1

“ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΠΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ’ ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΗΣ κ. ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΥ, ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ

Οἱ Ἅγιοι Τόποι μέ κέντρο τήν Ἱερουσαλήμ ἀποτελοῦν ἐδῶ καί αἰῶνες τό σημεῖο ἀναφορᾶς, τόν πόλο ἕλξεως, τόν τόπο συναντήσεως πολλῶν γενεῶν διαφόρων λαῶν καί θρησκειῶν. Ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἔζησαν τή ζωή τους μέ τή δύναμη, πού ἄντλησαν ἀπό τήν ἐπίσκεψη στήν Ἱερουσαλήμ ἤ ἀπό τό ὄνειρο τῆς ἐπίσκεψης σ᾿ αὐτήν, ἔστω κι ἄν αὐτή δέν πραγματοποιήθηκε. Τή νοσταλγία τῆς κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς γιά τά Ἱεροσόλυμα ἐκφράζει καλλίτερα ἀπό κάθε ἄλλο κείμενο ὁ ψαλμός τοῦ Δαβίδ, “ἐάν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου.” (137, 5-6).

Τί εἶναι ἄραγες ἐκεῖνο, πού προκαλεῖ τή γοητεία καί τή νοσταλγία γιά τήν Ἱερουσαλήμ; Τί εἶναι ἐκεῖνο πού ἑλκύει τούς πολυάριθμους προσκυνητές, παρά τό ὅτι ἀκούγονται σ᾿ αὐτή καί φόνοι καί μάχες καί κλοπές καί μοιχεῖες, ὅπως ἔχει πεῖ κι ὅ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης τόν 4 μ.Χ. αἰ. στό ἔργο του “Περί τῶν ἀπιόντων εἰς Ἱεροσόλυμα” κι ὅπως ἐμεῖς σήμερα γινόμαστε μάρτυρες;

Σύμφωνα μέ τό βλέμμα ἑνός χριστιανοῦ κι εἰδικά ὀρθοδόξου ἐκεῖνο πού προκαλεῖ τήν ἕλξη εἶναι ὅτι ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καί παρανομίες ἡ Ἱερουσαλήμ κι οἱ ἄλλοι Ἅγιοι Τόποι εἶναι ἅγιοι, γιατί σ᾿ αὐτούς ἔλαβαν χώρα θεῖα γεγονότα κινούμενα ἀπό τό Θεό γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Στούς Ἁγίους Τόπους γράφτηκε ἀπό τό Θεό ἡ Ἱερά ἱστορία. Ἡ ἱστορία, πού εἶχε ὡς σκοπό τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Στήν Ἱερουσαλήμ ὁ βασιλιάς Σολομών ἔκτισε τό Ναό τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτό λάτρευσαν τόν ἕνα Θεό γιά μία χιλιετία οἱ Ἰουδαῖοι. Σ᾿ αὐτόν κήρυξαν οἱ προφῆτες καί προετοίμασαν τό λαό τοῦ Θεοῦ γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Χριστοῦ. Στό ναό αὐτό κήρυξαν καί προσευχήθηκαν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός κι οἱ ἀπόστολοι.

Στήν Ἱερουσαλήμ τέλεσε τό Μυστικό Δεῖπνο κι ἱερούργησε τή Νέα Διαθήκη μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρωπότητας, σταυρώθηκε κι ἀναστήθηκε ὁ ἱδρυτής τῆς χριστιανικῆς θρησκείας κι ἐκκλησίας. Ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στάλθηκαν οἱ ἀπόστολοι “νά κηρύξουν τό εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει”(Μάρκ.16,15). Στήν Ἱερουσαλήμ προετράπησαν νά παραμείνουν μέχρις νά ἐνδυθοῦν δύναμιν ἐξ ὕψους. (Λουκ. 24, 49). Στήν Ἱερουσαλήμ κατῆλθε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. 2), γενέθλια ἡμέρα τῆς ἐκκλησίας κι ἀπαρχή τῆς ἐξόδου της πρός τόν κόσμο. Στήν Ἱερουσαλήμ σχηματίστηκε ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα καί βιώθηκε ἔμπρακτα ἡ ἀγάπη κι ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν ἀγαθῶν. Στήν Ἱερουσαλήμ συγκλήθηκε ὑπό τόν πρῶτο ἐπίσκοπό της Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο τό 49 μ.Χ. ἡ πρώτη Ἀποστολική Σύνοδος, πού ἀποτέλεσε τό πρότυπο συγκλήσεως ὅλων τῶν τοπικῶν καί οἰκουμενικῶν συνόδων τῆς ἐκκλησίας.

Τά γεγονότα αὐτά σημάδεψαν μιά γιά πάντα τήν Ἱερουσαλήμ στή χριστιανική συνείδηση καί τήν ἀνέδειξαν σέ μητέρα, μητρόπολη τοῦ χριστιανισμοῦ.

Ἐφόσον τά γεγονότα αὐτά εἶναι ἅγια, ἑπόμενο εἶναι νά θεωροῦνται ἅγιοι κι οἱ τόποι, στούς ὁποίους αὐτά ἔλαβαν χώρα, γιατί ἔγιναν δεκτικοί τῆς ἐνεργείας ἤ τῆς ἐμφανείας τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο εἶναι σύμφωνο μέ τή Βίβλο κατά τό, “Μωϋσῆ, Μωϋσῆ, λῦσαι τό ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου, ὁ γάρ τόπος ἐν ᾦ σύ ἔστηκας, γῆ ἁγία ἐστί” (Ἐξ. 3, 6).

Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἡ ἐκκλησία ἐλευθερώθηκε ἀπό τή βία τῶν διωγμῶν καί βγῆκε ἀπό τά ὑπόγεια στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, θέλησε νά διατηρήσει στή μνήμη της τούς τόπους αὐτούς ὡς τό περιέχον, τό γεωγραφικό περιβάλλον τῶν θείων καί σωτηριωδῶν γεγονότων. Γιά τή διατήρησή τους ἀνήγειρε ναούς, μεγαλοπρεπεῖς, ὅπως τό Ναό τῆς Ἀναστάσεως, τόν πρῶτο μεγάλο ἱστορικό ναό τῆς χριστιανοσύνης, πού οἰκοδόμησε ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀπό τό 326-336 στόν τόπο τῆς σταυρώσεως καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ οἰκοδομική αὐτή δραστηριότητα ἐπεκτάθηκε στή Βηθλεέμ, τό Χωρίο τῶν Ποιμένων, τή Ναζαρέτ, τή Τιβεριάδα καί σ᾿ ἄλλους τόπους, πού συνδέονταν μέ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό τά συγκεκριμένα θεῖα καί ἱστορικά γεγονότα βιώνονταν στόν τόπο, στόν ὁποῖο ἅπαξ συνέβηκαν, καθιστάμενα ζωηρότερα στή συνείδηση τῶν πιστῶν. Μέ τήν ἀνέγερση ναοῦ ὁ χῶρος καθίστατο λειτουργικός, προσκύνημα, τόπος λατρείας. Ἔπαυε νά εἶναι ἕνας φυσικός τόπος ἤ ἀρχαιολογικός χῶρος. Οἱ πιστοί ἁγιάζονταν ἀπό τήν ἁγιότητα τῶν τόπων ἀλλά κι ἀπό τήν ἁγιαστική δύναμη κι ἐνέργεια τῶν τελουμένων μυστηρίων καί τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν πράξεων.

Ἀπό μία τέτοια ἀντίληψη γιά τούς ἁγίους τόπους, σύμφωνα δηλαδή μέ τήν ὁποία αὐτοί εἶναι ἅγιοι καί μέσα σ᾿ αὐτούς οἱ πιστοί μετέχουν σέ ἁγιαστικά γεγονότα, ξεπροβάλλει τό αἴτημα τῆς ἐπισκέψεως σ᾿ αὐτούς, γιά τή θέαση, τή θεωρία, τήν προσκύνηση τῶν θείων πράξεων, τή μετοχή σ᾿ αὐτές καί τόν ἁγιασμό. Γι᾿ αὐτό ἀπό τόν 4ο μ.Χ. αἰ. κι ἔπειτα παρατηρεῖται ἀθρόα ἡ προσέλευση προσκυνητῶν στούς Ἁγίους Τόπους. Τό ἐνδιαφέρον τῶν πιστῶν δέν περιορίζεται μόνο στούς τόπους, στούς ὁποίους ἔχουν συμβεῖ σωτήρια γεγονότα, ἀλλ᾿ ἐπεκτείνεται καί πρός τά μοναστήρια τῆς ἐρήμου γιά τή συνάντηση ἁγίων ἀνδρῶν καί τήν ἐξαίτηση τῶν προσευχῶν του καί τῶν συμβουλῶν τους. Ἡ προσκύνηση αὐτή τῶν ἁγίων τόπων γιά ἕνα ὀρθόδοξο χριστιανό συνιστᾶται ὡς ἐνισχυτική, βοηθητική  κι ἐμπεδωτική τῆς πίστεως, ὄχι ὅμως κι ὡς ἕνας ἀπό τούς ὅρους γιά τή σωτηρία, ὅπως θεωρήθηκε ἀργότερα στό Ρωμαιοκαθολικισμό οὔτε πάλι ὡς ἀπορριπτέα, ὅπως στόν Προτεσταντισμό.

Χαρακτηριστικά πατερικά κείμενα, πού ἀπηχοῦν τή συνείδηση τῆς ἐκκλησίας γιά τούς ἁγίους τόπους ἀποτελοῦν τά κάτωθι ἀποσπάσματα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων στίς Κατηχήσεις του οἱ ἅγιοι τόποι εἶναι οἱ μάρτυρες τῆς ἱστορικότητας τῶν θείων γεγονότων: “Μαρτυρεῖ ὁ μακάριος τῆς φάτνης τόπος….. Μαρτυρεῖ ὁ Ἰορδάνης ἐν ποταμοῖς…… Μαρτυρεῖ θάλασσα Τιβεριάδος ἐν θαλάσσαις…… Τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν μαρτυρεῖ το Ἅγιον” ( Ἁγ. Κυρίλλ. Ἱεροσ., Κατηχ. Φωτιζ. Ί, 19).

Παρόμοια στούς “ἐν Ἱεροσολύμοις τόπους” βλέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τά “σύμβολα τῆς διά σαρκός ἐπιδημίας τοῦ Κυρίου (Περί τῶν ἀπιόντων εἰς Ἱεροσόλυμα, Ἔκδ. Jaeger, VIΙ, Ι, ΙΙ, σ. 14, στ. 12), βλέπει “τά γνωρίσματα καί τά ὑπομνήματα τῆς τοῦ δεσπότου ὑπέρ ἡμῶν φιλανθρωπίας” (Ταῖς κοσμιωτάταις, ἔκδ. Jaeger, τόμ. VIΙ, ΙΙ, σ. 20, στ. 1 καί στ. 22-23). Ἡ χαρά του ἐκ τούτου εἶναι μεγάλη. Ἀκόμη ὅμως μεγαλύτερη εἶναι ἡ χαρά του, ὅταν βλέπει “ἐναργῆ τά σημεῖα” τῶν ἁγίων τόπων στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, γιατί πιστεύει ὅτι “ ἡ Βηθλεέμ, ὁ Γολγοθᾶς, ὁ Ἐλαιών, ἡ Ἀνάστασις εἶναι ἀληθῶς ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ τόν Θεόν ἔχοντος.” (Ἔνθ. ἀνωτ., στ. 8-9). Ἡ γεωγραφική θέση καί γλωσσική σημασία καί γνώση τῶν ἁγίων τόπων χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ὡς βάθρο γιά τή μετάβαση στήν πνευματική-ἀλληγορική ἑρμηνεία τους. Ἔτσι π.χ. στήν Ζ́ ὁμιλία του στόν Ἐκκλησιαστή μᾶς πληροφορεῖ γιά τό Ὄρος Σιών ὅτι εἶναι “ὄρος τῆς τῶν Ἱεροσολύμων Ἄκρας ὑπερφαινόμενον”( Ἔκδ. Jaeger, τόμ. Φ, σ. 398, στ. 12-13 ), τό ὁποῖο μᾶς “προτρέπει νά φθάσωμεν εἰς τήν ἀκρόπολιν τῶν ἀρετῶν, ἥν τῷ ὀνόματι Σιών παραδηλοῖ δι᾿ αἰνίγματος”(ἔνθ. ἀνωτ., στ. 14-16). Πάλι τά ὄρη Βαιθήλ, πού σημαίνουν στήν Ἑβραϊκή διάλεκτο τόν οἶκο Θεοῦ, δηλώνουν κατά τόν αὐτό πατέρα “τόν ὑψηλόν καί οὐράνιον βίον” (Λόγ. έ, ἔκδ. Jaeger, τόμ. VI, σ. 143, στ. 13-16). Οἱ δύο πηγές τοῦ Ἰορδάνη Σενίρ καί Ἑρμών “ὑποφαίνουν τό μυστήριο τῆς ἀναγεννήσεως, ἐπειδή τό ἐκ τῶν πηγῶν τούτων ρεῖθρον ἀρχή γέγονε τῆς πρός τό θεῖον ἡμῶν μεταποιήσεως.” (Λόγ. ζ́, Jaeger, τόμ.VI, σ. 250, στ. 10).

Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τό Δαμασκηνό οἱ ἅγιοι τόποι θεωροῦνται καί τόποι Θεοῦ, ἐπειδή σ᾿ αὐτούς “ἔκδηλος ἡμῖν γέγονε ἡ αὐτοῦ ἐνέργεια εἴτε διά σαρκός εἴτε ἄνευ σώματος.” (Ἔκδ. Ὀρθοδ. πίστεως, 13, 24-26).

Ἐφόσον οἱ Ἅγιοι Τόποι ἔχουν αὐτή τή θεολογική σημασία στή συνείδηση τῆς ἐκκλησίας, ἦταν ἑπόμενο νά ἐγερθεῖ τό θέμα τῆς φυλακῆς τους, τῆς διαφυλάξεώς τους καί γιά τό λόγο τοῦτο ἱδρύθηκε στήν Ἱερουσαλήμ ἕνα ἀπό τά πρῶτα μοναχικά τάγματα τῆς χριστιανοσύνης, τό τάγμα στό ὁποῖο ἀνήκει κι ὁ ὁμιλῶν, τό τάγμα τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Τάφου, τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας, ἀπό τά μέσα τοῦ 4ου μ.Χ. αἰ. μέχρι σήμερα. Τό τάγμα τοῦτο ὑπαγόμενο στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἔχει τήν εὐθύνη τῆς διαφυλάξεως τῶν ἁγίων τόπων καί τῆς ὑποδοχῆς καί τῆς ξεναγήσεως τῶν προσκυνητῶν σ᾿ αὐτούς. Χάριν τῶν ἁγίων τόπων κι ἡ ἐκκλησία Ἱεροσολύμων ἀνυψώθηκε σέ Πατριαρχεῖο ἀπό τήν 4η Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος τό 451 μ.Χ. μέ πρῶτο Πατριάρχη τόν ἅγιο Ἰουβενάλιο καί 140ο τό νεοκλεγέντα Πατριάρχη Εἰρηναῖο. Τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων εἶναι ἡ πρώτη χριστιανική ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ Μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἔχει τή δικαιοδοσία της στούς Ἁγίους Τόπους. Ἐπεκτείνεται, ζεῖ καί δρᾶ στούς τόπους, στούς ὁποίους ἔζησαν κι ἔδρασαν ὁ Κύριος κι οἱ ἀπόστολοι. Οἱ Τόποι αὐτοί εἶναι οἱ τρεῖς Παλαιστίνες, ἡ ά, β́ καί γ́, οἱ περιοχές δηλαδή τῆς Ἰουδαίας, Σαμαρείας καί Γαλιλαίας ἤ μέ τά σημερινά δεδομένα οἱ περιοχές τοῦ Ἰσραήλ καί τῆς Ἰορδανίας. Οἱ περιοχές αὐτές ἐκχωρήθηκαν στήν ἐκκλησία Ἱεροσολύμων μέ τήν ἀπόφαση τῆς Δ́ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 451. Τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἐπιβλέπει, διοικεῖ, ἐπιστατεῖ καί συντηρεῖ τούς ἁγίους τόπους εἰδικά μέσω τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας.

Τό ἔργο τῆς διαφυλάξεως τῶν Ἁγίων Τόπων ἔχει καταστεῖ συχνά διά μέσου τῶν αἰώνων ἐξαιρετικά ἐπίπονο, λόγω τῶν ἐπιβουλῶν ἐκ μέρους τῶν ἄλλων χριστιανικῶν δογμάτων γιά καταπάτηση κι ἁρπαγή τῶν δικαιωμάτων τῶν ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ φυσικοί καί νόμιμοι κάτοχοι τῶν Ἁγίων Τόπων. Πολλοί ἁγιοταφίτες ἐκδαπανήθηκαν κι ἐκδαπάνησαν στόν ἀγώνα αὐτό τῆς διαφυλάξεως τῶν προσκυνημάτων ὡς ὀρθοδόξων.

Στό ἔργο του αὐτό τό Πατριαρχεῖο εἶχε ἀνέκαθεν ἀρωγό τό γένος μας. Τό γένος τῶν ὀρθοδόξων Ρωμαίων τροφοδοτεῖ τήν Ἁγιοταφιτική Ἀδελφότητα μέ ἄγαμους κληρικούς. Ἀρκετοί ἀπ᾿ αὐτούς ἦταν καί εἶναι Κύπριοι καί μάλιστα λόγιοι, καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Σταυροῦ. Ἕνας ἀπ αὐτούς ἦταν ὁ Νεόφυτος ὁ Κύπριος, λόγιος κληρικός τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως τῶν ἀρχῶν τοῦ αἰώνα μας μέ ἀξιόλογο συγγραφικό προσκυνηματικό ἔργο. Οἱ Κύπριοι ἁγιοταφίτες κληρικοί διακρίθηκαν στό ἀνακαινιστικό ἔργο, ὅπως ὁ μακαριστός Τιβεριάδος Γρηγόριος καί ὁ νῦν Ἀσκάλωνος Ἀρκάδιος. Ὁ Κύπριος ἱερομόναχος Φιλούμενος ἔδωσε καί τή ζωή του στό Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ.

Πέρα ἀπό τό ἔμψυχο ὑλικό σημαντική εἶναι κι ἡ ὑλική βοήθεια, πού λαμβάνουν τό Πατριαρχεῖο, τά Προσκυνήματα κι οἱ Μονές ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τήν Κύπρο. Τοῦτο γίνεται μέσω τῶν κρατικῶν ὀργανισμῶν εἴτε ἀπό τήν Ἑλλαδική καί τήν Κυπριακή Ἐκκλησία. Οἱ προσκυνητές ἐπίσης φθάνοντας στούς Ἁγίους Τόπους στηρίζουν τό Πατριαρχεῖο στή συντήρηση τῶν προσκυνημάτων εἴτε μέ τίς δωρεές τους σ᾿ ἐκκλησιαστικά εἴδη εἴτε μέ τόν ὀβολό τους εἴτε μέ τρόφιμα ε·τε μέ τήν ἀφιέρωση περιουσιῶν. Οἱ ἀφιερώσεις περιουσιῶν γίνονταν κυρίως μέσω τῶν Ἐξαρχιῶν τοῦ Παναγίου Τάφου σέ πολλές χῶρες τῆς ὀρθόδοξης ἐπικράτειας. Στό ἔργο αὐτό τοῦ Πατριαρχείου συμβάλλουν σύλλογοι, ὅπως ὁ δικός σας, σκοπός τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ ἐνημέρωση τοῦ λαοῦ γιά τά προσκυνήματα, ἡ διέγερση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά ἐπίσκεψη σ᾿ αὐτά, ἡ διατήρηση στενῶν σχέσεων μεταξύ τῶν μελῶν τῶν δύο ἐκκλησιῶν Κύπρου κι Ἱεροσολύμων κι ἡ ὑλική ἐνίσχυση τῶν προσκυνημάτων, πού βρίσκονται σέ ἀνάγκες, πού δέν μποροῦν νά καλυφθοῦν ἀπό τό Πατριαρχεῖο. Ὁ σύλλογός σας, πού ἱδρύθηκε πρόσφατα, κι εὐλογήθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη, ἔχει καί τήν συμπαράσταση τοῦ Πατριαρχείου στό θεάρεστο ἔργο, πού ἐπιτελεῖ. Ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχη, τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας καί προσωπικά εὔχομαι τήν ἐπιτυχία τῶν στόχων σας μέχρι τέλους καί τήν ἀντάμειψη τῶν κόπων σας μέ πολλαπλασίονα πνευματικά καί ὑλικά ἀγαθά.

Οἱ ἄνθρωποι στό ροῦ τῆς ἱστορίας τους ἄλλοτε μεγαλούργησαν κι ἄλλοτε ἐγκλημάτησαν στούς ἁγίους τόπους καί γιά χάριν τῶν ἁγίων τόπων. Ἀνεξάρτητα ἀπό τή συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων τό βέβαιο εἶναι ὅτι τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο στούς ἁγίους τόπους εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κι ἡ συγκατάβασή του γιά τόν ἄνθρωπο, ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρός τό συνάνθρωπο κι ἡ ἀνεκτικότητα πρός τόν πλησίον. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἱερουσαλήμ κι οἱ ἅγιοι τόποι της ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τούς ὀπαδούς τῆς κάθε θρησκείας καί τούς χριστιανούς τῶν περισσσοτέρων ὁμολογιῶν, ἀλλ᾿ ἐξ ἴσου εἶναι ἀλήθεια ὅτι “πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν” (Ἰω. 4, 24) καί ὅτι “τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς” (Ψαλμ. 23(24), 1).

Σήμερα μπορεῖ κανείς, νομίζω, νά πεῖ ὅτι εἶναι ἁρμονικότερη ἡ συμβίωση σ᾿ αὐτούς μέ γνώμονα τήν προσπάθεια τήρησης τοῦ status quo.

Ἱεροσόλυμα, 7.7.01

The Israel Interfaith Association.