν ἐπιβολή πού εἶχαν, προήγαγαν τήν παιδεία καί τά γράμματα, καί δημιούργησαν πολλά εὐαγῆ ἱδρύματα.

Ἐδῶ στήν Καισάρεια, διακρίθηκαν οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Φιρμιλιανός, ὁ Λεόντιος καί ὁ Εὐσέβιος, ὁ Γρηγόριος ὁ Νεοκαισαρείας, ὁ Γρηγόριος ὁ Νανζιανζηνός, ὁ Γρηγόριος Νύσσης (ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου) καί ὁ Βασίλειος ὁ Μέγας (ὁ ὁποῖος -τό 370 μ.Χ.- διαδέχθηκε τόν Εὐσέβιο στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Καισαρείας).

Στά χρόνια τοῦ ὕστερου μεσαίωνα, καί μετά τίς τουρκικές κατακτήσεις, ἡ μητρόπολη Καισαρείας, ἄν καί πέφτει σέ παρακμή (ἰδιαίτερα ἀπό τόν 14ο μ.Χ. αἰῶνα), ἐν τούτοις ἐπιβιώνει, σέ ἀντίθεση μέ ἄλλες μητροπόλεις, οἱ ὁποῖες σταδιακά ἐξαφανίζονται. Παρότι ἀναφέρεται στήν πατριαρχική Notitia τοῦ 1500, πιθανῶς ἔπαυσε νά λειτουργεῖ κάποιο διάστημα κατά τόν 15ο μ.Χ. αἰῶνα.

Ἡ πολιτική ἀστάθεια καί οἱ καταστροφές πού ὑπέστη ἡ περιοχή κατά τόν 15ο μ.Χ. αἰῶνα, ἡ μή ἀναφορά ὀνομάτων μητροπολιτῶν γιά ἕνα μεγάλο διάστημα (ἀπό τά μέσα τοῦ 14ου μ.Χ. αἰῶνα ἕως τό δεύτερο ἥμισύ τοῦ 16ου μ.Χ. αἰῶνα), ἡ μή ἀναφορά τῆς μητρόπολης στά πατριαρχικά μπεράτια τοῦ 1483 καί τοῦ 1525 (τά ὁποῖα ἀφοροῦσαν τίς -ἐν ἐνεργείᾳ- μητροπόλεις τῆς ἐποχῆς τους), δικαιολογεῖ τήν ἄποψη ὅτι τότε ἡ μητρόπολη στήν οὐσία ἦταν ἀνενεργή –ἐνδεχομένως μέχρι τά τέλη τοῦ 16ου μ.Χ. αἰῶνα.

Σήμερα, ἡ Καισάρεια -τό Καϊσερί (Kayseri) ὅπως λέγεται στά τουρκικά- εἶναι μιά σύγχρονη, ἐκβιομηχανισμένη πόλη τῆς Τουρκίας.

Ἡ Καισάρεια ἡ παράλιος, βρισκόταν βορειοδυτικά τῆς Ἱερουσαλήμ καί στό μέσον τοῦ δρόμου μεταξύ τοῦ Τέλ Ἀβίβ (45 χλμ.=28 μίλια βόρεια ἀπό τό Τέλ Ἀβίβ) καί τῆς Χάϊφας (45 χλμ.=28 μίλια νότια ἀπό τήν Χάϊφα). Ἦταν μία ἐκπληκτική πόλη, μέ ἀπίστευτη χλιδή. Εἶχε ναούς, ἀνάκτορα, θέατρο, ἀμφιθέατρο, ὑδραγωγεῖο καί ἕνα τεράστιο λιμάνι. Τήν πόλη καί τό λιμάνι ἔχτισε, μεταξύ 25-10 π.Χ., ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας στή θέση Πύργος Στράτωνος (Ἰώσηπου Ἰουδ. Πόλ. Ά΄,7) καί τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Καισάρεια, πρός τιμήν τοῦ Καίσαρα Ὀκταβιανοῦ Αὔγουστου.

«Ὁ Ἡρώδης δέν ἔκανε καμία ἔκπτωση στά σχέδιά του γιά τίς ἐγκαταστάσεις τοῦ λιμανιοῦ -ἕνα μεγάλο μηχανολογικό ἐπίτευγμα τῆς ἐποχῆς- ὅπως καί γιά τήν πόλη, ἡ ὁποία περιελάμβανε παλάτια, ναούς, ἕνα θέατρο, ἀγορά, ἱππόδρομο καί συστήματα ὕδρευσης καί ἀποχέτευσης. Ὅταν ὁλοκληρώθηκε, 12 χρόνια ἀργότερα, μόνο ἡ Ἱερουσαλήμ ξεπερνοῦσε τή λαμπρότητα τῆς Καισάρειας. Ὁ πληθυσμός της, ἐπί ἐποχῆς Ἡρώδη ἦταν κατά 100.000 κατοίκους μεγαλύτερος ἀπό ἐκεῖνον τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἡ πόλη ἁπλωνόταν σέ ἔκταση πάνω ἀπό 164 ἑκτάρια» Caroline Haberfeld, Fodor’s Israel.

Ὁ ἱστορικός Φλάβιος Ἰώσηπος περιέγραψε μέ λαμπρότητα τό Ἠρώδειο λιμάνι τῆς Καισάρειας -τό μεγαλύτερο λιμάνι τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου- τό ὁποῖο ὀνομάστηκε Σεβαστός (ὁ λιμήν Σεβαστός, “Ant.” xvii. 5, § 1; “B. J.” i. 31, § 3), τό ἑλληνικό ὄνομα τοῦ αὐτοκράτορα Αὐγούστου (λατ. Augustus, ἐλλ. Σεβαστός). Καί τό συνέκρινε μέ ἕνα ἄλλο μεγάλο λιμάνι, τόν Πειραιά. «Τό λιμάνι ἦταν τόσο μεγάλο ὅσο ὁ Πειραιᾶς, τό λιμάνι τῆς Ἀθήνας, καί εἶχε ἕνα βαθύ κανάλι καί ἕνα διπλό σταθμό γιά τά πλοῖα» (“Ant.” l.c.).

Κατά τούς ρωμαϊκούς χρόνους (63 π.Χ. – 324 μ.Χ.), ἡ Καισάρεια ἦταν πρωτεύουσα τῆς ἐπαρχίας τῆς Παλαιστίνης, καί ἕδρα τοῦ ἑκάστοτε Ρωμαίου ἔπαρχου καί τῆς Ρωμαϊκῆς λεγεώνας. Στήν Καισάρεια κατοικοῦσαν ὁ Πόντιος Πιλάτος (Pontius Pilatus) -στό θέατρο τῆς Καισάρειας, βρέθηκε ἡ ἐπιγραφή TIBERIEUMPONTIUSPILATUSPRAEFECTUSIUDAEAE μέ τό ὄνομά του, ὁ Φίληκας (Clavdius Felix) καί ὁ Φῆστος (Porcius Festus).

Ἀπό τό 133 μ.Χ. καί μετά, ἡ Καισάρεια ἡ παράλιος (Caesarea Maritima) ἔγινε γνωστή -καί ἀναφερόταν ἀπό πολλούς- καί ὡς Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης (Caesarea Palaestina). Μετά τήν καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τόν Τίτο (Titus) -τό 70 μ.Χ.- πῆρε τά ἐκκλησιαστικά πρωτεῖα τῆς Παλαιστίνης, τά ὁποῖα καί κράτησε γιά περισσότερο ἀπό 500 χρόνια, μέχρι τό 451 μ.Χ. (ὅταν ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀναβάθμισε τήν Ἐπισκοπή τῆς Ἱερουσαλήμ σέ Πατριαρχεῖο).

Στίς ἀρχές τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνα, ὁ γνωστός θεολόγος καί ἱστορικός Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου (Eusebius Pamphili), ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε ὡς ἐπίσκοπος Καισαρείας, συνέγραψε ἐδῶ δύο πολύ σημαντικά ἔργα: τή μνημειώδη Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἡ ὁποία ἀναφερόταν στίς ἀπαρχές τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τό περίφημο Ὀνομαστικόν, τό ὁποῖο εἶναι μία πλήρης γεωγραφική-ἱστορική μελέτη τῆς Ἁγίας Γῆς.

Οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καί Παῦλος, καθώς καί ὁ Διάκονος καί Εὐαγγελιστής Φίλιππος εἶχαν ἄμεση σχέση μέ τήν Καισάρεια, ὅπως φαίνεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.

Ὁ Διάκονος Φίλιππος, τόν ὁποῖο δέν πρέπει νά συνδέουμε μέ τόν Ἀπόστολο Φίλιππο -το μαθητή τοῦ Κυρίου- ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἑπτά διακόνους (Στέφανος, Φίλιππος, Προχορός, Νικάνορας, Τίμωνας, Παρμενίωνας, Νικόλαος -ὅλοι εἶχαν ἑλληνικά ὀνόματα), καί ἦταν δεύτερος στή σειρά, μετά τό διάκονο Στέφανο (Πράξ. 6:5). Καταγόταν καί διέμενε στήν Καισάρεια. Ἦταν ἔγγαμος καί ἀπό τό γάμο του ἀπέκτησε τέσσερις θυγατέρες οἱ ὁποῖες ἦταν «παρθένοι καί προφητεύουσαι», δηλαδή ἦταν ἀφιερωμένες στό Θεό καί εἶχαν τό χάρισμα τῆς προφητείας -τή δυνατότητα νά προφητεύουν καί νά διδάσκουν τόν λαό (Πράξ. 21:9).

Ὁ Διάκονος καί Εὐαγγελιστής (Πράξ. 21:8) Φίλιππος ἦταν μία χαρισματική προσωπικότητα, μία ἰδιαίτερη παρουσία στήν Ἐκκλησία: μεγάλη δράση κηρύγματος, ἔντονη ἱεραποστολική φλόγα, δύναμη καί καλλιέπεια λόγου, ἐπιτέλεση θαυμάτων, καθοδήγηση ἀπό ἀγγέλους, ἵδρυση ἐκκλησιῶν. Κηρύττοντας τό Εὐαγγέλιο στούς ἐθνικούς (γιά αὐτόν τό λόγο ὀνομαζόταν καί Εὐαγγελιστής), ἦταν ὁ πρόδρομος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν Εὐαγγελισμό τῶν ἐθνικῶν. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 11 Ὀκτωβρίου.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔμεινε στό σπίτι τοῦ Φίλιππου κατά τό τρίτο ἱεραποστολικό του ταξίδι (Πράξ. 21:8). Τό σπίτι ὅπου διέμενε ὁ Φίλιππος μαζί μέ τίς κόρες του, σωζόταν στήν Καισάρεια ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Ἱερώνυμου (340-420 μ.Χ.). Ἐπίσης, στήν Καισάρεια μεταφέρθηκε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ -μέ συνοδεία ἰσχυρῆς φρουρᾶς- ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἔμεινε φυλακισμένος γιά δύο χρόνια (57-59 μ.Χ.), μέ ἐντολή ὅμως τοῦ Φήλικα, τοῦ Ρωμαίου Ἐπιτρόπου τῆς Ἰουδαίας, νά τοῦ παρασχεθεῖ ἡ ἄνεση καί ἡ ἄδεια νά μπορεῖ νά βλέπει τούς δικούς του ἀνθρώπους.

Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κατάλαβε πώς ὁ σκοπός τοῦ Ἐπιτρόπου τῆς Ἰουδαίας, Φήστου (πού εἶχε ἐν τῷ μεταξύ διαδεχθεῖ τόν Φήλικα) ἦταν νά τόν στείλει στήν Ἱερουσαλήμ νά δικαστεῖ -γιά νά ἱκανοποιήσει τούς Ἰουδαίους- ἐπικαλέσθηκε τό δικαίωμα τῆς ἐφέσεως -πού ἦταν δικαίωμα κάθε Ρωμαίου πολίτη- ὥστε νά δικασθεῖ στή Ρώμη (Πράξ. 25:11,21), γιά τήν ὁποία ἀναχώρησε τό φθινόπωρο τοῦ 59 μ.Χ. (Πράξ.27:1).

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἦρθε στήν Καισάρεια, ἀπό τήν Ἰόππη (30 μίλια μακριά) ὅπου βρισκόταν, μέ θεία ἐντολή (Πράξ. 9:43), γιά νά κατηχήσει καί νά βαπτίσει τό Ρωμαῖο ἑκατόνταρχο Κορνήλιο καί ὅλους τούς δικούς του (Πράξ.10:48). Ὁ ἑκατόνταρχος Κορνήλιος ἔμενε μέ τήν οἰκογένειά του στήν Καισάρεια καί ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶχε ὑποδείξει νά ζητήσει ἀπό τόν Ἀπόστολο Πέτρο νά συναντηθοῦν (Πράξ. 10:3-8).

Ὁ Κορνήλιος (ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς ὁ πρῶτος ἐθνικός ὁ ὁποῖος βαπτίστηκε καί ἔγινε Χριστιανός) μεταστράφηκε στό Χριστιανισμό καί ὁ ἱεραποστολικός του ζῆλος ἀπέφερε πλούσιους καρπούς. Δίδαξε στή Φοινίκη, τήν Κύπρο, τήν Ἀντιόχεια καί τήν Ἔφεσο, καί πολλοί ἦταν οἱ εἰδωλολάτρες πού πίστεψαν στό Εὐαγγέλιο. Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Σκήψης τῆς Μυσίας.

Στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης σπούδασε καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός. Ξεκίνησε τίς σπουδές του στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, τίς συνέχισε στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καί, στή συνέχεια, τίς ὁλοκλήρωσε στήν Ἀντιόχεια, τήν Ἀλεξάνδρεια καί τήν Ἀθήνα.

Στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης ἐπίσης, γεννήθηκαν, ἔδρασαν, πέρασαν ἤ μαρτύρησαν πολλοί ἅγιοι, ὅπως οἱ Ἅγιοι Ὀκτώ Μάρτυρες οἱ ἐν Καισαρείᾳ τῆς Παλαιστίνης (305 μ.Χ.) -24 Μαρτίου ἡ μνήμη τους, ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός -13 Φεβρουαρίου, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης -24 Ἰανουαρίου, ὁ Ἅγιος Ρωμανός -18 Νοεμβρίου, ὁ ὁποῖος ἦταν διάκονος τῆς ἐκκλησίας τῆς Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης καί μαρτύρησε στήν Ἀντιόχεια τό 298 μ.Χ. ἐπί Διοκλητιανού. Ἐπίσης οἱ Ἅγιες Πέντε Παρθένες Γυναῖκες, καί πλῆθος ἀκόμα ἁγίων καί μαρτύρων.

Ὁ Ὠριγένης (Ὠριγένης Ἀδαμάντιος), ὁ πολυγραφότατος θεολόγος τῆς πρώτης Χριστιανικῆς ἐκκλησίας, ἱδρυτής καί πατέρας τῆς Θεολογικῆς ἐπιστήμης, φεύγοντας ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια, ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στήν Καισάρεια -τό 231 μ.Χ.- καί πέθανε ἐκεῖ (κατά ἄλλους πέθανε στήν Τύρο). Εἶχε ἱδρύσει θαυμαστή σχολή πολλῶν ἐπιστημῶν, ἡ ὁποία λειτούργησε γιά 17 χρόνια (μέχρι τό διωγμό τοῦ Δέκιου τό 249/250 μ.Χ., ὅπου ὁ Ὠριγένης συνελήφθη, φυλακίστηκε, βασανίστηκε πολύ σκληρά, ἀλλά τελικά ἀφέθηκε ἐλεύθερος).

Τό διάστημα πού ἔμεινε στήν Καισάρεια, ὁ Ὠριγένης ἔγραψε τό Περί Προσευχῆς, τό Περί Μαρτυρίου καί τό Κατά Κέλσου, τό ὁποῖο θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἡ ἐγκυρότερη καί ἡ πληρέστερη ὑπεράσπιση τοῦ Χριστιανισμοῦ, γραμμένο μέ ἀριστοτεχνική ἐπιχειρηματολογία καί διαλεκτική δύναμη. Σύμφωνα μέ τόν τότε μαθητή τοῦ Γρηγόριο Νεοκαισαρείας, ὁ Ὠριγένης δίδασκε στή νέα σχολή του φυσιολογία, γεωμετρία, ἀστρονομία, ἠθική, φιλοσοφία καί θεολογία. Μεταξύ τῶν μαθητῶν του ἦταν ἐπίσκοποι, ὁ Φιρμιλιανός -τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, ὁ Θεοκτιστός -τῆς Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, ὁ Ἀλέξανδρος –τῶν Ἱεροσολύμων κ.ἄ., καθώς καί πάρα πολλοί κληρικοί. Σύμφωνα μέ τό μοναχό Βικέντιο, ἐκ Λειρίνου (5ος μ.Χ. αἰῶνας) «…ἀναρίθμητοι ἐκ τῆς σχολῆς αὐτοῦ ἐξῆλθον διδάσκαλοι, ἀναρίθμητοι ἱερεῖς, ὁμολογηταί καί μάρτυρες…».

Σήμερα, ἡ Καισάρεια ἡ παράλιος θεωρεῖται ἕνας ἀπό τούς πιό σπουδαίους ἀρχαιολογικούς χώρους τοῦ Ἰσραήλ. Τά περισσότερα ἀξιοθέατα βρίσκονται μέσα στό Ἐθνικό Πάρκο τῆς Καισάρειας. Στίς ἀρχαιολογικές ἀνασκαφές πού ἔγιναν μεταξύ τοῦ 1950 καί 1960 (ἀλλά καί παλαιότερα) ἔχουν βρεθεῖ τά ἐρείπια ἑνός τεράστιου ρωμαϊκοῦ θεάτρου (χωρητικότητας 4000 θεατῶν), τά ἐρείπια ἑνός ἀπό τούς μεγαλύτερους ἱπποδρόμους τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἑνός ἐξαιρετικοῦ ρωμαϊκοῦ ὑδραγωγείου (μήκους 17 χλμ) πού μετέφερε τό νερό ἀπό τούς πρόποδες τοῦ Καρμήλιου ὄρους καί ἄλλα πολλά ἐνδιαφέροντα εὐρήματα.

Δίπλα στά ἐρείπια τῆς ἀρχαίας πόλης Καισάρειας βρίσκεται ἡ σύγχρονη ἰσραηλινή πόλη Κεσαρίγια (Qesarya).

Ἡ Καισάρεια τοῦ Φιλίππου βρισκόταν στό βορειοτερο ἄκρο τῆς Ἁγίας Γῆς, στήν περιοχή τῆς Ἰτουρίας. Ἦταν κτισμένη στούς πρόποδες τοῦ ὄρους Ἐρμῶν. Σέ μία τεράστια φυσική σπηλιά πού ὑπῆρχε ἐκεῖ, μέσα ἀπό τήν ὁποία ἀναβλύζει μία ἀπό τίς μεγαλύτερες πηγές τοῦ Ἰορδάνη, λατρευόταν -κατά τούς ἑλληνιστικούς καί ρωμαϊκούς χρόνους- ὁ θεός Πάνας (=θεότητα τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας, μέ δύο κέρατα κατσικιοῦ στό κεφάλι, μυτερά αὐτιά, γενειοφόρος καί τραγοπόδαρος, πού ἡ παρουσία του προκαλοῦσε τρόμο, ἐξ οὗ καί ἡ λέξη πανικός). Στόν Πάνα ὀφειλόταν ἡ ἀρχική ὀνομασία τῆς πόλης (Πανεάς ἤ Πανειάς ἤ Πανιᾶς), ἀλλά καί ἡ σύγχρονη ὀνομασία της (Βαναία, Μπάνιας-Banias-Baniyas).

Ἡ πόλη, χτισμένη σέ ἀπόσταση 25 μιλίων (=40 χλμ.) ἀπό τή λίμνη Τιβεριάδα (λίμνη Γεννησαρέτ ἤ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας), ἀπέχει περίπου 150 μίλια (= 240 χλμ.) –βόρεια- ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ, 50 μίλια (= 80 χλμ) ἀπό τή Δαμασκό καί 30 μίλια (= 48 χλμ.) –ανατολικά- ἀπό τήν Τύρο καί τήν Μεσόγειο θάλασσα.

Οἱ συστηματικές ἀνασκαφές στήν Καισάρεια (Πανειάδα) ἄρχισαν τό 1988, ὑπό τήν αἰγίδα τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας τοῦ Ἰσραήλ (στήν ὁποία προΐσταται ἕνας Ἕλληνας ἀρχαιολόγος, ὁ Β. Τζαφέρης). Ἀπό τό 1990 συμμετεῖχε στίς ἀνασκαφικές ἔρευνες (μαζί μέ ἀμερικανικά πανεπιστήμια καί κολέγια) καί ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (ἡ ἀνασκαφή αὐτή εἶναι μία ἀπό τίς ἐλάχιστες ἔρευνες, στίς ὁποῖες ἔχει συμμετάσχει ἑλληνικός φορέας). Ὑπεύθυνος τοῦ προγράμματος ἦταν ὁ καθηγητής Ἠλίας Οἰκονόμου καί ὑπεύθυνος τῆς ἀποστολῆς στό Ἰσραήλ ὁ καθηγητής Νικόλαος Ὀλυμπίου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει γιά τήν Καισάρεια: «Πρόκειται γιά μία ἑλληνική πόλη, ἡ ὁποία εἶχε τόν ἀντίστοιχο σχεδιασμό πού εἶχαν οἱ ἑλληνικές πόλεις, μέ ὅλα τα κοινωνικά, λατρευτικά καί πολιτιστικά ἱδρύματά τους, ὅπως γυμνάσια, θέατρα, νυμφαία καί ἀγορά. Οἱ κάτοικοι τῆς Πανειάδας – Καισάρειας τοῦ Φιλίππου ἦταν Ἕλληνες ἤ ἑλληνόφωνοι Ἰτουραῖοι καί Φοίνικες».

Ὁ Τετράρχης τῆς Ἰουδαίας, Φίλιππος -γιός τοῦ Ἡρώδη τοῦ Μεγάλου- ἀνοικοδόμησε τό 3 π.Χ. τήν Πανειάδα, τήν κόσμησε μέ ἔργα τέχνης καί τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Καισάρεια πρός τιμήν τοῦ Καίσαρα Τιβέριου. Γιά νά ξεχωρίζει ὅμως ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης πού εἶχε κτίσει ὁ πατέρας τοῦ –ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας, τήν ὀνόμασε Καισάρεια τοῦ Φιλίππου. Τό 37 μ.Χ., ὁ αὐτοκράτορας Καλιγούλας τήν πρόσφερε στόν Ἡρώδη Ἀγρίππα (Πράξ.12:1, 19-23), γιό τοῦ Ἀριστόβουλου καί ἐγγονό τοῦ Ἡρώδη τοῦ Μεγάλου, ἀπό τή Μαριάμνη.

Ὁ Ἡρώδης Ἀγρίππας ὁ Β΄, ὁ ὁποῖος (μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του) ἀνακηρύχθηκε τό 48 μ.Χ. βασιλιάς τῆς Ἰουδαίας (σέ ἡλικία 19 μόνον ἐτῶν), μετονόμασε τήν πρωτεύουσά του, ἀπό Καισάρεια σέ Νερωνιάδα (Neronias) -τό 53 μ.Χ., πρός τιμήν τοῦ Αὐτοκράτορα Νέρωνα. Μετά ἀπό τήν αὐτοκτονία τοῦ Νέρωνα, ἡ ὀνομασία αὐτή ἐγκαταλείφθηκε, ὄχι ὅμως γιά τήν προηγούμενη ὀνομασία -Καισάρεια Φιλίππου, ἀλλά γιά τήν πρότερη ὀνομασία -Πανεάς. Ὁ Ἡρώδης Ἀγρίππας ὁ Β΄, ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Συναντήθηκε μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, ὅπου ὡς φιλοξενούμενος τοῦ Φήστου ἄκουσε τήν ἀπολογία τοῦ Παύλου (Πράξ.25:13 & 26:1-23) καί -ἀστειευόμενος- τόν κατηγόρησε ὅτι προσπάθησε νά τόν κάνει Χριστιανό (Πράξ.26:28).

Ἡ Καισάρεια τοῦ Φιλίππου εἶναι ἡ μοναδική ἀρχαία ἑλληνική πόλη, τήν ὁποία ἐπισκέφθηκε καί στήν ὁποία δίδαξε ὁ Κύριός μας. Οἱ σχετικές διηγήσεις ἀναφέρονται στά Εὐαγγελικά κείμενα τοῦ Ματθαίου, τοῦ Μάρκου καί τοῦ Λουκᾶ. Ἦταν τό βορειοτερο ὅριο τῶν περιοδειῶν τοῦ Ἰησοῦ. Ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς ρώτησε τούς μαθητές Του:

«Τίνα μέ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόν Υἱόν τοῦ Ἀνθρώπου;» Καί ὁ Πέτρος Τοῦ ἀπάντησε: «Ἐσύ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ» (Ματθ. ἰστ΄, 13 Μάρκ. η΄, 29 Λουκ. θ΄,18).

Ἀπό τήν Καισάρεια καταγόταν ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα, πού -κατά τήν παράδοση- ὀνομαζόταν Βερονίκη καί ἡ ὁποία θεραπεύτηκε ἀπό τόν Κύριο, στήν περιοχή τῆς Καπερναούμ (Ματθ.θ’, 20-22 Μάρκ.ε’ 25-34 Λουκ.η’ 43-49). Ἡ θεραπευμένη γυναίκα ὅταν ἐπέστρεψε στήν πατρίδα της, τήν Καισάρεια, ἔστησε -χάριν εὐγνωμοσύνης- στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ της ἕνα χάλκινο ἀδριάντα, ὁ ὁποῖος παρίστανε τό Χριστό καί τήν ἰδία γονυπετοῦσα. Αὐτή ἡ παράσταση -ἡ ἀρχαιότερη τοῦ Χριστοῦ- θαυματουργοῦσε (ἀναφερόταν ὅτι στή βάση τοῦ ἀνδριάντα, φύτρωσε ἕνα βότανο πού θεράπευε διάφορες ἀσθένειες) καί πολύ σύντομα ἔγινε χριστιανικό προσκύνημα. Πολλοί εἶδαν καί περιέγραψαν τόν ἀνδριάντα αὐτόν, μεταξύ ἄλλων καί ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος (Eusebius, “Hist. Eccl.” vii. 18). Τόν 4ο μ.Χ. αἰῶνα, τό ἀνάγλυφο αὐτό τοῦ Χριστοῦ τοποθετήθηκε μέσα σέ βασιλική, ἡ ὁποία κτίστηκε γιά τό σκοπό αὐτό κοντά στήν πηγή. Τά ἐρείπια τῆς βασιλικῆς ἦρθαν στό φῶς μέ τίς ἀνασκαφές τῶν τελευταίων ἐτῶν.

Ἡ Καισάρεια ἡ παράλιος καί ἡ Καισάρεια τοῦ Φιλίππου στήν Παλαιστίνη, ἀλλά καί ἡ ἄλλη Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἀποτέλεσαν θαυμαστά κέντρα πνευματικῆς δραστηριότητας καί ἤκμασε σέ αὐτά ἡ θεολογική διανόηση. Σήμερα, ἀποτελοῦν γιά ἐμᾶς μέρος ἀπό τίς ἀλησμόνητες πατρίδες καί τούς ἱερούς χώρους τοῦ γένους μας. Εἶναι Ἅγιοι χῶροι, εὐλογημένοι. Ἅγιοι τόποι, οἱ ὁποῖοι συνέβαλαν τά μέγιστα στόν πολιτισμό, στήν θεολογία καί τήν πίστη. Ὑπῆρξαν -γεωγραφικά, ἱστορικά καί πνευματικά ὁρόσημα- σταθμοί καί σημάδια πολύτιμα πάνω στή σφαίρα τῆς γῆς, ἅγια μετερίζια, μέσω τῶν ὁποίων ἔφτασαν ἕως τίς ἡμέρες μας -ἀνέπαφα καί ἀνέγγιχτα- τα ἱερά καί τά ὅσια τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς Ρωμηοσύνης.

Συγγραφεύς: Ἀρχιμανδρίτης Ἰγνάτιος, Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ποιμένων, Βηθλεέμ

ngg_shortcode_0_placeholder