1

“ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ” ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΗΣ κ. ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΥ, ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ

Ἐξεφωνήθη ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντίνης Ἀρίσταρχο, στήν Ἡμερίδα Ἀγῶνος κατά τοῦ Ἀντισημιτισμοῦ, τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας τοῦ Ἰσραήλ, στό Μουσεῖο Χωρῶν τῆς Βίβλου, τήν 26η Ἰανουαρίου 2004.

Ἀξιότιμε κ. ραβίνε,

Ἀξιότιμοι κ. ὑπουργοί,

Κυρίες, κύριοι,

Ὁ ἀντισημιτισμός ὡς ἀντίθεση ἤ προκατάληψη ἤ μίσος ἤ καταδίωξη ἐναντίον τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους εἶναι πανάρχαιο φαινόμενο. Ἀπαντᾶται στούς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Καινῆς καί τούς μετέπειτα μέχρι καί σήμερα. Τά αἴτια τοῦ φαινομένου τούτου εἶναι θρησκευτικά, φυλετικά καί πολιτικο-οικονομικά. Τά ἀποτελέσματά του ἦταν γιά τό Ἰουδαϊκό γένος ἄλλοτε ἐπιζήμια κι ἄλλοτε καταστροφικά, ὅπως π.χ. ἡ καταστροφή τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος τό 70 μ.Χ. ἐπί Τίτου, ἡ καταστροφή τῶν Ἑβραϊκῶν Κοινοτήτων ἀπό τούς Σταυροφόρους κι ἡ ἐξόντωση τῶν ἕξι ἑκατομμυρίων Ἑβραίων στή Γερμανία καί τίς χῶρες τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς κατά τό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Σήμερα στό Συνέδριο αὐτό, πού ἔχει ὡς θέμα του τήν καταπολέμηση τοῦ ἀντισημιτισμοῦ, ζητεῖται σαφῶς κι ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας. Ζητεῖται ἡ στάση της ἔναντι τοῦ ἀνησυχητικοῦ τούτου φαινομένου. Μετά βεβαιότητος, νομίζω, μπορεῖ νά εἰπωθεῖ ὅτι ὁ ἀντισημιτισμός καταδικάζεται κατηγορηματικά ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τῶν ὀπαδῶν του εἶναι εὐμενής καί συμπαθής. Ἡ Ἐκκλησία ὡς κοινότητα, ὡς πνευματικό θεῖο καί ἀνθρώπινο καθίδρυμα, ἀναγνωρίζει ὅτι ἔχει τά θεμέλιά της ἐπί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δέχεται ὅλα τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὡς θεόπνευστα κι ὡς ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Οἱ Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, οἱ δίκαιοι κι οἱ προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ, εἶναι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἰσραήλ εἶναι ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ κεκλημένος γιά τό Μεσσία. Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ἑαυτήν ὡς τήν ἀγριέλαιο, ἡ ὁποία ἐνεκεντρίσθη στήν κατά φύσιν καλλιέλαιο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Δέχεται ὅτι δέ βαστάζει αὐτή τή ρίζα, ἀλλά ὅτι ἡ ρίζα βαστάζει ἐκείνη (Ρωμ. 11, 18).

Ταυτόχρονα βεβαίως ἡ Ἐκκλησία δέχεται ὡς θεόπνευστα καί τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Βλέπει τίς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νά ἐκπληρώνονται στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου. Στό σημεῖο αὐτό Ἰουδαϊσμός καί χριστιανισμός, συναγωγή καί ἐκκλησία, διΐστανται. Παρά τή διάσταση αὐτή, ἡ Ἐκκλησία σέ καμμία περίπτωση δέ συμμερίζεται τήν καταδίωξη Ἰουδαίων ἤ ἄλλων ἀνθρώπων, πού δέν εἶναι ἕτοιμοι νά δεχθοῦν τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Συμμερίζεται τή στάση τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅταν λέγει ὅτι: ᾆηὐχόμην ἀνάθεμα εἶναι αὐτός ἐγώ ἀπό τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου κατά σάρκα, οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται, ὧν ἡ υἱοθεσία καί ἡ δόξα καί αἱ διαθῆκαι καί ἡ νομοθεσία καί ἡ λατρεία καί αἱ ἐπαγγελίαι, ὧν οἱ πατέρες καί ἐξ ὧν ὁ Χριστός τό κατά σάρκα” (Ρωμ., 9, 2-5).

Μέ αὐτή τήν πίστη ξεκίνησε ἡ Ἐκκλησία τήν ἡμέρα τῆς  Πεντηκοστῆς ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί διέγραψε ἀνά τόν κόσμο μία ἱστορική πορεία δύο χιλιάδων ἐτῶν. Στή διάρκεια τῆς πορείας αὐτῆς συνέβησαν καί λυπηρά γεγονότα: διεξήχθησαν ἀγῶνες μεταξύ ρευμάτων καί κλίσεων, πού παρεξέκλιναν ἀπό τήν ὁδό τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθοδοξίας. Ἡ παρέκκλιση αὐτή ἔδωσε τή δυνατότητα νά ἀναπτυχθοῦν ἑρμηνευτικές κι ἀπολογητικές, πού δικαίωσαν ἀλλαγές, οἱ ὁποῖες οὐδέποτε ἔλαβαν τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτές δημιουργήθηκε αὐτονόητα μία τέτοια σχέση μέ τόν Ἰουδαϊσμό, ἕνας ἀντισημιτισμός, πού δέν εἶχε τή θέση του στίς πηγές. Ὑπῆρξαν μεμονωμένα θρησκευτικά πρόσωπα, ὁμάδες καί κύκλοι, πού παρεξέκλιναν σέ πολεμική, βία καί καταδίωξη ἐν ἀντιθέσει πρός τό πνεῦμα τῆς ἀνεκτικότητας τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀναγνωρίσεως στούς Ἰουδαίους τῆς ἐθνικῆς ἤ θρησκευτικῆς τους ταυτότητας. Οἱ παρεκκλίσεις αὐτές δέ βρῆκαν δικαίωση ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς συλλογικό σῶμα. Οἱ περιπτώσεις ὑποτονικῆς ἀντιδράσεως στίς ἐκδηλώσεις ἀντισημιτισμοῦ ἀφοροῦν ἑπομένως τή Δυτική Ἐκκλησία τοῦ παρελθόντος καί ὄχι τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολική. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εὐτυχῶς δέν ἔχει νά παρουσιάσει συμπτώματα ἀντισημιτισμοῦ ἄξια μνείας. Ἀπεναντίας ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τό Ἑλληνικό Ἔθνος ἔνιωσαν ὡς ἀνθρώπινο καί χριστιανικό χρέος τους τή διάσωση ὅσο τό δυνατό περισσοτέρων Ἑβραίων κατά τούς χρόνους τῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς στήν Ἑλλάδα. Ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Δαμασκηνός συνεκάλεσε τούς ἀντιπροσώπους τῶν Ἀνωτάτων Πνευματικῶν Ἱδρυμάτων, τῶν Ἐπιστημονικῶν καί Ἐπαγγελματικῶν Ὀργανώσεων καί ἀπηύθυναν ἀπό κοινοῦ ἔντονο ὑπόμνημα πρός τόν πληρεξούσιο τοῦ Ράϊχ, τό ὁποῖο κατέληγε ὡς ἑξῆς: ᾆ ἐν ὀνόματι τῶν ἀκραιφνῶν ἐκείνων ἰδεῶν, τάς ὁποίας τό Ἑλληνικόν Πνεῦμα καί ἡ ὑψηλή καλλιέργεια τῆς πατρίδος σας ἀνύψωσαν εἰς συνθήματα πανανθρωπίνου ἀκτινοβολίας καί ἀσυζητήτου ἐπιβολῆς, ἐξαιτούμεθα, ὅπως ἡ ὑφ᾿ ἡμῶν ζητουμένη χάριν τῶν Ἰσραηλιτῶν συνυπηκόων μας ἀναστολή τῆς διώξεώς των πραγματοποιηθῇ τάχιστα.” Ἄξιο μνήμης ἐπίσης εἶναι ὅτι ὁ τότε Διευθυντής Ἀστυνομίας Πόλεων τῆς Ἑλλάδας, Ἄγγελος Ἔβερτ, πατέρας τοῦ σημερινοῦ πολιτικοῦ, κ. Μιλτιάδη Ἔβερτ, ἐξέδιδε γιά τούς Ἑλληνοεβραίους ἑλληνικές ταυτότητες μέ χριστιανικά ὀνόματα, προκειμένου νά ἀποτρέψει τήν ἀποπομπή τους στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως κι ὅτι ὁ Ἑλληνοεβραῖος Μαρδοχαῖος Φριζῆς, συνταγματάρχης τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ἔπεσε ἡρωϊκῶς μαχόμενος κατά τῶν Ἰταλῶν καί τιμᾶται ἀπό τήν Ἑλλάδα ὡς ἥρωας.

Παρόμοιες στάσεις ἐπεκράτησαν κατά τή διάρκεια τοῦ ὁλοκαυτώματος καί στή Βουλγαρία, ἡ Ἐκκλησία τῆς ὁποίας ἐξέδωσε συνοδική ἀπόφαση, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας διασώθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι πολίτες της ἀπό τήν ἐξόντωση. Στή Σερβία, πού κι ἐκείνη δέχτηκε ὅμοια καταστροφή, ἔγιναν προσπάθειες ἀνωτάτου ἐπιπέδου γιά τή διάσωση τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους, πού ἔγινε δεκτό ὡς ἰσότιμο μέ τό Σερβικό πληθυσμό. Ὅσον ἀφορᾶ τή Ρωσία, οἱ σχέσεις τῆς ὁποίας μέ τό Ἰουδαϊκό ἔθνος εἶναι τόσο ἀμφιλεγόμενες, κατά τή διάρκεια καί τήν ἐπαύριο τῶν ἀγριοτήτων τοῦ Κισίνιεβ, ἀπευθύνθηκε στό ἔθνος του ὁ ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Κιέβου μέ λόγους ἀποφασιστικούς, πού καταδικάζουν τίς πράξεις αὐτές κι ἐξεφώνησε λόγο ἄνευ προηγουμένου ὑπέρ τῶν Ἰουδαίων. Μέ αὐτό τόν τρόπο ἐξέφρασε ὁ ἀνώτατος ἐκκλησιαστικός ἄρχοντας τῆς Οὐκρανίας ἐπίσημα τή στάση τῆς Ἐκκλησίας χωρίς ἐπιφυλάξεις ἤ περιστροφές.

Ἄς εὐχηθοῦμε τό πνεῦμα αὐτό τῆς συμπαραστάσεως, τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς συνεργασίας, πού ἀποπνέουν τά παραπάνω παραδείγματα, νά καθορίζει καί στό ἑξῆς τίς σχέσεις Ἰουδαϊσμοῦ καί Χριστιανισμοῦ γιά ἀμοιβαία ὑποστήριξη, πρόοδο κι ἐπιτυχία καί προσφορά στό κοινωνικό σύνολο.

Μετά τό τέλος τῆς διαλέξεως, ἐρώτηση:

Σεβασμιώτατε Ἀρχιεπ. Κωνσταντίνης κ. Ἀρίσταρχε,

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει μεγάλη δύναμη.

Ἔχει πολλούς πιστούς, θρησκευτικό λόγο κι ἠθικές ἀξίες. Ἐάν θέλει, μπορεῖ νά προωθήσει θέματα καί νά κατευθύνει μεγάλες δημόσιες διαδικασίες. Κατά τό παρελθόν γνώριζε ἡ Ἐκκλησία νά παραμένει οὐδέτερη καί νά μή λαμβάνει θέση γιά φλέγοντα θέματα, πού ἀπασχολοῦσαν τήν ἀνθρωπότητα.

Ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν περίοδο τοῦ ὁλοκαυτώματος, ἰδιαίτερα ὅπως προκύπτει ἀπό πολλές ἔρευνες τῶν τελευταίων ἐτῶν, ἦταν πολύ προβληματικός, ὅσον ἀφορᾶ τούς Ἰουδαίους κι ἄν ἀκόμη χρησιμοποιήσουμε τήν πιό ἤπια γλώσσα.

Σεβασμ. Ἀρχιεπίσκοπε, Ἀρχιγραμματέα τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ἐκκλησίας στό Ἰσραήλ,

Σέ ποιά ἔκταση σήμερα ἡ Ἐκκλησία, τό Βατικανό κι ἄλλοι θρησκευτικοί παράγοντες δεσμεύονται σ᾿ ἕνα ἀγώνα φανερό, δημόσιο, τηλεοπτικό καί θρησκευτικό ἐναντίον τοῦ ἀντισημιτισμοῦ σ᾿ ὅλες του τίς ἐκφάνσεις;

Μήπως καί σήμερα πάλι ἡ Ἐκκλησία προτιμᾶ νά ἔχει ἥσσονα ἀντίδραση, νά οὐδετεροποιεῖται ἤ νά ἔχει παθητική στάση;

Ἀπάντηση:

Οἱ περίοδοι τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας παραλάσσουν μεταξύ τους ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις τῶν καιρῶν. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱδρύσεώς της μέχρι καί τό 312 βρισκόταν ἡ ἴδια ὑπό διωγμό. Γεννήθηκε ὡς μία διωκόμενη κοινότητα. Δέν μπόρεσε νά προστατέψει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της. Σ᾿ αὐτή τήν περίοδο ἀπέκτησε ἑκατομμύρια μάρτυρες. Μέ τό διωγμό  ἡ Ἐκκλησία ἔγινε ὁμοιοπαθής μέ τό διωκόμενο Ἰσραήλ καί τοῦ συμπαραστάθηκε στό μέτρο τῶν δυνάμεών της. Ἡ Ἐκκλησία ἔβλεπε στήν ἀρχή τόν ἑαυτό της ὡς μέρος τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ διαχωριστικοί προσδιορισμοί εἶναι μεταγενέστεροι. Τό στοιχεῖο αὐτό τοῦ διωγμοῦ ἀνήκει στό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι τό ἦθος τῶν προφητῶν. Ὁ Μωϋσῆς ἀρνήθηκε νά ὀνομάζεται υἱός θυγατρός Φαραώ καί προτίμησε νά συγκακουχεῖται μέ τό λαό τοῦ Θεοῦ (Ἑβρ. 11, 24). Ἡ Ἐκκλησία δέν προκαλεῖ τό διωγμό, τό δέχεται ὅμως, ὅταν ὁ Θεός τόν ἐπιτρέπει νά ἔλθει. Ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρέθηκε ὑπό διωγμό ὁρισμένες φορές ἀκόμη καί στό πλαίσιο τοῦ χριστιανικοῦ Βυζαντινοῦ κράτους. Προτίμησε ὅμως νά διώκεται κι ὄχι νά διώκει. Γι᾿ αὐτό κι ἡ ἱεραποστολή τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς εἶναι ἀνεκτική καί πολιτισμένη.

Τό πρόβλημα ἀρχίζει, ὅταν μέ τό σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας, μία ὁρισμένη Ἐκκλησία, ἡ Δυτική, ἀπελευθερώνει τόν ἑαυτό της ἀπό τήν καταδίωξη, χειραφετεῖται ἀπό τό κράτος, ἀποκτᾶ ἡ ἴδια κοσμική δύναμη καί θεωρεῖ τόν ἑαυτό της ὡς νικητή. Μέ τή νοοτροπία τοῦ νικητοῦ ἡ Δυτική Ἐκκλησία δέν μπόρεσε ὁρισμένες φορές στό παρελθόν νά ἀποφύγει νά καταδιώξει ἀνθρώπους, πού ἀντιστέκονταν στή θέλησή της, ἀνάμεσα στούς ὁποίους καί Ἰουδαίους. Στό ἐρώτημα, ἄν ἡ Ἐκκλησία σήμερα εἶναι διατεθειμένη νά ἀναλάβει ἐπίσημα φανερό ἀγώνα ἐναντίον τοῦ ἀντισημιτισμοῦ, μπορῶ νά ἀπαντήσω θετικά, ὅσον ἀφορᾶ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκω καί στήν ἱστορία τῆς ὁποίας, ὅπως ἀνέφερα στήν ἀνακοίνωσή μου, δέν ὑπῆρξαν κρούσματα ἀντισημιτισμοῦ ἄξια μνείας, ἀλλά ἀπεναντίας ἐκδηλώσεις συμπαραστάσεως καί ἀλληλεγγύης πρός τούς Ἰουδαίους. Ὅσον ἀφορᾶ τό Βατικανό, στό ὁποῖο δέν ἀνήκω, νομίζω ὅτι ὁ ἀγώνας του ἐναντίον τοῦ ἀντισημιτισμοῦ θά εἶναι πιό φανερός καί πιό ἀποτελεσματικός, ὅσο περισσότερο ἀποβάλλει ἀπό τό πνεῦμα τῆς δυνάμεως τοῦ νικητοῦ καί ἐπιστρέφει στό πνεῦμα τῆς ἀποδοχῆς τοῦ διωγμοῦ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.