1

Η ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ (ΜΕΡΟΣ Α΄)

Prepared  by Arch. Dr. Mitropoulos  Theo (1999-2013)

Η ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ (ΜΕΡΟΣ Α΄)

(από τον αρχιτέκτονα του Ναού της Αναστάσεως Dr. Θεοδόσιο Μητρόπουλο κατά τα έτη 1999-2013).

 

Κατά τις ιστορικές πηγές  η ίδρυση της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου ανάγεται κατά την περίοδο όπου ο Πατριάρχης Ηλίας Α΄ (494-516)  θα ιδρύσει την Μονή του Αγίου Τάφου δίπλα στο  Επισκοπείον (αρχική ονομασία του Πατριαρχείου μέχρι το 422  όπου η Εκκλησία Ιεροσολύμων ανυψώνεται σε Πατριαρχείο),  που  είχε ιδρυθεί από την βασιλίδα Ευδοκία (+460). Δεν υπάρχουν σαφείς γραπτές πληροφορίες σχετικές με την ακριβή θέση του Πατριαρχείου. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές πού ακολούθησαν το μεγάλο αναστηλωτικό έργο του Ι.Ν. της Αναστάσεως κατά την χρονική περίοδο 1960-80 από τις τρεις θρησκευτικές κοινότητες, Ελλήνων, Λατίνων και Αρμενίων με την συμμετοχή κορυφαίων αρχαιολόγων, όπως ο Χατζηδάκης, ο Ορλάνδος και ο αείμνηστος αρχαιολόγος της Φραγκισκανικής αδελφότητας  V. Corvo έφεραν στο φως πολλά νέα στοιχεία σχετικά με την αυθεντική θέση του “Επισκοπείου”. 

Ο V.Corvo,  στηριζόμενος  στις αρχαιολογικές έρευνες, τοποθετεί την αρχική θέση του Επισκοπείου (Patriarchio) στην Β.Δ. γωνία του σκάμματος που πραγματοποίησαν οι αρχιτέκτονες του Μ. Κωνσταντίνου για την θεμελίωση της Ροτόντας του Ι.Ν. της Αναστάσεως, (βλ. εικ. 1).

Κατά την πρώτη αρχιτεκτονική φάση  το Πατριαρχείο επεκτείνεται  σε δύο πτέρυγες που γειτονεύουν αντίστοιχα με τη βόρεια ρωμαϊκή Decumanus και τη δυτική Cardo. Την άποψη αυτή στηρίζει ο διαπρεπής αρχαιολόγος βασιζόμενος εις το “Ὁδοιπορικόν τῆς Αἰθερίας”, όπου αναφέρεται η συνεχή παρουσία του Επισκόπου Ιεροσολύμων σε όλες τις τελετές εντός του Ναού της Αναστάσεως μέρα και νύκτα καθώς και στα  αρχαιολογικά και αρχιτεκτονικά ευρήματα  όπως  κεραμεικά, αρχιτεκτονικά μέλη, η θέση του κεντρικού κλιμακοστασίου του Πατριαρχείου, υπολείμματα από τις αυθεντικές τοιχοποιίες, στοιχεία που βοηθούν στην μορφολογική και την αρχιτεκτονική αποκατάσταση του αρχικού κτιρίου. Κατά την χρονική περίοδο 1960-80, όπου και θα πραγματοποιηθούν οι σημαντικότερες αναστηλωτικές επεμβάσεις στην νεότερη οικοδομική ιστορία του μνημείου, θα προκύψουν νέα στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με την  αρχιτεκτονική του “Επισκοπείου.”

Κατά την πρώτη οικοδομική φάση γνωρίζουμε ότι αυτό καλύπτεται με ξύλινη οροφή και βυζαντινούς κεράμους , ενώ αργότερα μετά την καταστροφή των Κωνσταντινείων οικοδομημάτων από του Πέρσες (614μ.Χ.) *(1), το Πατριαρχείο θα επισκευαστεί από τον Πατριάρχη Μόδεστο σε συνεργασία με τον Ιωάννη τον Ελεήμονα  Πατριάρχη  Αλεξανδρείας (609-620), *(2) και η οροφή του θα αντικατασταθεί από χαμηλές λίθινες αψίδες, που στην συνέχεια κατά την οικοδομική επέμβαση του 11αι., από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, αυτές θα αντικατασταθούν με σταυροθόλια. Κατά τις οικοδομικές λοιπόν αυτές επεμβάσεις το  Πατριαρχείο διευρύνεται και  επεκτείνεται από βορρά προς νότο, καταλαμβάνοντας έτσι την εξωτερική περίμετρο της ροτόντας από βορρά πρός νότο σχεδόν κατά  το 180 ο  περίπου. μέχρι τον 11ο αι.

Η ανάγκη ίδρυσης πατριαρχικού ναού στο όνομα των Αγίων ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης θα προκύψει μετά την καταστροφή της βασιλικής του Ι.Ν. της Αναστάσεως από τους Πέρσες. Μέχρι τις αρχές του 7ου αι. οι πατριαρχικές τελετές πραγματοποιούνται μέσα στην βασιλική του Αγίου Κωνσταντίνου στον Ι.Ν. της Αναστάσεως. Η πρόσβαση στον Ιερό Ναό ήταν άμεση και αποκλειστική  από το Πατριαρχείο που ευρίσκετο πάντοτε στην Β.Δ. πλευρά της ροτόντας. Επίσης μιά δεύτερη πρόσβαση που οδηγούσε απ’ ευθείας στην ροτόντα του Ι.Ν. της Αναστάσεως πρόσφατα αποκαλύφθηκε με τις επισκευές στον φούρνο του Πατριαρχείου. Η πρόσβαση αυτή αποτελείται από ένα λίθινο κλιμακοστάσιο του 4ου αι., που οδηγούσε μέσα στην ροτόντα  και ειδικά στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκονται τα κελλιά των Κοπτών, στο δυτικό τμήμα του Ιερού Κουβουκλίου. Μετά την καταστροφή της βασιλικής του Αγίου Κωνσταντίνου από τους Πέρσες τον 7ο αι. και μέχρι τον 9ο αιώνα δεν έχουμε γραπτές μαρτυρίες για την ίδρυση ναού αφιερωμένου στον Άγιο Κωνσταντίνο. Από τις αρχαιολογικές έρευνες στην εξωτερική περίμετρο της ροτόντας  γίνεται φανερό ότι μετά την κατεδάφιση της ροτόντας από τους Πέρσες μέχρι το ύψος της γαλαρίας των Λατίνων, θα προκληθεί στην περιοχή αυτή ένα τεράστιο χάσμα. Μετά τον 8ο αι. θα κατασκευαστούν σε επαφή με την ημικατεστραμμένη ροτόντα πολλά κελλιά, που πολλά εξ αυτών θα έχουν θέα στο εσωτερικό της ροτόντας και ειδικά τον Πανάγιο Τάφο. Η οικοδομική επέμβαση του Μοδέστου (632-634)  και στην συνέχεια των βυζαντινών αυτοκρατόρων θα προκαλέσει την μερική κατεδάφιση των κελλιών αυτών και την αποκατάσταση της ροτόντας μέχρι το αρχικό  ύψος που είχε κατά τον 4ο αι. Είναι βέβαιο ότι την περίοδο αυτή, η έδρα του Πατριαρχείου βρίσκεται ακόμα στην ΒΔ πλευρά της ροτόντας, παράλληλα δε παρατηρούμε  μία έντονη  οικοδομική δραστηριότητα και επέκταση  του Πατριαρχείου  πρός την ΝΔ πλευρά που έχει σημεία αναφοράς το decumano και την ροτόντα και που αναπτύσεται-εξελίσσεται σε επαφή πάντοτε με την εξωτερική περίμετρο του τυμπάνου της.

Η οικοδομική αυτή εξέλιξη των πατριαρχικών οικοδομημάτων είναι παράλληλη με τις εργασίες αποκατάστασης της ροτόντας από τον πατριάρχη Μόδεστο, που θα συνεχιστεί και θα ολοκληρωθεί με τις επεμβάσεις των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Μεταξύ των κελλιών που είχαν κατασκευαστεί στην περιοχή αυτή και ήταν  προσκολλημένα στο τύμπανο της ροτόντας, μερικά από αυτά, όπως αναφέρεται παραπάνω, είχαν άμεση οπτική επικοινωνία με το εσωτερικό της ροτόντας δια μέσου παραθύρων. Απόδειξη αυτού αποτελούν τα μέχρι σήμερα διασωθέντα παράθυρα στο εσωτερικό του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου καθώς και ένα παράθυρο του κελλίου που βρέθηκε κατά την διάρκεια των εργασιών συντήρησης του φούρνου, όπου αυτό διατηρείται μέχρι σήμερα σε άριστη κατάσταση και είχε θέα μέσα στον ναό της Αναστάσεως (Εικ.26, 31). Οι σημερινοί εσωτερικοί πεσσοί του Αγίου Κωνσταντίνου που σημειώνονται με τα γράμματα Α, Β, C, D, αποτελούν κτιριολογικά την ισόγειο κατασκευή των κελλίων αυτών (Εικ. 23 ).

Τα κελλιά αυτά ήταν ανεπτυγμένα σε 2 ορόφους με ισόγειο και καταλάμβαναν όλη την εξωτερική επιφάνεια του τυμπάνου της ροτόντας, αποκρύπτοντας την ημικατεστραμμένη εικόνα της. Τα κελλιά αυτά, ευάλωτα στους σεισμούς, στους Άραβες κατακτητές και στις συνεχείς οικοδομικές επεμβάσεις των βυζαντινών αυτοκρατόρων, θα επισκευαστούν επανειλλημμένα (με διάταγμα που προκάλεσε ο πατριάρχης Νεκτάριος  1660-1669), θα διασωθούν και έτσι θα αποτελέσουν τις βάσεις για την οικοδομική εξέλιξη και ανάπτυξη της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου. (Εικ. 22,24 ).

Τον πρώτο  λοιπόν οικοδομικό  πυρήνα της εκκλησίας αυτής αποτελεί  το σημερινό ιερό του ναού που καλύπτεται με καμάρα. Ο χώρος αυτός βρίσκονταν στον Πρώτο όροφο της ΒΔ γωνίας  του βυζαντινού Πατριαρχείου και στην πτέρυγα που εφαπτόταν με την ροτόντα και επικοινωνούσε με τον Ι.Ν. της Αναστάσεως. Κατά πάσα πιθανότητα ο καμαροσκεπής αυτός χώρος απετέλεσε τον πρώτο πατριαρχικό ναό, στον οποίο είχαν πρόσβαση η Αγιοταφική Αδελφότητα  από τον κλειστό εξωτερικό διάδρομο στον οποίο είχαν πρόσβαση τα κελλιά των πατέρων του Ι ου ορόφου. ( βλ. αναπ.  σ. ).

Κατά τον 9ο αι. έχουμε την πρώτη  περιγραφή του Πατριαρχειου από τον μοναχό Επιφάνιο που τοποθετεί αυτό στά δώματα του Αγίου Ιακώβου (…….πλησίον αυτής  εστι το Πατριαρχείον… κάτωθεν του Πατριαρχείου εστι ανεθρονίαστον εκκλησία…) (Εικ.2 )

Τον 9ο λοιπόν αιώνα βλέπουμε ότι η ανάπλαση και η επέκταση του Πατριαρχείου θα φθάσει και θα ολοκληρωθεί πάνω από τα δώματα του Αγίου Ιακώβου. Από ελάχιστες ιστορικές πηγές  έχουμε επίσης την σπουδαία πληροφορία ότι το  Πατριαρχείο επικοινωνούσε με τον Ι.Ν. της Αναστάσεως διά μέσου εσωτερικής  σκάλας, από την οποία κατέρχεται ο Πατριάρχης κατά τις διάφορες τελετές συνοδευόμενος από το  Τάγμα των Σπουδαίων.

Πρόκειται περί του  σημερινού  λίθινου  κλιμακοστασίου  που οδηγούσε στο αίθριο του Αγίου Ιακώβου και στην συνέχεια δια μέσου του σημερινού παρεκκλησίου των τεσσαράκοντα Μαρτύρων στον Ι. Ναό της Αναστάσεως  Στον βόρειο τοίχο του παρεκκλησίου αυτού βρέθηκε το 2000 και η είσοδος που οδηγούσε στο περιστροφικό κλιμακοστάσιο του κωδωνοστασίου. Η πρόσβαση λοιπόν αυτή του Πατριαρχείου στον Ι.Ν. της Αναστάσεως θα ακυρωθεί τον 12 αι. από τους Σταυροφόρους, με την οικοδόμηση του κωδωνοστασίου, οπότε θα κατασκευαστεί και η σημερινή είσοδος. Η κατασκευή  λοιπόν του κωδωνοστασίου  από τους Σταυροφόρους θα ακυρώσει την είσοδο πρός το εσωτερικό του ναού, καθώς επίσης θα καταστρέψει το βυζαντινό σημαντροστάσιο που ευρίσκετο πάνω από την είσοδο, σύμφωνα με την μαρτυρία του Άραβα  Idrisi ( βλ. egh.locorum sanctorum ). Στο εσωτερικό του  παρεκκλησίου των 40 μαρτύρων το 1999, κατά την διάρκεια έρευνας των θεμελείων του κωδωνοστασίου, θα αποκαλυφθεί μεγάλος αριθμός ανθρώπινων σκελετών”.

Από την μαρτυρία αυτή συμπεραίνουμε ότι και τον 9 ο αι. το Πατριαρχείο εκτελεί τις τελετουργικές  και θρησκευτικές του ανάγκες στον Ι.Ν. της Αναστάσεως, με τον οποίο έχει άμεση πρόσβαση, παράλληλα δε θα πρέπει να υφίσταται ναός (παρεκκλήσιο) αφιερωμένος στον Άγιο Κωνσταντίνο. Σχετικά με την θέση του Πατριαρχείου έχουμε πληροφορίες και από τον Ρώσο ηγούμενο Δανιήλ (1106-1107), πού επισφραγίζουν την τοποθεσία του:  “ενταύθα εις την υπέρτατην οροφήν ευρίσκονται ευρύχωρα οικήματα, όπου ο Πατριάρχης κατοικεί…”  (Εικ.2).

(*1) Το οικοδομικό συγκρότημα του Πατριαρχείου θα υποστεί σοβαρές ζημιές και σειρά καταστροφών και επεμβάσεων κατά τα έτη 614 μ.Χ., 637 μ.Χ, 936 μ.Χ.,  969 μΧ. και 1009 μ.Χ. από Πέρσες, Άραβες, Σαρακηνούς και από τον Χαλίφη Χάκεμ το 1000, θα αναστηλωθεί, όπως και οι άλλοι βυζαντινοί Ναοί της Ιερουσαλήμ από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες κατά την περίοδο 1024-1048 μ.Χ. Τότε υπογράφεται συνθήκη μεταξύ του βυζαντινού αυτοκράτορα  Ρωμανού του Γ’ του Αργυρού (1028–1034) και των Αράβων και στην συνέχεια ενισχύονται οικονομικά οι οικοδομικές δραστηριότητες από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες Μιχαήλ Παφλαγόνα (1034–1041) και Κωνσταντίνο  Μονομάχο, (1042–1050).

(*2) “Αναφέρεται έν προκειμένω, ότι ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ιωάννης ό Ελεήμων έβοήθησε τα μέγιστα ύπέρ τής άνοικοδομήσεως τού Πανίερου Ναού της Αναστάσεως , πρό δέ τόν σκοπόν αυτόν απέστειλε είς Ίερουσαλήμ  1000 εργάτας μετά 1000 χρυσών νομισμάτων, 1000 σάκκους σίτου, 1000 ράβδους σιδήρου και έτερα χρειώδη δια την έναρξιν του άναληφθέντος άναδημιουργικού έργου” … ( Ιακώβου Καπενέκα, Οι Αγιοι Τόποι….1982, σελ.134).

Η πληροφορία  που έχουμε από τον ανώνυμο  περιηγητή  περί το 1400, σχετική με την περιγραφή της εκκλησίας  του Αγίου Ιακώβου και των τριών παρεκκλησίων (“…επ΄αυτών και άνωθεν είναι το Πατριαρχείον…” ) (*3) είναι περισσότερο κατατοπιστική αναφορικά  με την τοπογραφία του Πατριαρχείου. Την αυτή θέση υποδεικνύει και ο Περδίκκας κατά την περιγραφή των Αγίων Τόπων εις το οδοιπορικό του (1253-1254). Από τις ιστορικές αυτές περιγραφές, σε συνδυασμό με την αρχαιολογική και αρχιτεκτονική  έρευνα της σημερινής οικοδομικής κατάστασης,  μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την μορφολογία και την αρχιτεκτονική που είχε το Πατριαρχείο κατά τους βυζαντινούς χρόνους και την οικοδομική εξέλιξη της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου που ήταν στενά συνδεδεμένη με αυτό καθώς και με τον Ι.Ν. της Αναστάσεως ( Ροτόντα ).

Το Πατριαρχείο λοιπόν κατά τους βυζαντινούς χρόνους ( 9ος – 10ος αι.), ακολουθώντας πάντοτε την αρχική οριοθέτησή του, εκτείνεται  οικοδομικά σε τρεις  κατευθύνσεις, μία πτέρυγα από βορρά πρός νότον, όπου εφάπτεται κάθετα στον εξωτερικό κύλινδρο της ροτόντας,  μία πτέρυγα  παράλληλη πρός τον κατα μήκος άξονα του ναού  από Ανατολάς πρός δυσμάς, πάνω από την εκκλησία του Αγίου Ιακώβου και μία πτέρυγα κάθετη στο τύμπανο της ροτοντας, σχηματίζοντας μεταξύ τους κτιριολογικά ορθή γωνία 90 μοιρών και σχήμα Π. (Εικ. 24, 25).

Το δάπεδο του Πατριαρχείου θα πρέπει να ήταν ξύλινο, κατασκευασμένο με ξυλοδοκούς  πακτωμένους στους εξωτερικούς τοίχους. Με τον σεισμό του 1546, οι αδύναμες αυτές κατασκευές θα καταστραφούν και τα ξύλινα φατνώματα θα αντικατασταθούν από λίθινα σταυροθόλια και καμάρες με τις οικοδομικές  επεμβάσεις του 16 ου αι. Με τις νέες αυτές επεμβάσεις το ύψος των ορόφων του Πατριαρχείου θα μειωθεί αισθητά, γεγονός που γίνεται άμεσα αντιληπτό στο νότιο παράθυρο του Αγίου Ιακώβου, που βλέπει μέσα στον ναό, όπου η καμάρα της οροφής της παλαιάς τραπεζαρίας καλύπτει τμήμα του ανώτερου γλυπτού διακόσμου του παραθύρου αυτού. Στην πτέρυγα που βρίσκεται πάνω από τον Άγιο Ιάκωβο υπήρχε  η αίθουσα τελετών με πλούσιο μωσαϊκό δάπεδο, που θα αποκαλυφθεί κατά την ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή αυτή το 1996 ( Εικ.7 ), ενώ το 2001 θα ερευνηθεί η παράλληλη πτέρυγα πάνω από το παρεκκλήσιο των 40 μαρτύρων, η οποία θα κατεδαφιστεί τον 13ο αι. εκ θεμελίων, προκειμένου να κατασκευαστεί το σημερινό κωδωνοστάσιο.

Σύμφωνα πάντοτε με τα αρχαιολογικά ευρήματα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το σύστημα δόμησης του κτιρίου του Πατριαρχείου ήταν το κλασικό βυζαντινό μεικτό σύστημα (πλίνθοι και λίθοι). Ήταν διόροφη κατασκευή  με ευρύχωρο εξωτερικό κλειστό διάδρομο που εκτεινόταν σε ολόκληρη την δυτική όψη, ενώ ο άνωθεν κείμενος όροφος στηριζόταν πάνω στην κιονοστοιχία του ισογείου. Ο ισόγειος χώρος είχε  άμεση είσοδο και βασική επικοινωνία με πρόσβαση  στην χριστιανική οδό ( decumanus ), με την οποία βρισκόταν υψομετρικά στο ίδιο επίπεδο ( Εικ. 24 ). Με την εγκατάσταση των Σταυροφόρων εις τους Αγίους Τόπους το 1099, οι Λατίνοι θα καταλάβουν το βόρειο τμήμα του Πατριαρχείου και θα παραμείνουν μέχρι την εκδίωξη των Σταυροφόρων από την Ιερουσαλήμ, το 1187,  από τον Σαλάχ Εδδίν, οπότε και το οικοδόμημα αυτό θα μετατραπεί σε ιεροδιδασκαλείο ¨Χάνκε¨.

Ο χώρος  όπου οι Σταυροφόροι θα κατασκευάσουν το κωδωνοστάσιο αποτελούσε πτέρυγα του Πατριαρχείου  και  ήταν εδώ εγκαταστημένο και το βυζαντινό σημαντροστάσιο σύμφωνα με τα στοιχεία που ήρθαν στο φως κατά τις αναστηλωτικές επεμβάσεις του κωδωνοστασίου το 2001.  Ο νέος ηγέτης θα επιτρέψει την επανεγκατάσταση των Ορθοδόξων Πατριαρχών εις το παλαιό Επισκοπείο ” πάνω από την εκκλησία του Αγίου Ιακώβου”  που, όπως μας πληροφορούν οι περιγραφές, ήταν καλά οργανωμένο με πολλά κελλιά, αίθουσα υποδοχής  και πατριαρχική  κατοικία “…άνωθεν δε αυτών των εκκλησιών είναι τα πατριαρχικά κελιά κολλημένα εις τούς τοίχους αυτών των εκκλησιών (40μαρτύρων, Μυροφόρων, Αναστάσεως), (Εικ. 2,24 ) και έχει ένα  παραθύριον εις το κελλίον του Πατριάρχου πού κοιτάζει μέσα εις τον Άγιον Ιάκωβο… έμπροσθεν δε του Πατριαρχικού κελλίου είναι το Συνοδικόν του Πατριαρχείου…” Εδώ διαμένει και ο Πατριάρχης  Δωρόθεος Α΄(1376-1417).  

Μέσα από τις ιστορικές αυτές μαρτυρίες βλέπουμε ότι κατά τον 13ο  αι. σταματά η άμεση πρόσβαση του Πατριαρχείου με τον Ι.Ν. της Αναστάσεως ( Με την κατασκευή του κωδωνοστασίου και την καταστροφή του σημαντροστασίου στην βόρεια πτερυγα του Πατριαρχείου ) και δημιουργείται η ανάγκη ίδρυσης  πατριαρχικού ναού  αφιερωμένου στον Ἁγιο Κωνσταντίνο. (Το Πατριαρχείο αυτό θα καταστραφεί από τον σεισμό του 1546 και θα εγκαταληφθεί, θα παραμείνει μόνο ένα τμήμα της ισογείου  πτέρυγος). Ο  ναός αυτός θα οικοδομηθεί  κάθετα,  εφαπτόμενος στην περιφέρεια της ροτόντας  με τον κεντρικό  άξονα παράλληλο της δυτικής πλευράς του Κωδωνοστασίου του Ι.Ν. της Αναστάσεως (το σημερινό Ιερό του ναού), ( Εικ.22 ).

Η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου αναφέρεται για πρώτη φορα, στον ορισμό του Σουλτάνου Σελήμ ( 1517 ) προς τον Πατριάρχη Δωρόθεον Β΄( 1503-1537)  ( την εν τοις Πατριαρχείοις Εκκλησίαν της Αγίας Ελένης και την Αγία Θέκλαν….). Με διάταγμα που έλαβε ο Πατριάρχης Δοσίθεος Β΄( 1503-1537 ), κατασκευάστηκε η γέφυρα που συνδέει τα δύο οικοδομικά τετράγωνα που διασχίζονται από την χριστιανική οδό. ( Εικ.20,21) Έτσι θα πραγματοποιηθεί η οικοδομική επικοινωνία  μεταξύ των δύο ναών, της Αγίας Θέκλας και του Αγίου Κωνσταντίνου,  καθώς και των κελλίων αυτών. Το μνημείο αυτό θα υποστεί στην οικοδομική του ιστορία πολλές επεμβάσεις που προκάλεσαν την διεύρυνση του αρχικού πυρήνα και την σύνδεσή του με το εκκλησιαστικό συγκρότημα του Μ. Κων/ντίνου. (βλ.αρχιτεκτονική τεκμηρίωση).

Ο Πατριάρχης Σωφρόνιος Δ΄( 1579-1608), το 1599  θα προβεί στην διεύρυνση του Ναού μετά από σουλτανικό  διάταγμα  και στην συνέχεια θα συνεχίσει τις εργασίες ο Πατριάρχης Θεοφάνης Γ’ (1608- 1644 ) μετά το 1612 με φιρμάνι του Μεχμέτ Α’ (22 Σεβαλ 1023 -1614 ).  Άλλες οικοδομικές εργασίες θα γίνουν και επί της Πατριαρχίας των Π. Παϊσίου (1645-1660 ), του Π. Νεκταρίου (1660-1669), με φιρμάνι του σουλτάνου Σουλείμάν Β’ (αρχ.τζεμάζιλ-αχχίρ 1096- 1668 ), του Π.ατριάρχου Δοσιθέου (1669-1707), το 1794  από τον Καραγιάννη έμπορο  από την Βενετία, “Βεβαίως δεν υστερεί και η οικονομική συνεισφορά μεμονωμένων ευεργετών  και ώς παράδειγμα αναφέρω τον διαπρεπή έμπορο Καραγιάννη από την Ελληνική κοινότητα της Βενετίας” (1723-1733) (Εικ.3) με φιρμάνι του Σουλτάν Μαχμούτ Α’ το 1732, επί Πατριαρχίας Μελετίου (1731-1737) που επιτρέπει τις επισκευές στα μοναστήρια. Η επέμβαση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε με φιρμάνι του σουλτάν Μαχμούτ α΄ (μέσα τζεμαζιλ -εββέλ 1144/1731 ). Το 1795 από τον Πατριάρχη Ἁνθιμο (1788-1808)  θα κατασκευαστεί ο νάρθηκας του ναού, στην θέση του σημερινού, που ήταν κατασκευασμένος από μπαγδάτι και ήταν καλυμμένος με κεραμοσκεπή (Εικ.9,15,18,19 ). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι υπήρχε προηγουμένως ανοικτή αυλή.

Στην συνέχεια το 1898 από τον Πατριάρχη Γεράσιμο πραγματοποιήθηκαν ανακαινιστικές εργασίες σύμφωνα με την σκαλιστή  επιγραφή στο υπέρθυρο της εισόδου: “Ανεκαινίσθη ο ιερός ούτος ναός δαπάναις του Ιερού Κοινού του Π. Τάφου επί Πατριάρχου Γερασίμου, έτους σωτηρίου 1893”.

Με την επέμβαση αυτή η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου θα αποκτήσει και την σημερινή τελική της μορφή, φθάνοντας στο μέγιστο δυνατό μήκος επέκτασής της. Τέλος, επί Πατριαρχίας Βενεδίκτου Α ΄(1957-1980) θα κατασκευαστεί το σημερινό κωδωνοστάσιο  πάνω από την κεντρική είσοδο του ναού, αλλάζοντας έτσι θέση και προσανατολισμό από την αρχική του θέση που ήταν πάντα πρός τα δυτικά, θα αντικατασταθεί  επίσης ο κεραμοσκεπής νάρθηκας του  1795 με τον σημερινό από οπλισμένο σκυρόδεμα και θα γίνουν καλλωπιστικές εργασίες  (Εικ.22, βλ.ΦΑ ).

Η οικοδομική αυτή εξέλιξη του μνημείου πραγματοποιήθηκε με άξονα αναφοράς την εξωτερική περίμετρο της ροτόντας του Ι.Ν. της Αναστάσεως. Ο κάνναβος της κάτοψης του ναού που καταλαμβάνει μια έκταση περ. 322 μ2, είναι ακανόνιστος και πολύπλοκος, διότι έχει  προσαρμοστεί στην υπάρχουσα κατάσταση  με την χρήση σταυροθολίων και αψίδων (βλ αρχιτεκτονική τεκμηρίωση), που κατασκευάστηκαν πάνω σε αρχαιότερες βάσεις πεσσών, προερχόμενες από την κατεδάφιση ή την βίαια καταστροφή κελλιών που είχαν κατασκευαστεί  πάνω στην εξωτερική ΝΔ επιφάνεια του τυμπάνου της ροτόντας μετά τον 8ο αι.

Μετά την καταστροφή της Ροτόντας από τους Πέρσες το 614 μ.Χ.,το κυκλικό τύμπανο θα κατεδαφιστεί από τους εισβολείς μέχρι ενός ύψους όπου την περαιτέρω κατεδάφιση αυτού θα την εμποδίσει η μεγάλη συσσώρευση μπάζων. Στην συνέχεια, πρίν από την αναστηλωτική επέμβαση του Πατριάρχη Μόδεστου, πολλά κελλιά θα οικοδομηθούν σε επαφή με την εξωτερική επιφάνεια (περίμετρο) της ροτόντας. Τα κελλιά αυτά θα κατασκευαστούν  χωρίς καμιά οικοδομική οργάνωση, το ένα δίπλα στο άλλο, σε ύψος δύο και τριών ορόφων, με ανοίγματα που θα βλέπουν στο εσωτερικό της ροτόντας καθώς και προσβάσεις , (Βλ. Εικ24 ).

Η  θέα του κατεστραμμένου Πανάγιου Τάφου στο κέντρο της ροτόντας θα αποτελέσει τον πόλο έλξης και του προσανατολισμού της οικοδόμησης  των κελλιών αυτών, που παράλληλα η παρουσία τους  θα επουλώσει το μεγάλο αυτό οικοδομικό τραύμα που είχε προκληθεί στο συγκρότημα της βασιλικής του Μ.Κωνσταντίνου.

Η οικοδομική επέμβαση του 7ου αι. απο τον Πατριάρχη Μόδεστο θα αποκαταστήσει το ημικατεστραμμένο τύμπανο της ροτόντας, χωρίς να προκαλέσει την καταστροφή των κελλιών αυτών. Απόδειξη αυτού αποτελεί η αποκάλυψη του κελλιού δίπλα στον φούρνο του Πατριαρχείου (εικ.26, 31), όπου η επέμβαση του 7ου αι. όχι μόνο δεν κατέστρεψε το κελλί αυτό, αλλά το διατήρησε  ανέπαφο  μέχρι σήμερα.

Στο κέντρο της κάτοψης του Ι.Ν. του Αγίου Κωνσταντίνου που πιθανότατα αυτό αποτελεί και τον αρχικό πυρήνα της εξέλιξης του μνημείου, υπάρχει ο τρούλλος που στηρίζεται  πάνω στα κεντρικά σταυροθόλια. Ο τρούλλος αυτός εξέχει πάνω από το σημερινό δώμα του Ι.Ν. της Αναστάσεως και επενδύεται σε όλη την εξωτερική επιφάνειά του με χαλυβοελάσματα (Βλ. ΦΑ). Η επέμβαση αυτή ανάγεται στις αρχές του αιώνα (περ. 1919), που  πραγματοποιήθηκε με σκοπό την αντοχή και προστασία του νέου μεταλλικού τρούλλου από μελλοντικούς σεισμούς και τα όμβρια ύδατα. Ο τρούλλος αυτός θα κατασκευαστεί  μετά την καταστροφή του λίθινου τρούλλου του 17ου αι. από τον σεισμό του 1834. Μετά την καταστροφή του τρούλλου αυτού, ο ναός θα παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς τρούλλο (Βλ. Εικ. 15,18.19), μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αι., όπου με την τεχνική συμετοχή της τότε Αγγλικής κυβέρνησης  θα κατασκευαστεί ο μεταλλικός.

Με την επέμβαση του 2011 θα αφαιρεθεί ο μεταλλικός τρούλλος που είχε σχεδόν αποσυντεθεί  από τις καιρικές συνθήκες και θα ανοικοδομηθεί ο σημερινός, που είναι αντίγραφο του αρχικού λίθινου του 17ου αι. Εξωτερικά ο ναός, στα μέσα του 19ου αι., θα καλυφθεί με επιχρίσματα, προκειμένου να προστατευτεί η εξωτερική λιθοδομή από την υγρασία. Οι πολλαπλές οικοδομικές επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν στο μνημείο αυτό κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την εκτεταμένη χρήση της πέτρας  Naqab (arenaria από την περιοχή της Βηθλεέμ), είχε σαν αποτέλεσμα να καταστήσει το μνημείο ευάλωτο στα προβλήματα της υγρασίας. (Βλ.ΦΑ).

Η πέτρα αυτή, από την οποία  ο ναός κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι κατασκευασμένος, συγκρατεί μεγάλη ποσότητα  υγρασίας,  έχει δε όμως το πλεονέκτημα ότι  είναι εύκολη στην εξόρυξη και την επεξεργασία.

Τον Μάιο του 1719  ξεκίνησε η κατεδάφιση του τελευταίου ορόφου του  κωδωνοστασίου του Ι.Ν. της Αναστάσεως που είχε πληγεί από τον καταστρεπτικό σεισμό του 1546. Η επέμβαση αυτή που έγινε υπό την επιστασία του Νεοφύτου τελείωσε τον Μάρτιο του 1720. Aπό την κατεδάφιση αυτή πολλά αρχιτεκτονικά μέλη  θα  εντοιχιστούν σε γειτονικά  κτίσματα  και ειδικά στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης,  όπου τρεις κίονες με τις βάσεις τους διακοσμούν  σήμερα τους κεντρικούς πεσσούς του Ναού,  τοποθετημένοι στις γενέσεις των αψίδων (βλ.εικ.5). Άλλοι δύο κίονες, ιδίων διαστάσεων, σε μάρμαρο προκονησίου που προέρχονται από το κωδωνοστάσιο, διακοσμούν σήμερα την αρχή της λίθινης σκάλας καθόδου από τον Άγιο Κωνσταντίνο πρός την εκκλησία του Αγίου Ιακώβου. Επίσης άλλοι δύο όμοιοι κίονες διακοσμούν και στηρίζουν το σιδηρούν κιγκλίδωμα του κλιμακοστασίου έμπροσθεν του κτιρίου της Γράφουσας. Οι κίονες αυτοί έχουν υποστεί δευτερογενή καλλιτεχνική επεξεργασία από τους ίδιους λιθοξόους που φιλοτέχνησαν τον καλλιμάρμαρο διάκοσμο της εισόδου στον Άγιο Κωνσταντίνο στην οικοδομική επέμβαση του 1790 από τον Ελληνοβενετό φιλέλληνα Καραγιάννη.

Το μνημείο αυτό, επειδή έχει υποστεί πολλές οικοδομικές επεμβάσεις,   θα πρέπει   στον οικοδομικό οργανισμό του να έχουν ενσωματωθεί  και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, προερχόμενα από το κωδωνοστάσιο,  που σήμερα αυτά παραμένουν  αθέατα κάτω από τα νεώτερα επιχρίσματα, που καλύπτουν τις εσωτερικές επιφάνειες του ναού. Την άποψη αυτή την δεχόμαστε όχι μόνο από τις γραπτές πληροφορίες, αλλά και για το λόγο που πολλές φορές το Πατριαρχείο κατόρθωνε να αποκτά ταυτόχρονα, από την Τουρκική κυβέρνηση, υψηλούς ορισμούς επισκευών  και για τα δύο αυτά μνημεία.

Η πτώση του κωδωνοστασίου από τον καταστροφικό σεισμό (MagnitudeML 7.2) που συνέβη την 14 Ιανουαρίου και ώρα 12η μεσημβρινή  του 1546, και στην συνέχεια άλλων τριών μετασεισμών μέσα στο ίδιο έτος, (Ν.Ambraseys and I.Karcz, The earthquake of 1546 in the Holy Land )  φαίνεται ότι δεν είχε προκαλέσει μόνο  την καταστροφή του τρούλλου της εκκλησίας του Αγίου Ιακώβου, αλλά θα πρέπει να είχε προκαλέσει ανεπανόρθωτες ζημίες και στα γειτονικά κτίσματα του Πατριαρχείου. Διερευνητικές τομές πού έγιναν στα δώματα της εκκλησίας του Αγίου Ιακώβου  το 1996 κατά την διάρκεια στερεωτικών εργασιών, προκειμένου να αφαιρεθούν οι μεταλλικές αντηρίδες  στο νότιο τοίχο του ναού, έφεραν στο φως ένα μεικτό ψηφιδωτό δάπεδο από λευκές λίθινες ψηφίδες (2 εκ. περίπου) και μαρμαροθετήματα που τοποθετείται χρονολογικά μεταξύ 9ου και 10ου αι. (Εικ. 6 ).

Η  κατεδάφιση και η απομάκρυνση των ερειπίων από την περιοχή αυτή, θα δημιουργήσει έναν  μεγάλο  ακάλυπτο  χώρο,  που μέσα σε αυτόν, το ψηφιδωτό αυτό δάπεδο που ανήκει στο Πατριαρχείο, θα παραμείνει εκτεθειμένο και ακάλυπτο.   Ο χώρος αυτός στη συνέχεια θα επιστρωθεί από ένα καλά συμπυκνωμένο είδος “κουρασάνι” πάχους 20 εκ. (λεπτό χώμα, καρβουνόσκονη, ασβέστης) σε δύο στρώσεις, προκειμένου να προστατευτεί η εκκλησία του Αγίου Ιακώβου από την διείσδυση των όμβριων υδάτων. Με την τεχνική αυτή της επέμβασης που συναντήσαμε και στα δώματα του Αγίου Κωνσταντίνου (γνώριμη του 1763)  θα καλυφθεί οριστικά το ψηφιδωτό δάπεδο του Πατριαρχείου.

Οι οικοδομικές επεμβάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στον Ι.Ν. του Αγίου Κωνσταντίνου στο σύνολο γενικοτέρων επεμβάσεων στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και στο Μοναστήρι του Ιερού κοινού, όπου σήμερα  αυτά αποτελούν  ένα ενιαίο και αναπόσπαστο οικοδομικό σύνολο, επικεντρώνονται  γενικά σε δύο μεγάλες χρονικές περιόδους  Α΄ (9ος-12ος αι.) και Β΄(16ος-21ος αι.), σύμφωνα με το παρακάτω διάγραμμα των σημαντικότερων οικοδομικών επεμβάσεων στην ιστορία του Πατριαρχείου.  Κατά την δεύτερη αυτή χρονική περίοδο παρατηρείται μια συνεχής οικοδομική δραστηριότητα, που αποτελεί και το πρώτιστο καθήκον του εκάστοτε Πατριάρχη, όπου το Πατριαρχείο και το Μοναστήρι υφίστανται σημαντικές κτιριολογικές μεταβολές, προσθήκες και επεκτάσεις, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες στους τομείς της οικονομικής διαχείρισης, διοίκησης  και των δημοσίων σχέσεων, (εικ. 7).

Η  μαζική λοιπόν πλακόστρωση των δωμάτων με λίθινες πλάκες  στην περιοχή αυτή και κατ΄επέκταση στη συνέχεια σε ολόκληρο το μοναστήρι και στον Άγιον Κωνσταντίνο θα γίνει το 1763 από τον πατριάρχη Παρθένιο (1737-1766).  Στην υδατογραφία του Roberts που τοποθετείται χρονολογικά στις αρχές του 19ου αι., διακρίνονται τα ερείπια του Πατριαρχείου αυτού στην Ν.Α. γωνία της εκκλησίας του Αγίου Ιακώβου. Διακρίνεται καθαρά το κατώτερο  τμήμα της Πατριαρχικής  οικοδομής, όπου εξείχε από τους κατακόρυφους τοίχους της εκκλησίας του Αγίου Ιακώβου, που στηρίζονταν πάνω σε λίθινα τοξίλια. (Εικ. 2 ). Την αρχιτεκτονική αυτή, που είναι πολύ συνήθης την εποχή  που οικοδομείται το Πατριαρχείο, πιθανότατα να έχει αντιγράψει στο έργο του, που είναι το κωδωνοστάσιο του Ιερού Ναού της Αναστάσεως  και ο άγνωστος  ελληνικής καταγωγής  από την Ρηνανία καλλιτέχνης  “Ιορδάνης”. Στην ίδια υδατογραφία  διακρίνονται και οι υψηλές αντηρίδες  στο νότιο τοίχο της εκκλησίας, που δικαιολογημένα  η παρουσία τους είχε σκοπό την εξουδετέρωση των λοξών ωθήσεων  από τον κεντρικό θόλο του ναού και τα υπερκείμενα φορτία  που είχαν προέλευση  από τα πατριαρχικά οικοδομήματα. Επίσης σπουδαία πληροφόρηση σχετικά με την οικοδομική του Πατριαρχείου πάνω στο δώμα του Αγίου Ιακώβου, έχουμε από την σπάνια γκραβούρα του Qyriak dellagreque.

Ο μεταλλικός τρούλλος του 1920 και η υπάρχουσα κατάσταση
( Πριν την επέμβαση του 2011-2013).

 

Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων κατα τον 8ο αι.

Διακρίνονται τα κελλιά που οικοδομήθηκαν στην εξωτερική
περίμετρο της Ροτοντας, μετα την καταστροφή της απο τους Πέρσες, αρχές 7ου αι.

Κάτω – Σχηματική αναπαράσταση του Πατριαρχείου κατα τον 9ο αι. από τον Δρ. Μητρόπουλο Θεοδόσιο (2010-2012).
Επάνω- Ίχνη κελλιών στο δώμα του Αγ.Κωνσταντίνου κατα την διάρκεια των επισκευών του ναού, το 2011.

(συνεχίζεται…)